Στην «απόπειρα της αστικής και οπορτουνιστικής προπαγάνδας και ιστοριογραφίας που παίρνουν δήθεν υπό την προστασία τους τον Αρη για να επιτεθούν στο ΚΚΕ» αποδίδει ο Περισσός τις αλγεινές εντυπώσεις που προκλήθηκαν από την απόφαση της ηγεσίας του κόµµατος να αποκαταστήσει πολιτικά τον πρωτοκαπετάνιο του ΕΛΑΣ, όχι όµως και κοµµατικά! Στην απόφαση που ελήφθη στην Πανελλαδική Συνδιάσκεψη που συγκάλεσε το ΚΚΕ τον περασµένο Ιούλιο, όπου εγκρίθηκε ο δεύτερος τόµος του ιστορικού δοκιµίου για την πορεία και δράση του κόµµατος κατά την περίοδο 1949-1968 και η οποία δηµοσιεύεται µε καθυστέρηση δύο µηνών στο θεωρητικό και πολιτικό περιοδικό της Κεντρικής Επιτροπής (ΚΕ) του ΚΚΕ «Κοµµουνιστική Επιθεώρηση» που κυκλοφορεί, µαζί µε τις αποφάσεις για την πλήρη πολιτική και κοµµατική αποκατάσταση του Νίκου Ζαχαριάδη και του στελέχους του παράνοµου µετεµφυλιακού κοµµατικού µηχανισµού Νίκου Βαβούδη, τονίζεται ότι «είχε δίκιο (ο Αρης Βελουχιώτης) ως προς την εκτίµηση που έκανε για τη Συµφωνία της Βάρκιζας», αλλά συµπεραίνεται ότι η άρνησή του να παραδώσει τα όπλα, όπως προέβλεπε η Συµφωνία για τους µαχητές του ΕΛΑΣ, «δεν δικαιώνει τη στάση του απέναντι στη συλλογική θέση του κόµµατος και την παραβίαση από αυτόν της κοµµατικής πειθαρχίας»! Το πλήρες κείµενο του δοκιµίου, το σχέδιο του οποίου είχε παρουσιάσει «Το Βήµα», αναµένεται να εκδοθεί σε ξεχωριστό τόµο εντός του προσεχούς Νοεµβρίου. Ως τότε η ηγεσία του ΚΚΕ αποφάσισε να δώσει στη δηµοσιότητα τις προαναφερθείσες τρεις αποφάσεις που έλαβε η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη µαζί µε τον πρόλογο και την εισαγωγή της ΚΕ του κόµµατος στο δοκίµιο. Στην απόφαση για τον Αρη Βελουχιώτη επισηµαίνεται ότι «αντιτάχθηκε στη Συµφωνία της Βάρκιζας και τη χαρακτήρισε λαθεµένη», καθώς και ότι «στο διάστηµα Φεβρουάριος – Απρίλιος 1945 ανέλαβε µε δική του ευθύνη πρωτοβουλίες για τη συγκρότηση νέου αντάρτικου στρατού, παρά την αντίθετη απόφαση του ΚΚΕ», µε αποτέλεσµα να διαγραφεί κατά την 11η Ολοµέλεια της ΚΕ τον Απρίλιο του 1945 και να αποκηρυχθεί από το ίδιο του το κόµµα.
