Εθνική ντροπή χαρακτήρισε τα όσα συνέβησαν στη Θεσ/νίκη, ο Κωνσταντίνος Μητσοτάκης, προσκεκλημένος στο στούντιο του ΒΗΜΑ Fm.
Ο επίτιμος πρόεδρος της ΝΔ, εξέφρασε τη λύπη του και χαρακτήρισε εξευτελισμό την επιστροφή του προέδρου της Δημοκρατίας στην Αθήνα μετά τη ματαίωση της στρατιωτικής παρέλασης..
{{{ audio1 }}}
Ο κ. Μητσοτάκης τάχθηκε υπέρ της ψήφισης της νέας δανειακής σύμβασης με 180 βουλευτές, επισημαίνοντας ότι αν πετάξουμε τη συμφωνία τότε θα πάμε σε άναρχη πτώχευση.
Η συμφωνία έχει και θετικά σημεία, τα οποία πρέπει με σοβαρότητα να αξιοποιήσουμε,τόνισε.
Πρόσθεσε ότι πρέπει να υπάρχουν πολιτικοί ηγέτες άξιοι του τίτλου τους και να παίρνουν αποφάσεις, τονίζοντας ότι το μεγάλο πρόβλημα στην Ελλάδα είναι η ανομία και ότι από την κατάλυση του Κράτους θα πληγούν οι ασθενέστεροι.
{{{ audio2 }}}
Ο πρώην πρωθυπουργός επιτέθηκε στη κυβέρνηση λέγοντας ότι δεν υπάρχει κράτος και υπεύθυνη για αυτη την κατάσταση είναι η ηγεσία της χωρας..
Τάχθηκε υπέρ μιας κυβέρνησης Εθνικής Σωτηρίας με επικεφαλής έναν τεχνοκράτη ενώ δήλωσε αντίθετως στην διεξαγωγή πρόωρων εκλογών.
– Εσείς, όταν ξέσπασε ο πόλεμος του 1940, αν θυμάμαι καλά, μόλις είχατε τελειώσει το Πανεπιστήμιο. Έχω πάντα την απορία, ένας άνθρωπος που έζησε αυτόν τον πόλεμο, όταν πλησιάζει η επέτειος, ποια είναι η πρώτη σκηνή που του έρχεται στο μυαλό;
Όταν ξέσπασε ο πόλεμος είχα καταταγεί στη Σχολή Εφέδρων Αξιωματικών Σύρου, πριν από λίγες εβδομάδες. Ήταν αναμενόμενος ο πόλεμος, αλλά οπωσδήποτε ήταν συγκλονιστικό το γεγονός, μας βρήκε μαθητές στη Σχολή. Εκείνη την εποχή έφεδροι πήγαιναν όλοι οι πτυχιούχοι, ήταν το άνθος της ελληνικής νεότητας και οι απόφοιτοι από τις διδασκαλικές ακαδημίες. Είχαμε ένα μεγάλο κομμάτι από δασκάλους μεταξύ των 450 μαθητών που ήμασταν τότε. Είναι αυτή η γενιά του ’40 για την οποία πολλές φορές μιλώ, μια πολύ αξιόλογη γενιά η οποία θυσιάστηκε στα γεγονότα που ακολούθησαν και που πρώτα έλαβε μέρος στον πόλεμο. Θυμάμαι πάντοτε τις μέρες εκείνες στη Σχολή, είχαμε μαζί μας τον Κώστα Δεσποτόπουλο, τον νεαρό και ακμαίο πάντοτε καθηγητή της Φιλοσοφίας μετέπειτα, ο οποίος μας απήγγειλε τη Φοινικιά του Παλαμά τα βράδια όταν μαζευόμαστε, τον Γρηγόρη Λαμπράκη και πολλούς άλλους.
