«Ποια έξοδος; Από ποια κρίση; Με ποιες δυνάμεις;», είναι ο τίτλος του βιβλίου του αντιπροέδρου της Βουλής, βουλευτή του ΣΥΡΙΖΑ κ. Ι. Δραγασάκη, που κυκλοφορεί τις επόμενες ημέρες από τις εκδόσεις «Ταξιδευτής».
Πρόκειται για μία συλλογή άρθρων και παρεμβάσεων του στελέχους της Αριστεράς κατά την προηγούμενη 15ετία, η οποία συνοδεύεται από έναν εκτενή πρόλογο, στον οποίο συνοψίζονται αναλύσεις, εκτιμήσεις και θέσεις για τις πτυχές της κρίσης που πλήττει την χώρα.
Μεταξύ των άλλων περιγράφονται στρεβλώσεις του ελληνικού καπιταλισμού, καθυστερήσεις και ευθύνες κυβερνήσεων κατά την περίοδο αμέσως πριν και αμέσως μετά την ένταξη στο ευρώ, αλλά μία κριτική για τον τρόπο με τον οποίο η Αριστερά στάθηκε απέναντι στην κρίση κατά την πρώτη περίοδο εκδήλωσής της.
«Ο μηχανισμός της κρίσης ήταν ήδη ενεργός. Αυτός ο τρόπος ανάπτυξης δεν ήταν βιώσιμος, δεν ήταν διατηρήσιμος. Η κρίση είχε γίνει αναπόφευκτη. Δεν μπορούσε να αποσοβηθεί, θα μπορούσε όμως να έχει μια διαφορετική εξέλιξη αν ο τρόπος αντιμετώπισής της ήταν διαφορετικός», σημειώνει μεταξύ των άλλων ο κ. Δραγασάκης στην εισαγωγή του βιβλίου του.
Σε ό,τι αφορά δε την Αριστερά και την στάση της στην πρώτη περίοδο κατά την οποία ξέσπασε η οικονομική («συστημική», όπως την χαρακτηρίζει) κρίση, τονίζει:
«Αρνητικός παράγοντας ήταν και η κατάσταση στο χώρο της Αριστεράς, ο κατακερματισμός της οποίας δυσκόλευε την κοινή δράση των εργαζομένων.
Ιδιαίτερα αρνητική ήταν η διασπαστική στάση του ΚΚΕ και η εμπαθής αντιμετώπιση άλλων δυνάμεων και ρευμάτων σκέψης στο χώρο της Αριστεράς.
Αρνητική ήταν και η στάση της ΔΗΜ.ΑΡ.και του Φώτη Κουβέλη που, αντί να στηρίξουν μια προοπτική ανασυγκρότησης της Αριστεράς, προσανατολίσθηκαν από τότε, ίσως και πριν τις εκλογές του 2009, στην ενσωμάτωσή τους, ως συμπληρωματική δύναμη στο καταρρέον δικομματικό σύστημα, και στη συνέχεια στο «μνημονιακό μπλοκ».
Ειδικότερα δε για τον ΣΥΡΙΖΑ, γράφει ότι «κατά την αρχική εκείνη φάση της κρίσης, φάνηκε ανώριμος να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της κρίσης. Αντί να συνδέσει την πολιτική και το πρόγραμμα με τη δράση των κινημάτων, παγιδεύτηκε σε πλαστά διλήμματα: προγραμματική ή κινηματική αντιπολίτευση, στόχοι που είναι συμπληρωματικοί και όχι ανταγωνιστικοί μεταξύ τους».
