Πέντε μερόνυχτα συνεχούς διαπραγμάτευσης με μια τρόικα σχεδόν ανάλγητη και ανυποχώρητη στις απαιτήσεις της, επίμονη στις εντολές της, σκληρή, σχεδόν απαξιωτική για τους Ελληνες στις απαντήσεις της, δεν ήταν καθόλου εύκολη υπόθεση για τον υπουργό Εργασίας κ. Γ. Κουτρουμάνη: «Αυτή τη φορά έδειξαν το πραγματικό τους πρόσωπο, έτριξαν τα δόντια τους, αλλά δεν πέρασαν τα όρια. Εφερνες αντίρρηση σ’ ένα θέμα, άνοιγαν αμέσως άλλα πέντε. Ηταν κάτι σαν τη Λερναία Υδρα» έλεγε ο υπουργός Εργασίας στο τέλος των διαπραγματεύσεων, εκεί γύρω στις 5 τα ξημερώματα της Πέμπτης, όταν ανακοινώθηκε ότι ολοκληρώθηκαν οι διαπραγματεύσεις.

«Δεν έχετε συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζετε ως χώρα. Θα τα χάσετε όλα έτσι όπως επιμένετε» ήταν η συνηθισμένη απάντηση που έδιναν οι τροϊκανοί όταν οι υπουργοί έφερναν αντιρρήσεις, πότε για να διασώσουν τον 13ο και τον 14ο μισθό, πότε για να διαφυλάξουν τις επικουρικές ή τις κύριες συντάξεις και πότε για να περισώσουν την περίφημη «μετενέργεια», την οποία οι Τροϊκανοί ούτε καν γνώριζαν πώς να την προφέρουν και περιορίστηκαν να την αποκαλούν στα αγγλικά περίπου σαν «συνέχιση της σύμβασης», χωρίς να προσδιορίζουν μάλιστα τι ακριβώς εννοούσαν.

Οι «πρόθυμοι μαρτυριάρηδες»