– Έχετε επαφές με κάποιους αυτής της γενιάς;
Κρατήσαμε στην αρχή μεταξύ μας μια επαφή, η οποία σιγά-σιγά χάθηκε. Λιγοστεύαμε και, όταν περνούσε ο καιρός, μαζευόμασταν μάλιστα οι παλιοί συμμαθητές, αλλά στο τέλος ήμασταν πολύ λίγοι και ο ένας δεν ήθελε να βλέπει τον άλλο. Παραγεράσαμε. Αλλά, πάντως, ήταν μια γενιά η οποία πράγματι φάνηκε αντάξια της εποχής εκείνης και των περιστάσεων. Γιατί ήταν μια εποχή ανάτασης, μια εποχή που τη χαρακτήριζε η ενότητα αλλά και το πνεύμα της θυσίας, κάτι το οποίο συγκρινόμενο με σήμερα, είναι κάτι που θα μπορούσε να μας βοηθήσει, που θα μπορούσε να υπάρξει πάλι. Θα σας πω μόνο ότι όταν φεύγαμε, γιατί επισπεύσθηκε η εκπαίδευση και φύγαμε νωρίς για να πάμε στο μέτωπο, πηγαίναμε όλοι γνωρίζοντας ότι θα πάμε διμοιρίτες στην πρώτη γραμμή, μάλιστα τότε μια παρέα από μουσικούς είχε συντάξει ένα θούριο, θυμάμαι ακόμη τους πρώτους στίχους: «Θα πεθάνουμε μια βραδιά μες στη μάχη, οδηγώντας 40 παιδιά, η καλή μας θα μείνει για λίγο μονάχη κι οι μανάδες θα κλαίνε πνιχτά». Έτσι πηγαίναμε. Από τους 450, κανένας δεν ήξερε πού πάει. Πήραμε ένα σημείωμα, εμένα μου γράφανε «2ο Κινητό Έμπεδο», τελικά απεδείχθη ότι ήταν το γερμανικό μέτωπο. Κανένας δεν φρόντισε να ρωτήσει αν μπορεί να πάει αλλού, κανένας δεν ζήτησε κανένα ρουσφέτι, όλοι είχαν αυτό το πνεύμα που εγώ πρωτύτερα τόνισα, το πνεύμα της θυσίας. Κάτι που και σήμερα είναι ζητούμενο. Και προπαντός εκείνη την εποχή ήμασταν ενωμένοι, το έθνος ήταν ενωμένο, παρά το γεγονός ότι είχαμε δικτατορία του Μεταξά. Μου κάνει εντύπωση το πώς αντέδρασε η Κρήτη. Η Κρήτη, ειδικότερα, είχε υποφέρει. Ένα πράγμα που δεν το ξέρει πολύς κόσμος, είναι ότι το καλοκαίρι του 1938 είχε γίνει ένα κίνημα στα Χανιά, επικεφαλής ήταν ο θείος μου Αριστομένης Μητσοτάκης, επικράτησε αλλά επειδή δεν είχε πουθενά αλλού στήριξη, κατεστάλη την ίδια μέρα, αναγκάστηκαν να φύγουν στα βουνά και τελικά και έφυγαν για την Κύπρο, όπου ο Αριστομένης Μητσοτάκης πέθανε εξόριστος. Είχε υποφέρει η Κρήτη από τον Μεταξά κι όμως πρώτη στρατεύτηκε, υπό την ηγεσία του. Ο Ζαχαριάδης έστειλε επιστολή, ο Παναγιώτης Κανελλόπουλος ζήτησε να πάει εθελοντής και πήγε στην πρώτη γραμμή, οι απότακτοι Βενιζελικοί του ’35 όλοι ζητήσανε και οι περισσότεροι έγιναν δεκτοί, το έθνος πάντως ήταν ενωμένο και έτοιμο να δεχτεί θυσίες. Γι’ αυτό ακριβώς πήγαμε καλά.
– Ποιες οι ομοιότητες και διαφορές αυτής της εποχής με τη σημερινή;
Πρώτα απ’ όλα θα σας πω ότι σήμερα η χώρα μας βρίσκεται μπροστά σε ένα μεγάλο κίνδυνο, δεν θέλω να κάνω συγκρίσεις, αλλά πάντως είναι θέμα πολύ βαρύ αυτό το οποίο αντιμετωπίζουμε. Θέμα επιβίωσης της χώρας, επιβίωσης του λαού μας, διότι η πτώχευση αυτή την ώρα θα είχε τραγικές συνέπειες γιατί είναι βέβαιο ότι με την ψυχολογία που υπάρχει σήμερα θα συνοδεύετο από βαθιά κοινωνική αναταραχή, η οποία δεν ξέρω πού μπορούσε να οδηγήσει και εμείς η παλιά γενιά, η δική μου γενιά έχει ζήσει και τον εμφύλιο και ξέρει τι σημαίνει αυτό.
– Είπατε ότι τότε ήμασταν ενωμένοι…
Το πρόβλημα είναι ακριβώς αυτό. Ότι τότε ήμασταν ενωμένοι. Σήμερα, δεν είμαστε. Και το άλλο πρόβλημα ότι τότε υπήρχε προθυμία για την ύψιστη θυσία, να θυσιάσουμε τη ζωή μας, ήμασταν έτοιμοι να πολεμήσουμε και να πεθάνουμε. Σήμερα δεν είμαστε διατεθειμένοι να διαθέσουμε ούτε ένα κομμάτι από την καλοπέρασή μας, χάριν του κοινού καλού.
