Αν κάποιοι νομίζουν στην Ελλάδα ότι μία πιθανή πολιτική αλλαγή στη Γερμανία θα σημάνει και στροφή 180 μοιρών στον τρόπο αντιμετώπισης της ελληνικής περίπτωσης θα πρέπει να αναθεωρήσουν ταχέως τις ελπίδες τους.
Μία συνομιλία με ευρωβουλευτές της ισχυρότερης ευρωπαϊκής χώρας, που κρατά ουσιαστικά τα… κλειδιά επίλυσης της κρίσης στην ευρωζώνη, αποδεικνύει εύγλωττα ότι το πολιτικό σύστημα στη Γερμανία κινείται συναινετικά ως προς το τι πρέπει να γίνει, αν και η ρητορική με την οποία εκφράζονται οι απόψεις των διαφόρων πλευρών διαφέρει σε αρκετά σημεία.
Ανάπτυξη με χρέη δεν είναι λοιπόν δυνατή ούτε για τους γερμανούς συντηρητικούς ούτε για τους σοσιαλδημοκράτες. Η Αθήνα πρέπει να συνεχίσει τη δημοσιονομική προσαρμογή για να τιθασεύσει το «τέρας του χρέους» και με συγκεκριμένο σχέδιο να προωθήσει αναπτυξιακές πρωτοβουλίες, χτυπώντας παράλληλα τη φοροδιαφυγή.
Όπως δήλωσε, μιλώντας αποκλειστικά στο «Βήμα» στο περιθώριο της πρόσφατης Ολομέλειας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου στο Στρασβούργο, ο Μπέρνχαρντ Ραπκάι, αντιπρόεδρος των ευρωπαίων Σοσιαλιστών και στέλεχος των γερμανών Σοσιαλδημοκρατών (SPD), «η μάχη εναντίον του χρέους είναι κρίσιμη διότι δεν μπορούμε να έχουμε ανάπτυξη μόνο μέσω της δημιουργίας νέου χρέους».
Ο κ. Ραπκάι πάντως προσθέτει ότι «μία «καθαρή» πολιτική λιτότητας δεν οδηγεί πουθενά. Πρέπει να βρούμε μία ισορροπία μεταξύ κρατικών δαπανών αλλά και ιδιωτικών επενδύσεων. Η βελτίωση της δημοσιονομικής κατάστασης δεν γίνεται μόνο με περικοπές, αλλά και με στοχευμένες δημόσιες επενδύσεις. Η Ελλάδα πρέπει οπωσδήποτε να προωθήσει διαρθρωτικές αλλαγές και μαζί με το συμμάζεμα των δημοσίων δαπανών να εισρεύσει και κρατικό χρήμα στην αγορά».
Από την πλευρά του, ο Μάνφρεντ Βέμπερ, αντιπρόεδρος της ομάδας του Ευρωπαϊκού Λαϊκού Κόμματος (ΕΛΚ) και προερχόμενος από τους Χριστιανοκοινωνιστές (CSU) της Βαυαρίας, επιμένει ότι «η ανάλυση της κρίσης δεν πρέπει να περιοριστεί στην Ελλάδα. Δεν είναι μόνο η χώρα σας που δαπάνησε πολλά χρήματα και δημιούργησε χρέη, είναι όλη η Ευρώπη που δαπανούσε πάνω από όσα μπορούσε. Επομένως, πρέπει να μειώσουμε τα χρέη διότι κανείς δεν θα μας δανείζει και τα υψηλά επιτόκια θα συνεχιστούν. Και στη Γερμανία πρέπει να κάνουμε περισσότερα από όσα κάνουμε σήμερα».
Και τα χρήματα για ανάπτυξη που ακριβώς θα βρεθούν, ρωτάμε τον κ. Ραπκάι; «Υπάρχουν πάντοτε χρήματα τριγύρω και πρέπει να βρεις τρόπους να τα προσεγγίσεις» εξηγεί. «Πρώτο βήμα είναι ένα αποτελεσματικό φορολογικό σύστημα. Αυτό που βλέπουμε εμείς είναι ότι φορολογούνται οι απλοί άνθρωποι, αλλά είναι κρίμα που μαθαίνουμε ότι οι πλούσιοι Έλληνες αγοράζουν σπίτια σε Λονδίνο και Βερολίνο, αλλά δεν φορολογούνται επαρκώς. Δεύτερον, η χρήση και η αξιοποίηση των ευρωπαϊκών κονδυλίων πρέπει να είναι αποτελεσματική και ορθολογική, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια ότι στη Γερμανία πάντοτε τα αξιοποιούμε σωστά».
Παράλληλα, δεν πρέπει να υπάρχουν σκέψεις για έξοδο από την ευρωζώνη, αλλά «προσπάθεια ενίσχυσης της ελληνικής ανταγωνιστικότητας στους τομείς όπου η Ελλάδα έχει πλεονεκτήματα, όπως σε ορυκτό πλούτο και στη γεωργία. Θέλει χρόνο αυτό. Πρέπει να το καταλάβουμε, ιδιαίτερα εμείς στη Γερμανία όταν στη δεκαετία του 1950 η ανοικοδόμηση δεν βασίστηκε μόνο στους γερμανούς εργάτες, αλλά επίσης στην αμερικανική βοήθεια του Σχεδίου Μάρσαλ και στη συνδεδεμένη ισοτιμία του μάρκου με το δολάριο» προσθέτει.