«Αλήθεια, ποιος τους είπε για τη μετενέργεια;»
ήταν η πρώτη αντίδραση των υπουργών όταν άκουσαν τους Τροϊκανούς να την περιγράφουν στο περίπου και να ζητούν την άμεση κατάργησή της. Και όπως ήταν αναμενόμενο, έγινε κάποια συζήτηση για πιθανούς «κουκουλοφόρους», ή «πρόθυμους μαρτυριάρηδες» από την πλευρά των εργοδοτών, από τους υπουργούς, πλην όμως ούτε αυτοί θέλησαν να επεκταθούν, ούτε καν εισήλθαν στη διαδικασία της ονοματολογίας.
Το θέμα της μετενέργειας και η κατάργησή της ήταν από τις πλέον σκληρότερες απαιτήσεις των Τροϊκανών και δεν έκαναν πίσω με τίποτε. Από τη δερμάτινη τσάντα του κ. Πόουλ Τόμσεν (εκπροσώπου του ΔΝΤ) έβγαιναν συνεχώς έγγραφα, σημειώματα, αποκόμματα εφημερίδων για το ζήτημα αυτό και ζητούσαν επίμονα την κατάργησή της, ως μοναδικού ελληνικού εργασιακού φαινομένου που δεν συνάντησαν, όπως έλεγαν, σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα.
Ηταν τόση η επιμονή τους για το ζήτημα αυτό που, όταν δεν βρήκαν ανταπόκριση στο αίτημά τους από τον κ. Κουτρουμάνη, το μετέφεραν στο Μέγαρο Μαξίμου και το διαπραγματεύθηκαν με τον πρωθυπουργό κ. Λ. Παπαδήμο και τον κ. Ευ. Βενιζέλο. Τελικά δεν πέτυχαν την κατάργησή της, αλλά αντί να ισχύει για έξι μήνες δέχθηκαν να ισχύει για τρεις μήνες. Τέσσερις ώρες σπατάλησαν διαπραγματευόμενοι για τη μετενέργεια, ξεχνώντας το βασικό τους δόγμα, ότι «οι έλληνες αξιωματούχοι δεν είχαν συνειδητοποιήσει το μέγεθος του προβλήματός τους και διαπραγματεύονταν για μη βασικά θέματα».
Το δεύτερο θέμα για το οποίο έγινε σκληρή διαπραγμάτευση ήταν, όπως αποκαλύπτει ο κ. Κουτρουμάνης, το ζήτημα της μείωσης των ασφαλιστικών εισφορών. Ζήτησαν εδώ και τώρα τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, ήθελαν, όπως ειπώθηκε, «μια και έξω να κλείσει το ζήτημα με αντίστοιχη μείωση των δαπανών προς τα ασφαλιστικά ταμεία», ένα ζήτημα για το οποίο δόθηκε μάχη.
Οσον αφορά τις περιβόητες διαπραγματεύσεις για τη διατήρηση του 13ου και του 14ου μισθού, δεν φάνηκε (και εκ του αποτελέσματος) να έγινε και τόσο σκληρή διαπραγμάτευση: «Τους είχαμε αποδείξει ότι αυτή θα ήταν μια βίαιη μεταβολή στους μισθούς με πραγματική μέση μείωση 15% στους μισθούς του ιδιωτικού τομέα, που θα προκαλούσαν και άλλο αρνητικό αποτέλεσμα, ένα έλλειμμα 2 δισ. ευρώ στα ασφαλιστικά ταμεία». Δεν το δέχθηκαν βεβαίως αμέσως διότι, όπως έλεγαν, είχαν πληροφορίες ότι πολλές επιχειρήσεις στην περίοδο των Χριστουγέννων δυσκολεύτηκαν να πληρώσουν το δώρο και έτσι μειώθηκε η ανταγωνιστικότητά τους: «Αντί να καταργήσουμε τον 13ο και 14ο μισθό», τους αντιπροτάθηκε, «θα ήταν καλύτερο να γίνει μια ήπια μισθολογική προσαρμογή με τις συλλογικές συμβάσεις».
Το μισθολογικό παραλίγο να κλείσει εκεί όταν οι Τροϊκανοί άνοιξαν ευθύς αμέσως θέμα για τη μείωση του κατώτατου μισθού. Ζητούσαν επιμόνως να μειωθεί κατά 25% και τελικά ύστερα από διαπραγματεύσεις (και με τον Πρωθυπουργό και με τον κ. Ευ. Βενιζέλο) συμφώνησαν στο 22% (και για τους νεοπροσλαμβανoμένους στο 23%).
Για τον κατώτατο μισθό έγινε άλλη μία μάχη. Κάποια στιγμή, όταν οι συνομιλίες φαίνονταν να φθάνουν σε αδιέξοδο, ο κ. Κουτρουμάνης πρότεινε στον κ. Τόμσεν: «Μπορείτε να μας εγγυηθείτε εγγράφως, ένα είδος συμφωνητικού, ότι αν μειώσουμε τον κατώτατο μισθό θα υπάρξει αύξηση της ανταγωνιστικότητας στις επιχειρήσεις;». Εκπληκτος ο κ. Τόμσεν ρώτησε: «Και αν δεν συμβεί αυτό;». «Ε, τότε θα χάσετε τα λεφτά σας» του είπε χαμογελώντας ο υπουργός.