– Τώρα γίνεστε λίγο άδικος, γιατί υπάρχουν κατηγορίες πολιτών – συνταξιούχοι μισθωτοί – οι οποίοι έχασαν ένα κομμάτι του εισοδήματός τους και δεν διαμαρτύρονται…
Το πρόβλημα δεν είναι τι κάνει ο μεμονωμένος πολίτης. Εγώ καταλαβαίνω ότι αυτό που δημόσια σήμερα φαίνεται, δεν είναι η πραγματικότητα. Δηλαδή, σήμερα, έχουν πάρει το πάνω χέρι και δημιουργούν εντυπώσεις ακραίες τοποθετήσεις που δεν εκφράζουν τον πολύ Έλληνα, τον βουβό, ο οποίος υπομένει και είναι έτοιμος και έχει και ορισμένη κατανόηση. Είναι όμως δύσκολο να εξηγήσεις τι συμβαίνει και να πείσεις σε μια προσπάθεια που είναι εξ’ ορισμού αχάριστη. Διότι αυτό που σήμερα πρέπει να γίνει, είναι να κατεβεί το βιοτικό επίπεδο του λαού, στα επίπεδα τα λογικά.
– Να κατέβει κι άλλο;
Μα, τι θα πει «κι άλλο»; Τι θα πει «λιτότητα»; Εδώ έχουμε πάθει ορισμένες βασικές διαστροφές. Λιτότητα δεν σημαίνει να ζεις πάνω από τις δυνάμεις σου. Να ζεις μόνο με τα χρήματα που έχεις. Θα μου επιτρέψετε να ξαναγυρίσω στο ’40. Το ’40 η Ελλάδα ήταν μικρή, είχε όμως κράτος. Σήμερα, δεν υπάρχει κράτος. Αυτή είναι η τρίτη μεγάλη διαφορά. Κράτος με δικτατορία, έστω, αλλά κράτος που λειτουργούσε. Σας μιλούσα πρωτύτερα για την Κρήτη. Η Κρήτη ήταν μέχρι τέλους αντι-μεταξική, αλλά μου έκανε εντύπωση, δεκαετίες πολλές μετά οι αγρότες και οι κτηνοτρόφοι νοσταλγούσαν την εποχή του Μεταξά γιατί είχε βάλει τάξη στην ύπαιθρο και είχε πολεμήσει τη ζωοκλοπή. Η έννοια της κρατικής εξουσίας είναι πολύ σημαντική. Είναι η τρίτη δυσμενής διαφορά η οποία υπάρχει με την εποχή εκείνη και πρέπει ακριβώς αυτά να τα αντιμετωπίσουμε με περίσκεψη. Πρέπει να πετύχουμε την ενότητά μας. Εκείνη την εποχή το ξέραμε ότι πλέουμε όλοι στο ίδιο σκάφος και ότι κοινή είναι η μοίρα. Σήμερα, δεν το καταλαβαίνουμε. Νομίζουμε ότι μπορούμε να απομονώσουμε τους εαυτούς μας. Δεν μπορούμε.
– Αυτό το λέτε και γι’ αυτά που είδαμε στην τηλεόραση πριν μπούμε στο στούντιο; Είδαμε την παρέλαση να ματαιώνεται από διαμαρτυρίες…
Το λέω για όλα. Και προπαντός γι’ αυτά. Αυτό αποτελεί εθνική ντροπή αλλά αποτελεί κι ένα άλλο δείγμα, ότι δεν υπάρχει κράτος.
– Δεν είστε λίγο σκληρός; Πώς αλλιώς να διαμαρτυρηθεί ο Έλληνας που νιώθει ότι δεν τον υπολογίζει το κράτος;
Είναι ανάγκη να εμποδίσει την εθνική παρέλαση; Δεν καταλαβαίνετε ότι με αυτόν τον τρόπο η Ελλάδα γίνεται παίγνιο, ότι χάνει και τα τελευταία κατάλοιπα της διεθνούς αξιοπιστίας της; Γιατί νομίζετε ότι τον τελευταίο καιρό υπάρχει αυτή η μήνις εναντίον της Ελλάδας; Γιατί διαπίστωσαν, έστω και με καθυστέρηση, οι εταίροι μας ότι δεν έχουμε κράτος. Αλλά ήθελα να προχωρήσω και σε κάτι άλλο. Εκείνη την εποχή η Ελλάδα ήταν απομονωμένη, φτωχή. Δεν είχε φίλους και συμμάχους, δεν είχε εταίρους. Σήμερα ανήκουμε σε μια μεγάλη ενότητα, η οποία μας στηρίζει. Είναι μια πολύ μεγάλη, θετική διαφορά. Και ακόμη τότε είχαμε μια κυβέρνηση η οποία ήταν δικτατορία. Πλην, όμως, πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι ο Μεταξάς προετοίμασε την Ελλάδα. Είχε ένα κράτος, το οποίο είχε πρόβλεψη. Ήταν Προμηθείς και όχι Επιμηθείς οι ηγέτες εκείνης της εποχής, είχαν προετοιμάσει την Ελλάδα για πόλεμο. Αυτό σήμερα το ξέρουμε καλά, το παραδέχονται οι πάντες. Σήμερα δουλεύουμε για το αύριο. Δεν έχουμε ορίζοντα ούτε παραπέρα από το δελτίο των 8. Και χωρίς πρόβλεψη, ένα κράτος δεν πηγαίνει μπροστά.