Σύμφωνα δε με τον κ. Βέμπερ, μαζί με την απαραίτητη λιτότητα «πρέπει να δημιουργήσουμε προοπτικές στην κοινωνία. Πρέπει να δούμε την επόμενη δεκαετία. Απλώς, λιτότητα και προοπτική είναι πακέτο, να το θυμόμαστε αυτό, δεν πρέπει να τα βλέπουμε διακριτά. Για την Ελλάδα, πιστεύω ότι χρειάζεται να εντοπιστούν οι τομείς εκείνοι που μπορούν να γεννήσουν προοπτική, π.χ ο τουρισμός, η έρευνα και τεχνολογία ή η ενέργεια. Αν βρεθούν οι καλές ιδέες και συνδυαστούν με τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, τότε η Ευρώπη θα βοηθήσει».
Ένα από τα ζητήματα στα οποία έχουν σημειωθεί οι σημαντικότερες εμπλοκές στις διαπραγματεύσεις της ελληνικής κυβέρνησης με την τρόικα είναι οι εργασιακές σχέσεις. Πως σχολιάζουν την εξέλιξη αυτή οι δύο γερμανοί ευρωβουλευτές; Κατά τον κ. Ραπκάι, «το πρόβλημα στην Ελλάδα δεν είναι οι υψηλοί κατώτατοι μισθοί, αλλά το να πληρώσουν τα υψηλότερα εισοδήματα. Υπάρχει ένα όριο μέχρι το οποίο μπορεί κάποιος να συμπιέσει τα εισοδήματα προς τα κάτω. Θα πάθει ασφυξία η κατανάλωση. Δεν μπορείς να κάνεις μόνο αποταμίευση».
Ο κ. Βέμπερ του ΕΛΚ πάντως τοποθετεί το ζήτημα σε μία ευρύτερη, πιο ευρωπαϊκή προοπτική. «Ο ελληνικός λαός πρέπει να καταλάβει ότι δεν χρειάζεται να πείσει μόνο τον γερμανικό λαό αλλά και τους υπόλοιπους Ευρωπαίους π.χ τους Σλοβάκους ότι μπορούν να προσφέρουν την αλληλεγγύη τους στην Ελλάδα. Στη Σλοβακία π.χ το σύστημα κοινωνικών παροχών δεν είναι τόσο γενναιόδωρο όσο στην Ελλάδα» τονίζει.
Και προσθέτει: «Να σας θυμίσω ότι όταν ξεκίνησε η κρίση όλοι μιλούσαν για το bailout clause και για το ότι κάθε κράτος είναι υπεύθυνο για τα χρέη του. Κάναμε όμως πολλά για να επιδείξουμε αλληλεγγύη, να σταθεροποιήσουμε την ευρωζώνη και να βοηθήσουμε την Ελλάδα να αποπληρώσει τα χρέη της. Πρέπει να συγκρίνουμε επίσης τα όσα συμβαίνουν σε άλλες χώρες της ευρωζώνης αλλά και με χώρες εκτός αυτής, όπως αυτές της Βαλτικής».
Θα μπορούσε ο κοινοτικός προϋπολογισμός και γενικότερα η ΕΕ να βοηθήσει στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας; «Χρειάζεται να ενισχύσουμε με διαρθρωτικά κονδύλια την Ελλάδα, την Πορτογαλία και τον υπόλοιπο Νότο, αυτό όμως πρέπει να γίνει με σοβαρότητα, διότι μέρος των χρημάτων αυτών επιστρέφει και στη Γερμανία» υπογραμμίζει ο κ. Ραπκάι.
Για τον κ. Βέμπερ όμως, η κατάσταση είναι πιο περίπλοκη. «Για να έρθουν επενδυτικά κεφάλαια στην Ελλάδα, το ζήτημα –κλειδί είναι η αξιοπιστία και η σταθερότητα» λέει ο κ. Βέμπερ. «Για αυτό και οι γερμανοί πολιτικοί προσπαθούν να αποφύγουν τη δημιουργία δυσπιστίας προς την ελληνική κυβέρνηση. Πρέπει να σας πω επίσης όμως ότι εδώ και αρκετά χρόνια διατέθηκαν πολλά κοινοτικά κονδύλια στις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ελλάδα, η Ισπανία ή η Πορτογαλία. Και είναι οι ίδιες χώρες που αντιμετωπίζουν σήμερα τα σοβαρότερα προβλήματα. Δεν μετράει λοιπόν πόσα χρήματα πρέπει να δώσουμε, αλλά το που θα δαπανηθούν τα κοινοτικά κονδύλια. Πρώτα χρειάζεται η Ελλάδα να διαμορφώσει ένα σχέδιο για το που θέλει να πάει στο μέλλον και μετά να αρχίσει να ζητάει χρήματα» καταλήγει ο γερμανός ευρωβουλευτής.