Ο σκληρός διαπραγματευτής


«Αρχιμάστορας»
, όπως τον απεκάλεσαν, των Τροϊκανών στις διαπραγματεύσεις ήταν ο Δανός κ. Πόουλ Τόμσεν, ένας τεχνοκράτης του ΔΝΤ που ως τώρα οι υπουργοί τον θεωρούσαν ως έναν ευγενικό, ήπιο άνθρωπο. Η «μετάλλαξή» του έγινε στην τελευταία κάθοδό του στην Αθήνα, στις διαπραγματεύσεις για τη νέα δανειακή σύμβαση: «Οι υπόλοιποι της τρόικας απλώς τον ακολουθούσαν, ευθυγραμμίζονταν στη σκληρή γραμμή που ακολουθούσε και ενώ στην αρχή φαίνονταν πιο επιφυλακτικοί στους μισθούς και στις συντάξεις, προς το τέλος ένωσαν τις απαιτήσεις τους με τον εκπρόσωπο του ΔΝΤ σε μία ενιαία γραμμή χωρίς ρήγματα» έλεγε σε συναδέλφους ο υπουργός Εργασίας. Και οι Τροϊκανοί γνώριζαν τα πάντα από τις αντιδράσεις της κοινωνίας, τι έλεγαν και τι έγραφαν τα ΜΜΕ, επέμεναν ότι τα ΜΜΕ στην Ελλάδα πολιτεύονται, διαμορφώνουν καταστάσεις και έχουν παρεμβατικότητα. Εδειχναν να δυσπιστούν στο ότι όσα έχουν συμφωνηθεί θα τηρηθούν ή, ακόμη περισσότερο, θα εφαρμοσθούν.
Το μόνο θέμα για το οποίο έδειξαν να προβληματίζονται όλες τις ημέρες που βρίσκονταν στην Αθήνα δεν ήταν τόσο οι διαπραγματεύσεις, ούτε η αντίσταση σε ορισμένα θέματα που κρατούσαν οι υπουργοί, αλλά η αντίδραση της κοινωνίας. Μια ημέρα καθυστέρησαν να έρθουν στο ραντεβού τους για τέσσερις ώρες επειδή έξω από το Ηilton (όπου διέμεναν) είχαν αποκλείσει την είσοδο μέλη του ΠΑΜΕ: «Το θέμα της προσωπικής τους ασφάλειας και της μετακίνησής τους τούς απασχολούσε συνεχώς» είπαν μέλη της κυβέρνησης που ήρθαν σε επαφή μαζί τους.

Τα φιστίκια της τρόικας


Επαιρναν οδηγίες από το τηλέφωνο

Ωρες διαπραγματεύσεων έγραψαν οι Τροϊκανοί, κυρίως με τους κκ. Βενιζέλο και Κουτρουμάνη, που έφθαναν ακόμη και ως το πρωί. Τόσο που ορισμένες φορές όταν ερχόταν η ώρα του αποχαιρετισμού έλεγαν «πάλι φεύγουμε από εδώ με τα μάτια πρησμένα» και «καλημέρα, θα τα ξαναπούμε σε μερικές ώρες». Τις περισσότερες φορές χωρίς να κάνουν βήμα από τις απαιτήσεις τους.
Σ’ όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων δεν ζήτησαν τίποτε άλλο παρά μόνο νερό και καφέδες, ενώ ορισμένες φορές έτρωγαν για να ξεγελάσουν την πείνα τους… φιστίκια αράπικα τα οποία έφερναν μαζί τους από το Hilton. Ποτέ δεν ζητούσαν κάτι έξτρα, παρά μόνο μία φορά στην αντιπροεδρία έφαγαν με όρεξη την πίτσα μαργαρίτα που τους προσφέρθηκε.
Σημαντικό ρόλο στις διαπραγματεύσεις έπαιξαν τα κορίτσια-βοηθοί των Τροϊκανών που φέρονταν στους ημετέρους κάπως πιο ανθρώπινα. Αυτά ρωτούσαν αν ξεκουράστηκαν ή κοιμήθηκαν καθόλου οι υπουργοί, αυτά όμως επεξεργάζονταν και τις τεχνικές λεπτομέρειες (αυτές που ήταν σαν «μαχαίρι στην πλάτη των μισθών» – όπως ειπώθηκε) για το μισθολογικό κόστος και τις επικουρικές συντάξεις.
Οι Τροϊκανοί στις διαπραγματεύσεις με τον Πρωθυπουργό εμφανίζονταν πιο ήπιοι αλλά αμετακίνητοι στις θέσεις τους.

Δεν ήταν λίγες οι φορές άλλωστε που έπαιρναν οδηγίες στη διάρκεια των διαπραγματεύσεων απευθείας από κέντρα του εξωτερικού. Αλλος (ο κ. Τόμσεν) στα αγγλικά και άλλος (ο κ. Μαζούχ) στα γερμανικά. Οι περισσότεροι κρατούσαν σημειώσεις σε μπλοκάκια, ενώ οι κυρίες-βοηθοί τους είχαν μπροστά τους τα laptop και τα iPad.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