– Το πρόβλημα του κράτους ποιο είναι; Ότι δεν έχει ηγεσία ανάλογη για τις περιστάσεις ή ότι η δομή του είναι διαλυμένη και κανείς δεν θα μπορούσε να το κάνει κράτος;
Το πρόβλημα του κράτους είναι, σε τελική ανάλυση, η ηγεσία. Το ότι μπορεί η πολιτική ηγεσία να κάνει ό,τι είναι σωστό, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία. Αρκεί να υπάρχουν ηγέτες άξιοι του ονόματός τους, αποφασισμένοι να πάρουν αποφάσεις. Από εκεί και πέρα, δεν έχω παρά να θυμηθώ και πάλι ότι εκείνη την εποχή ο πόλεμος γινόταν με τους εφέδρους, πρωτοστατούσαν οι δάσκαλοι. Οι δάσκαλοι ήταν οι καλύτεροι διμοιρίτες.
– Θέλετε να πείτε ότι πρέπει να επιστρατεύσουμε εφέδρους δασκάλους;
Θέλω να πω, απλώς, ότι πρέπει να προσέξουμε τις Ενοπλες Δυνάμεις και να μη διαλύσουμε ό,τι απόμεινε. Και πρέπει να μείνουμε σταθεροί στην εφεδρεία και να μη δοκιμάζουμε να κάνουμε επαγγελματικό στρατό, σε μια φαληρισμένη χώρα είναι τρελό και να λέγεται. Η μεγάλη και βασική διαφορά, πάντως, είναι ότι εκείνη την εποχή ήμασταν απομονωμένοι. Ήμασταν μόνοι, δεν είχαμε πουθενά να ακουμπήσουμε. Σήμερα, έχουμε…
– Θέλω να μείνουμε λίγο σε αυτά που είδαμε σήμερα στις μαθητικές και στρατιωτικές παρελάσεις. Κάποιος Έλληνας, που νιώθει ότι πιέζεται, πώς αλλιώς μπορεί να διαμαρτυρηθεί; Έχουμε αποδοκιμασίες πολιτικών τις οποίες φαντάζομαι κι εσείς αποδοκιμάζετε…
Καθετί που εξέρχεται της νομιμότητας, το αποδοκιμάζω. Έχω αρκετή πείρα για να ξέρω ότι άμα εγκαταλειφθεί το κράτος, τίποτα δεν μένει όρθιο.
– Ναι, αλλά μην τα φορτώνουμε όλα στις συντεχνίες. Και τα πολιτικά κόμματα αρνούνται να πληρώσουν κι εγκαταλείπουν το κράτος…
Τόσο το χειρότερο. Εγώ θέλω, απλώς, να πω ότι πρέπει να υπάρχει κράτος. Να μείνει αυτή η έννοια και να καταλάβουν όλοι οι Έλληνες ότι η κατάλυση του κράτους λειτουργεί εις βάρος όλων. Κανείς δεν γλιτώνει, η αναρχία πλήττει τους πάντες, εκτός από τους λίγους οι οποίοι θα πάρουν τα λεφτά τους και θα φύγουν στο εξωτερικό.
– Όταν γεμίζει η λεωφόρος με διαμαρτυρόμενους, μπορεί το κράτος να αμυνθεί με κάποιο τρόπο;
Πρώτα απ’ όλα γιατί να κινούν πολιτικά κόμματα ή συνδικαλιστικές οργανώσεις ή όποιες οργανώσεις διαδηλώσεις την ώρα της εθνικής παρέλασης; Αυτό ήδη αποτελεί την πρώτη ντροπή. Και, δεύτερον, βεβαίως μπορεί το κράτος να εμποδίσει. Δεν επιτρεπόταν ποτέ να υποστούμε αυτό τον εξευτελισμό, να γυρίσει πίσω ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας. Καταλαβαίνετε τι αντίκτυπο θα έχει σε όλο τον κόσμο; Θα είναι η πρώτη είδηση για πολύ καιρό και οι πάντες θα γίνουμε καταγέλαστοι.