Η ρήξη με την ηγεσία
Ο Αρης είχε ταχθεί σθεναρά υπέρ της συνέχισης της ένοπλης δράσης θεωρώντας αδικαιολόγητη την υποχωρητική στάση των ηγεσιών του ΕΑΜ και του ΚΚΕ στο πλαίσιο της Συµφωνίας της Βάρκιζας (12 Φεβρουαρίου 1945), η οποία επήλθε µετά την ήττα του ΕΛΑΣ κατά την ένοπλη σύγκρουση του ∆εκεµβρίου 1944 µε τους Βρετανούς και τις κυβερνητικές δυνάµεις, προέβλεπε τον αφοπλισµό όλων των ένοπλων ανταρτικών οµάδων, την ανασύνταξη του Εθνικού Στρατού, την εκκαθάριση του κρατικού µηχανισµού από τους δοσίλογους, αµνηστία για τα πολιτικά αδικήµατα, δηµοψήφισµα για το πολιτειακό ζήτηµα και εκλογή Συντακτικής Συνέλευσης για την κατάρτιση νέου Συντάγµατος. Αποτέλεσµα ήταν να εξαπολυθεί ένα άγριο ανθρωποκυνηγητό από οµάδες παρακρατικών, ταγµατασφαλιτών και συνεργατών των Γερµανών κατά χιλιάδων αγωνιστών της Αντίστασης κατά του κατακτητή. Ο Βελουχιώτης είχε εκπονήσει σχέδιο για την κατάληψη της Αθήνας αµέσως µετά την αποχώρηση των Γερµανών, προτού οι Βρετανοί προλάβουν να ελέγξουν την κατάσταση, ενώ µετά τη Συµφωνία της Βάρκιζας εξήγγειλε αυτοβούλως τη δηµιουργία Μετώπου Εθνικής Ανεξαρτησίας (ΜΕΑ) και τη συνέχιση του ένοπλου αγώνα. Ο εκτελών τότε χρέη γραµµατέα του ΚΚΕ Γιώργης Σιάντος είχε εµµείνει στη στάση της «αναµονής» µε το προκάλυµµα της «µαζικής πολιτικής δράσης» και απευθυνόµενος στον Βελουχιώτη µε επιστολή του στις 3 Μαρτίου 1945 του έγραφε: «Σου συνιστούµε να ξανασκεφθείς καλά αυτό το ζήτηµα», ενώ παράλληλα σε µια προσπάθεια να τον θέσει υπό τον κοµµατικό έλεγχο τον είχε καλέσει στην Αθήνα «ως εφεδρεία» ή σε αντίθετη περίπτωση του είχε ζητήσει να παραµείνει κρυµµένος.
Εκείνος δεν υπάκουσε και τον ίδιο µήνα έστειλε επιστολή προς τα µέλη της ΚΕ στην οποία διατύπωνε τις διαφωνίες του. Ακολούθησε η διαγραφή του, η οποία ωστόσο παρέµεινε κρυφή, για να δηµοσιευθεί στον «Ριζοσπάστη» δύο µήνες αργότερα (Σάββατο 16 Ιουνίου 1945, την ηµέρα που άφηνε την τελευταία του πνοή αυτοκτονώντας στη χαράδρα του Φάγγου, στη Μεσούντα Αρτας, περικυκλωµένος από άνδρες της Εθνοφυλακής και παρακρατικούς συµµορίτες) η ανακοίνωση του Πολιτικού Γραφείου, η οποία ανέφερε: «Ο Κλάρας, αφού µια φο ρά πρόδωσε και αποκήρυξε το ΚΚΕ επειδή λύγισε µπροστά στην τροµοκρατία του Μανιαδάκη, ξαναζήτησε στον καιρό του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα να ξαναγοράσει µε το αίµα του την προδοσία του εκείνη που αναγνώρισε και καταδίκασε. Το ΚΚΕ τούδωσε τη δυνατότητα αυτή. Σήµερα, όµως, σε µια δύσκολη και κρίσιµη στιγµή, από δειλία και φόβο, παρά τις υποσχέσεις και τη συµφωνία που στα λόγια έδειξε, απειθαρχεί πάλι, ξαναπροδίδει το ΚΚΕ µε την τυχοδιωκτική και ύποπτη στάση του που µονάχα τον εχθρό ωφελεί. Στο ΚΚΕ δεν έχει θέση κανένας οσοδήποτε ψηλά κι αν στέκει και οσοδήποτε µεγάλος κι αν είναι, όταν οι πράξεις του δεν συµβιβάζονται µε το κοινό συµφέρον και όταν παραβιάζεται η δηµοκρατική εσωκοµµατική πειθαρχία».
