Από τις αρχές της δεκαετίας του 1990, από την πτώση δηλαδή των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης, του λεγόμενου υπαρκτού σοσιαλισμού και μέχρι την απαρχή της οικονομικής κρίσης του 2008, η δημόσια συζήτηση περί ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης και ενοποίησης ορίζονταν από τη διάκριση μεταξύ Ανατολής και Δύσης.
Αυτή η διάκριση, ο διαχωρισμός παρέπεμπε στα ιστορικώς καταγραμμένα σύνορα, γεωγραφικά και πολιτισμικά, που η αντίθεση Ρώμης και Βυζαντίου έθεσε και στην σύγχρονη εκδοχή τους επιβεβαίωσε η γεωπολιτική διχοτόμηση, την οποία ο Ψυχρός Πόλεμος διαμόρφωσε στα μεταπολεμικά χρόνια.
Η κινητικότητα μεταξύ των λαών, το σπάσιμο των συνόρων, η ελευθερία στο εμπόριο και ιδιαιτέρως το κοινό νόμισμα έδιναν την εντύπωση ότι η Ευρώπη μπορεί να ξεπεράσει ιστορικές αντιθέσεις και εθνικές αντιπαλότητες και να δημιουργήσει ένα ενιαίο ασφαλές οικονομικό και κοινωνικό περιβάλλον προόδου και ανάπτυξης.
Και οι τρεις αυτές χώρες διεκδίκησαν και επέτυχαν την ένταξή τους στην ευρωπαϊκή οικογένεια προσδοκώντας κυρίως οφέλη από τον εκδημοκρατισμό και την πολιτική σταθερότητα, από την άρση της απομόνωσης και την μεταρρυθμιστική δυναμική, αλλά και από την αναπτυξιακή δυναμική που οι κοινοτικοί πόροι μπορούσαν να εξασφαλίσουν και να ανεβάσουν το βιοτικό επίπεδο των λαών. Και όντως για σχεδόν τρεις δεκαετίες απήλαυσαν τη αγαθά της συμμετοχής στην ευρωπαϊκή οικογένεια.
Μόλις «πέταξε» το πέπλο της χρηματοπιστωτικής προστασίας που κάλυπτε τα κενά προόδου, ανάπτυξης και ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, ανεδύθη και πάλι η διαφορά Βορρά – Νότου. Η επανεμφάνιση του συγκεκριμένου διαχωρισμού δεν αποδίδει τίποτε άλλο παρά τις εσωτερικές ανισορροπίες της ευρωζώνης και της Ευρώπης ολόκληρης.
Ο Βορράς περικλείει τις χώρες με παραγωγική και ανταγωνιστική διάρθρωση των οικονομιών τους, τις οποίες συνοδεύει και στηρίζει ένα σωστά οργανωμένο επιτελικό κράτος,που είναι ικανό να επωφελείται από το ενιαίο νόμισμα και ο Νότος χώρες με ένα αγροτικό,μεσογειακού τύπου άναρχο παραγωγικό μοντέλο που συνοδεύεται και υποστηρίζεται προβληματικά από αδύναμες κεντρικές διοικήσεις και ανίσχυρο πολυπληθές ανοργάνωτο κράτος, το οποίο δεν δύναται βηματίσει αποτελεσματικά στο απολύτως ανταγωνιστικό περιβάλλον της ευρωζώνης και του κόσμου ολόκληρου.
Έννοια την οποία πολύ καλά γνωρίζουμε στην χώρα μας. Η επιρροή της «Αραβικής Άνοιξης» σε μια κοινωνία που διακατέχεται από έλλειψη εμπιστοσύνης στους θεσμούς η συλλογική φαντασίωση της ανατροπής ενός διεφθαρμένου πολιτικού συστήματος κατά το πρότυπο των εξεγέρσεων των λαών της Αιγύπτου ή της Λιβύης, οι προπηλακισμοί πολιτικών, η δημόσια διαπόμπευση πρεσβευτών, οι αναφορές σε λιντσαρίσματα και η εκθείαση, άμεση ή έμμεση, της πολιτικής – κινηματικής βίας, από δεξιά και αριστερά, είναι στοιχεία ικανά να διαρρήξουν την κοινωνική ειρήνη και να καταστήσουν κενή περιεχομένου την από πολλούς επαναλαμβανόμενη ιστορική ρήση «στη Δημοκρατία δεν υπάρχουν αδιέξοδα».
Με άλλα λόγια θα πρέπει να επέλθει διαχωρισμός ανάμεσα στην »πολιτική» και στην »οικονομία».Από τις εκλογές του 2009 έχουν διαχυθεί η μία μέσα στην άλλη με αποτέλεσμα η πολιτική κρίση να καθιστά δύσκολη την εφαρμογή μέτρων για την αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης και η οικονομική κρίση να καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την εξεύρεση σταθερών πολιτικών λύσεων.
Οι Δημοκρατίες ωστόσο δεν μπορούν να επιβιώσουν με λήθη γύρω από τα πολιτικά πράγματα.Εκτός από το παραγωγικό υπόδειγμα,δηλαδή το οικονομικό μοντέλο, έχουν ανάγκη από όραμα, από ένα εθνικό αφήγημα της δεκαετίας, αποδεκτό και σταθερό πολίτευμα, σταθερούς θεσμούς αντιπροσώπευσης και αν όχι χαρισματικές,τουλάχιστον αποτελεσματικές ηγεσίες ικανές να οργανώσουν το κράτος,επιλέγοντας αξιόπιστο και καταρτισμένο στελεχιακό δυναμικό.
Μια πολιτική συζήτηση για μια κάποιου τύπου Προεδρική Δημοκρατία, για ένα μικρότερο Κοινοβούλιο, για καλύτερη αντιπροσώπευση των πολιτών με άλλη περιφερειακή δομή και συγκρότηση, μια πολιτική συζήτηση για το μέγεθος και τον χαρακτήρα του κράτους κι ακόμη μια για το μοντέλο της οικονομίας που θέλουμε θα μπορούσε να εγγυηθεί τη συνοχή, είτε οδηγεί στην αποδοχή,είτε στην απόρριψη, διότι απλούστατα δίνει υπόσταση στις διαφορές, οργανώνει τις όποιες συγκρούσεις σε συντεταγμένη διαμάχη γύρω από το μέλλον της χώρας.
Μόνο έτσι θα μπορέσει η χώρα να υπερβεί την σημερινή συγκυριακή, πολιτικά ευκαιριακή, οικονομικά και ιστορικά άστοχη αντίθεση μεταξύ μνημονιακών και αντιμνημονιακών. Γιατί απλούστατα τι κοινό μπορεί να έχουν o αντιμνημονιακός κ. Αλ. Τσίπρας με τον επίσης αντιμνημονιακό κ. Π. Καμμένο για να μην μιλήσουμε για τον κ. Μιχαλολιάκο και ξεσηκωθούν και οι πέτρες.