– Αποδοκιμάζετε κι εσείς φαντάζομαι τις αποδοκιμασίες που δέχτηκε σήμερα ο Πρόεδρος…
Αποδοκιμάζω όλη αυτή την υπόθεση. Και τις αποδοκιμασίες και το γεγονός ότι τον ανάγκασαν να φύγει και ότι εμπόδισαν την παρέλαση. Αυτό αποτελεί προσβολή για όλους μας.
– Κύριε Πρόεδρε, θα ήθελα τώρα να δούμε κι αυτά που συνέβησαν και την περασμένη βδομάδα στην Ευρώπη. Είχαμε μια απόφαση η οποία – αρχικώς – μοιάζει λυτρωτική, αναδιαρθρώθηκε το χρέος μας έτσι ώστε να μη μας επιβαρύνει με την εξυπηρέτησή του, πήραμε ένα μεγάλο δάνειο, υπάρχουν όμως πολύ μεγάλες αντιρρήσεις για το εάν η χώρα μπορεί να βγει από την κρίση ή όχι – και για το αν η ελληνική οικονομία μπορεί να ορθοποδήσει με αυτή τη βοήθεια ή όχι…
Το πρώτο που θέλω να πω είναι, γι’ αυτό το τόνισα και πρωτύτερα, ότι η Ελλάδα σήμερα δεν είναι η Ελλάδα του 40΄, είναι η Ελλάδα των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων. Ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία την οποία σημειώσαμε τα τελευταία 50 χρόνια, διότι αυτό μας δίνει μια ασφάλεια και δεν είμαστε πλέον η απομονωμένη χώρα που ήμασταν στο παρελθόν.
– Λέτε ότι ήταν επιτυχία το ότι μπήκαμε στην Ευρώπη, όχι ότι ήταν η μεγαλύτερη επιτυχία το ότι πήραμε τη βοήθεια…
Επιτυχία ότι έχουμε πλέον εταίρους, έχουμε κάποιους με τους οποίους να μιλήσουμε. Μπορούσαμε να μην είχαμε κι αν δεν είχαμε καταλαβαίνετε το τι θα είχε συμβεί. Από κει και πέρα, αυτό που θα ήθελα να πω εγώ είναι ότι σε όλη την περιπέτεια της Ελλάδας που οφείλεται σε δικά μας λάθη, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία, κανείς δεν μας επέβαλε να δημιουργήσουμε αυτό το τεράστιο χρέος, εμείς ξοδεύαμε παραπάνω για να περάσουμε καλύτερα. Σε όλη αυτή την περιπέτειά μας στάθηκε η Ευρώπη. Εγώ πιστεύω και σήμερα ότι η Ευρώπη έκανε ό,τι καλύτερο μπορούσε. Είναι αστεία η συζήτηση με τον τρόπο που γίνεται στην Ελλάδα, με συγχωρείτε που θα το πω έτσι ωμά: Το πρόβλημα δεν είναι αν είναι καλή ή επαρκώς καλή, διότι κανείς δεν αρνείται ό,τι πλεονεκτήματα έχει, το πρόβλημα είναι τι θα γινόταν αν δεν την είχαμε, αν δεν είχαμε δηλαδή την Ευρώπη, αν δεν είχαμε τους εταίρους και αν δεν κάναμε συμφωνία ή ακόμα αν οι ίδιοι οι Ευρωπαίοι δεν ενδιαφερόντουσαν και μας άφηναν στην τύχη μας. Δεν είχαμε να διαλέξουμε, δεν υπήρχε τίποτα άλλο καλύτερο. Στην Ελλάδα, δυστυχώς, αυτό το έχω διαπιστώσει από μακρά εμπειρία όλα αυτά τα μακρά χρόνια που ασχολούμαι με τα κοινά, δεν υπάρχει παρά το μαύρο και το άσπρο, το λιγότερο καλό δεν υπάρχει. Εάν, δηλαδή, δεν είναι επαρκώς καλή αυτή η συμφωνία πρέπει να την πετάξουμε; Αν όμως την πετάξουμε αυτή τη συμφωνία, πού θα πάμε; Στην άναρχη πτώχευση, που το είπα και πρωτύτερα, αποτελεί συμφορά για τον τόπο, δεν πρέπει να επιτρέψουμε ποτέ αυτό να γίνει. Άμα ξεκινήσουμε από αυτή τη βάση θα πούμε ότι βέβαια είναι ένα κέρδος αυτή η συμφωνία, έχει πολλά συν. Το ότι συνοδεύεται από πολλά ερωτηματικά και πολλά μειονεκτήματα, είναι βέβαιο. Τι πρέπει να κάνει μια σοβαρή χώρα, που πρέπει να είμαστε μια σοβαρή χώρα. Να πάρει τα πλεονεκτήματα και να κοιτάξει να μειώσει και να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά τα μειονεκτήματα, ώστε να λειτουργήσει κατά το δυνατόν θετικά. Σε τελική ανάλυση, αγαπητέ μου κύριε Χιώτη, τα πράγματα είναι πολύ απλά. Η Ευρώπη μας βοηθά αυτή την ώρα να επιβιώσουμε, μας δίνει μια ανάσα. Εμείς πρέπει να φτάσουμε στο σημείο να αποκτήσουμε αυτό που εγώ το είχα πετύχει ως πρωθυπουργός και το έλεγα τότε και κανείς δεν καταλάβαινε τι έλεγα: Πρωτογενές πλεόνασμα, το οποίο σημαίνει, κύριε Χιώτη να ζούμε με τα λεφτά που έχουμε.