Και συμπληρώνει: «Αντί να δημιουργήσει χώρους διαλόγου και δημοκρατικής συμμετοχής και έκφρασης του κόσμου του, κυριάρχησαν οι τάσεις και οι συνιστώσες ως οργανωτικοί μηχανισμοί παρά ως ρεύματα ιδεών και απόψεων, με αποτέλεσμα εσωτερικές διαμάχες και προσωπικές στρατηγικές να υπονομεύσουν το κύρος του στην κοινωνία. Στις εκλογές μάλιστα του 2009 εξασφάλισε με δυσκολία την είσοδό του στη Βουλή. Το σημαντικό όμως είναι ότι, υπερβαίνοντας αυτά τα προβλήματα, έδειξε δυνατότητες γρήγορης προσαρμογής και «βίαιης ωρίμανσης», κέρδισε έτσι την εμπιστοσύνη μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος, αναδείχθηκε στη δύναμη εκείνη που μπορεί να ενώσει τον κόσμο της εργασίας και τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας σε ένα σχέδιο παραγωγικής, κοινωνικής και οικολογικής ανασυγκρότησης, λαϊκής κυριαρχίας και πραγματικής δημοκρατίας».
Ο κ. Δραγασάκης επισημαίνει επίσης ότι «η κρίση βρήκε την ελληνική κοινωνία ανέτοιμη και σε μια κατάσταση όπου, για να χρησιμοποιήσω μια λαϊκή έκφραση, το ψάρι μύριζε όχι μόνο από το κεφάλι αλλά και από την ουρά. Είχε χάσει τη δύναμή της να σκέφτεται και να δρα συλλογικά. Δεν είχε καν τους θεσμούς και τις διαδικασίες για να το κάνει. Γι’ αυτό η στρατηγική σοκ που εφαρμόσθηκε αιφνιδίασε, πάγωσε και πανικόβαλε μεγάλα τμήματα της κοινωνίας. Και η επιχείρηση συλλογικής ενοχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας αρχικά είχε αποτέλεσμα».
Ως προς τη διέξοδο από την κρίση, επισημαίνει ότι «πρέπει να την κατανοήσουμε ως ένα σχέδιο που υλοποιείται παράλληλα στα πεδίο των αξιών και των ιδεών, στο πεδίο των μεγάλων δομικών αλλαγών και μεταρρυθμίσεων, και σ’ εκείνο των κινημάτων, των άμεσων αναγκών και αιτημάτων».
Υπογραμμίζει δε ότι «χρειαζόμαστε ένα συνολικό πολιτικό σχέδιο που να ορίζει με τη μέγιστη δυνατή σαφήνεια πώς θα βγούμε από την κρίση, με ποιες δυνάμεις, με ποιες συμμαχίες, προς ποια κατεύθυνση, σε ποια διεθνή πλαίσια. Σταθερές δεν υπάρχουν, πρέπει να τις ορίσουμε εμείς οι ίδιοι. Το θέμα δεν είναι τι σχέδια έχουν οι άλλοι για μας, αλλά ποιο σχέδιο θέλουμε εμείς να υλοποιήσουμε. Ένα τέτοιο σχέδιο δεν μπορεί να έλθει από τα έξω ή να επιβληθεί από τα πάνω. Απαιτεί τη συμμετοχή όλης της κοινωνίας, των συλλογικών της εκφράσεων, των επιστημονικών της φορέων, των κινημάτων, των συνδικάτων, των απλών πολιτών. Ό,τι τα κόμματα έχουν να πουν δεν μπορεί να είναι τίποτε άλλο παρά προτάσεις για έναν τέτοιο διάλογο. Αυτό ισχύει πρωτίστως για τις δυνάμεις της Αριστεράς».
Μιλά, μεταξύ των άλλων ο κ. Δραγασάκης για μια «διαδικασία συγκρότησης κοινωνικών συμμαχιών και διαμόρφωσης ενός νέου κοινωνικού και πολιτικού συνασπισμού εξουσίας που, με πυρήνα του τον κόσμο της εργασίας και τις δυνάμεις της Αριστεράς, θα κινητοποιήσει τη μεγάλη πλειοψηφία της κοινωνίας και θα ηγηθεί της κοινωνικής, παραγωγικής, οικολογικής και δημοκρατικής ανασυγκρότησης».