– Κάτι που το έχει υποσχεθεί ο κύριος Βενιζέλος για το τέλος του 2012…
Ακριβώς. Το έχει υποσχεθεί ο κύριος Βενιζέλος, το δέχονται οι πάντες και κανείς δεν μπορεί να έχει αντίρρηση. Φαντάζομαι ούτε ο κύριος Τσίπρας, ο οποίος ξιφουλκεί με ευκολία, θα είχε αντίρρηση να ζούμε με τα λεφτά που έχουμε και να μην παρακαλούμε, να γινόμαστε ικέτες, να μας δανείζουν αγύριστα.
– Θα το πετύχει, πιστεύετε;
Εγώ πιστεύω ότι αν το αντιμετωπίσουμε σοβαρά, αν αποκτήσουμε κράτος, επανέρχομαι πάλι στην έννοια του κράτους, διότι όταν συμβαίνουν αυτά που συμβαίνουν σήμερα μην περιμένετε τίποτα, κύριε Χιώτη.
– Λέτε ότι αυτή η κυβέρνηση δεν μπορεί να το πετύχει;
Δεν θέλω να μπω σε αυτές της λεπτομέρειες σήμερα. Σήμερα είναι μέρα γιορτής. Ας αρκεστούμε στις ιστορικές παρατηρήσεις και στις ιστορικές συγκρίσεις.
– Διάβασα χτες μια δήλωση του κυρίου Καρατζαφέρη που λέει ότι «Στην εθνική μας επέτειο μάς έλαχε, μετά από 71 χρόνια, να ζήσουμε πάλι εποχή κηδεμονίας». Δεν ξέρω αν συμφωνείτε και αν θεωρείτε ότι αυτή η αυξημένη επιτήρηση είναι εκχώρηση εθνικών κυριαρχικών δικαιωμάτων ή όχι…
Ο φίλος μου ο Γιώργος Καρατζαφέρης συνηθίζει τις υπερβολές. Δεν πρέπει να τα παίρνουμε στα σοβαρά αυτά που λέει. Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι δεν αποτελεί μείωση εθνικής κυριαρχίας ειδικά αυτή η συμφωνία, παρά το γεγονός που οι Έλληνες πρέπει να το ξέρουν, ότι η συμμετοχή μας στην Ευρώπη και η συνθήκη του Μάαστριχ, που εγώ υπέγραψα, αποτελούσε μείωση της εθνικής κυριαρχίας. Πρέπει να καταλάβουμε εμείς οι Έλληνες, αν θέλουμε την Ευρώπη ή δεν τη θέλουμε. Όταν λέμε ότι θέλουμε να φτιάξουμε μεγαλύτερο κράτος και σιγά-σιγά να ενισχύσουμε την ενότητα της Ευρώπης, όταν λέμε ότι θέλουμε η οικονομική πολιτική κατά το δυνατόν κοινή, το ενιαίο νόμισμα κι αυτό ήταν πράγματι αδυναμία του Μάαστριχ, δεν αντέχει χωρίς ταυτόχρονη ενιαία οικονομική πολιτική, τι εννοούμε; Πώς θα μειώσουμε, αντίστοιχα, την εθνική μας κυριαρχία; Είναι καιρός να σταματήσει αυτή η υπερβολική, να μη χρησιμοποιήσω άλλη λέξη σήμερα…
– Καταλαβαίνω, από αυτά που λέτε, από τη στιγμή που θεωρείτε φυσιολογική εξέλιξη αυτή τη δανειακή σύμβαση, έστω κι αν εκχωρούμε κάποια από τα δικαιώματά μας…
Όχι, δεν εκχωρούμε δικαιώματα, να είμαστε σαφείς. Η επίβλεψη η οποία γίνεται υπάρχει και σήμερα και νομίζω ότι είναι καλύτερα. Αυτό το επιχείρημα το δέχομαι. Είναι καλύτερα να προλαβαίνουμε παρά εκ των υστέρων να τιμωρούμε. Να το πω και καλύτερα: Τα δύο χρόνια που χαθήκανε κατά μεγάλο μέρος, εάν εγκαίρως είχε η τρόικα -αντί να έρθει εκ των υστέρων να μας καταδικάζει- μεριμνήσει να μη γίνουν τα λάθη και πετύχει έστω κατά μέρος να μη γίνουν τα λάθη, θα ήταν καλύτερα για όλους μας.
– Αντιλαμβάνομαι ότι θεωρείτε περιττή και τη συζήτηση για το αν πρέπει να ψηφιστεί η νέα σύμβαση, με αυξημένη πλειοψηφία 180 βουλευτών…
Το ερεύνησα το θέμα. Συνταγματικά, δεν απαιτείται. Το αντίθετο είχε ισχύσει για το Μάαστριχτ. Πλην, όμως, είναι ευκταίο. Καλύτερα είναι να γίνει έτσι. Πρέπει να αποφασίσουμε τι θέλουμε. Αν εξακολουθήσουμε καθένας να τραβάει το σκοινί, δεν θα πάμε πουθενά. Πρέπει να κάνουμε αμοιβαίες υποχωρήσεις. Το δίκαιο, είναι σχετική έννοια. Όλοι νομίζουμε ότι έχουμε δίκιο. Σε τελική ανάλυση, το πολίτευμά μας έχει καθορίσει κατά ποιον τρόπο λύνονται αυτά τα θέματα. Αν καθένας νομίζει ότι, επειδή έχει δίκιο, πρέπει να διαλύει το κράτος, πάμε στην αναρχία. Πρέπει να το αποφασίσουμε, η δημοκρατία μας θα προστατευθεί, θα λειτουργήσει. Και ακόμη και ο αδικούμενος είναι υποχρεωμένος να δεχτεί την αδικία, δεν μπορεί να πάρει ένα πιστόλι και να σκοτώνει. Αυτό είναι η έννοια της σημερινής οργανωμένης και δημοκρατικής πολιτείας. Γι’ αυτό πιστεύω ότι είναι ευκταίο να ψηφιστεί από περισσότερους. Έχω το σαφές αίσθημα ότι αυτοί που θα καταψηφίζουν, το κάνουν διότι έχουν τη σιγουριά ότι υπάρχουν κάτι άλλοι 151 οι οποίοι θυσιάζονται και ψηφίζουν.
– Καταλαβαίνω ότι δεν θέλετε να ανοίξουμε πολιτικά θέματα. Δεν μπορώ όμως να αντισταθώ στον πειρασμό. Είπατε ότι η μεγάλη διαφορά με το 1940 ήταν ότι ο λαός ήταν ενωμένος. Αυτή η κυβέρνηση καταλαβαίνω ότι δεν μπορεί πια να ενώσει το λαό, παρά τις προσπάθειες του πρωθυπουργού, διότι τα μέτρα είναι βαριά. Και, κυρίως, δεν πείθει ότι μπορεί να υλοποιήσει όλα αυτά που υποσχέθηκε για να πάρει την ευρωπαϊκή βοήθεια. Πιστεύετε ότι αυτή η κυβέρνηση μπορεί να αντέξει για να υλοποιήσει αυτό το πρόγραμμα ή θα πρέπει να αντικατασταθεί από κάποια άλλη;
Εγώ το έχω πει από την αρχή. Τον Ιανουάριο, πέρυσι, είχα προτείνει τη συγκρότηση κυβέρνησης εκτάκτου ανάγκης, υπό τον πρόεδρο της σημερινής κυβέρνησης. Και είχα προτείνει να χρησιμοποιήσει ευρύ φάσμα από τον ευρύτερο χώρο του ΠΑΣΟΚ, τους πιο κατάλληλους ανθρώπους. Σήμερα πρέπει να κάνουμε ένα βήμα παραπέρα και να πάμε σε μια κυβέρνηση ακόμη πιο ευρεία, η οποία να έχει και τη στήριξη τουλάχιστον της Νέας Δημοκρατίας, αλλά και άλλων, μικρότερων πολιτικών δυνάμεων. Μια κυβέρνηση εκτάκτου ανάγκης, η οποία πρέπει να αντιμετωπίσει το πρόβλημα με τρόπο αποφασιστικό, γιατί είναι δύσκολη δουλειά αυτή που έχουμε να κάνουμε. Και ο λαός έχει δίκιο που είναι οργισμένος, αλλά είναι και σε σύγχυση. Γι’ αυτό πιστεύω ότι τώρα δεν είναι η ώρα για να κάνουμε εκλογές, διότι ο λαός σήμερα δεν γνωρίζει εύκολα τι είναι το καλύτερο. Γι’ αυτό έχουμε χρέος όλοι, εμπνεόμενοι και από το παράδειγμα του ’40, να βρεθούμε ενωμένοι. Να αναζητήσουμε αυτά που μας ενώνουν και που είναι πολλά και να μην αγωνιζόμαστε να βρούμε διαφορές εκεί που, ενδεχομένως, δεν υπάρχουν.
– Κυβέρνηση εθνικής σωτήριας, κύριε Πρόεδρε, με πρόεδρο κάποιον από τους πολιτικούς αρχηγούς που υπάρχουν σήμερα στη Βουλή;
Όχι. Με κάποιον τρίτον, με κάποιον Ζολώτα…
– Τεχνοκράτη ή με θητεία στην πολιτική;
Δεν θα πω παραπέρα…
– Πιστεύετε ότι ένας απλός τεχνοκράτης μπορεί να αντιμετωπίσει σήμερα τις αντιδράσεις όλων αυτών των συντεχνιών;
Δεν θα το κάνει ο ένας, κύριε Χιώτη. Σήμερα, εκείνο το οποίο λείπει είναι η αίσθηση ότι πίσω από την κυβέρνηση υπάρχει ισχυρή υποστήριξη μεγάλου μέρους του πολιτικού κόσμου και αν ο λαός μας βρίσκεται σε σύγχυση και παραπαίει και σφάλει ένα κομμάτι του όταν κάνει αυτές τις εκδηλώσεις σαν και τις σημερινές, οφείλεται στο γεγονός ότι αφήνουμε το ένα κόμμα μοναχό και εκείνοι που συμφωνούν μαζί του δεν το λένε. Το γεγονός ότι δεν πάμε να ψάξουμε να βρούμε μια ευρύτερη ενότητα και να κάνουμε μια άθροιση των δυνάμεων. Είναι πιο εύκολο να γίνει άθροιση σήμερα από ό,τι θα ήταν να γίνει μετά τις εκλογές, που θα γίνει. Διότι οι εκλογές εγκυμονούν κίνδυνο, είναι ένας κάβος ο οποίος δεν μπορούμε να τον περάσουμε καν χωρίς συμφορά.
– Πάντως, αυτήν τη συνεννόηση που περιγράφετε, την αρνούνται. Τόσο το ΠΑΣΟΚ, όσο και η Νέα Δημοκρατία…
Μπορεί. Αλλά το αρνούνται τώρα, μπορεί αύριο και μόνο από τα γεγονότα αυτά τα σημερινά που έγιναν να διδαχτούν ότι πρέπει να κάνουν κάτι καλύτερο.
– Αν εξακολουθήσει να την αρνείται η κυβέρνηση, ο Γιώργος Παπανδρέου πιστεύετε ότι μπορεί να βγάλει αυτόν το χειμώνα ή όχι;
Όχι, δεν θέλω να προχωρήσω, κύριε Χιώτη…
– Θέλω να σας ρωτήσω και κάτι τελευταίο, πριν κλείσουμε την σημερινή μας συζήτηση, για την οποία σας ευχαριστώ και πάλι. Θέλω να μου πείτε τι θα λέγατε στον κύριο που έστειλε πριν από λίγο ένα μήνυμα και λέει: «Είπατε πως πρέπει να δεχτώ τη λιτότητα. Εγώ εργάζομαι σε ένα εργοστάσιο, κοπιάζω για τα προς το ζην. Σε ποιον να πιστέψω; Μετά από τόσα σκάνδαλα, χωρίς να δω ούτε έναν πολιτικό ή κάποιον υπεύθυνο να πηγαίνει στη φυλακή να δικάζεται. Γιατί να πιστέψω στο πολιτικό σύστημα; Τι του απαντάται αυτού του κυρίου;».
Ότι έχει δίκιο. Και για αυτό ακριβώς προσθέτω ότι μέσα στα σχέδια τα οποία πρέπει να έχουμε – γιατί σας είπα προηγουμένως ότι πρέπει να είμαστε λίγο Προμηθείς – να βλέπουμε και πέρα από τη μύτη μας. Είναι απόλυτη ανάγκη – εγώ το λέω σήμερα, αν και τα έχω ξαναπεί κι άλλη φορά – η επόμενη Βουλή να είναι αναθεωρητική με συμφωνία των κομμάτων και την έγκριση του λαού που θα ψηφίσει, διότι αυτή η επαίσχυντη νομοθεσία – που υπάρχει σήμερα και που δεν αλλάζει με τον απλό νόμο, απλώς κοροϊδεύουμε τον κόσμο – πρέπει να περάσει, πρέπει οι πολιτικοί να δίνουν λόγο, όπως οι απλοί πολίτες. Γι’ αυτό και μόνο γι’ αυτό, πρέπει να κάνουμε την αναθεώρηση.