Στην απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για την πολιτική αποκατάστασή του γίνεται αναφορά σε µια άλλη ανακοίνωση, τρεις ηµέρες µετά (19 Ιουνίου 1945) τον τραγικό θάνατο του αρχικαπετάνιου του ΕΛΑΣ, που δηµοσιεύθηκε στον «Ριζοσπάστη» υπό τον τίτλο «∆εν έχουν το δικαίωµα» και στην οποία αναφερόταν: «Ο τόσο τραγικός θάνατος του Αρη Βελουχιώτη προκαλεί θλίψη ανάµεσα στους πραγµατικούς πατριώτες, αγωνιστές της εθνικής ιδέας. Γιατί, ανεξάρτητα από τη θέση που πήρε µετά τη Συµφωνία της Βάρκιζας, θέση που αντικειµενικά εξυπηρετούσε την αντίδραση, δεν µπορεί και δεν επιτρέπεται να ξεχνάει κανείς ότι ο Αρης Βελουχιώτης ήταν ένας από τους πρωτοπόρους του αγώνα της Αντίστασης και από τους πρωταθλητές στην οργάνωση του αντάρτικου κινήµατος…». Από την απόφαση για την πολιτική αποκατάσταση του Αρη Βελουχιώτη απουσιάζει κάθε αναφορά σχετικά µε ευθύνες του Νίκου Ζαχαριάδη, ο οποίος από τις 29 Μαΐου 1945 είχε επι στρέψει στην Ελλάδα µετά τον εγκλεισµό του (1941-1945) στο κάτεργο του Νταχάου, αναλαµβάνοντας και πάλι τα ηνία του κόµµατος. Δεν επιχειρείται καν µια ερµηνεία της στάσης που κράτησε έναντι του Αρη, υιοθετώντας πλήρως τη θέση του Σιάντου στην πιο κρίσιµη καµπή για τη µοίρα του ηγέτη του ΕΛΑΣ και συµβόλου της Αντίστασης κατά των κατακτητών, ο οποίος θεωρούσε µαταίως πως θα µπορούσε να πείσει τον Ζαχαριάδη για τις απόψεις του, γι’ αυτό και επεδίωξε συνάντηση µαζί του, δίχως ωστόσο να τα καταφέρει.
Ετσι στις 12 Ιουνίου 1945 ένα µονόστηλο στη δεύτερη σελίδα του «Ριζοσπάστη» θα του διαλύσει κάθε αυταπάτη: «Ο σ. Ζαχαριάδης µας ανεκοίνωσε ότι η ΚΕ του ΚΚΕ, αφού συζήτησε πάνω σε εκθέσεις που ήλθαν από διάφορες κοµµατικές οργανώσεις, αποφάσισε να καταγγείλει ανοικτά την ύποπτη και τυχοδιωκτική δράση του Αρη Βελουχιώτη (Θανάση Κλάρα ή Μιζέρια). Ο Βελουχιώτης και ύστερα από τη σύναψη της Συµφωνίας της Βάρκιζας συνέχισε τη δράση του. Η δράση αυτή, που µονάχα την αντίδραση µπορούσε να εξυπηρετήσει, γιατί της έδινε όπλα για να κτυπά το ΚΚΕ, να παραβιάζει τη Συµφωνία της Βάρκιζας και να δικαιολογεί τα εγκλήµατά της, δεν επιτρέπει πια καµµιά καθυστέρηση για την ανοιχτή καταγγελία του Αρη Βελουχιώτη».
Μάλιστα η τότε ηγεσία υπερηφανευόταν για τους χειρισµούς της: «Το γεγονός αυτό είνε κάτι πρωτοφανές για τους φαυλοκράτες της Αντίδρασης. Ποτέ ελληνικό πολιτικό κόµµα δε µας συνήθισε µε τέτοιου είδους πράξεις, όπως αυτή που έκανε χωρίς δισταγµό το κόµµα, κι αυτό πιστοποιεί για µία ακόµα φορά την ανώτερη πολιτική ηθική µε την οποία είνε διαποτισµένο το ΚΚΕ» έγραφε ο «Ριζοσπάστης».
Το γεγονός της διαγραφής του Βελουχιώτη δεν ήταν πια µυστικό, ενώ στο εσωκοµµατικό επίπεδο οι οργανώσεις του ΚΚΕ είχαν ενηµερωθεί ήδη για το εµπιστευτικό γράµµα που είχε σταλεί από την Αθήνα µετά την 11η Ολοµέλεια µε στόχο την πλήρη αποµόνωσή του _ «Ούτε ψωµί ούτε νερό στον δηλωσία Μιζέρια – Αρη» ήταν το µήνυµα. Στην απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης επισηµαίνεται ότι µετά τον θάνατο του Αρη και ως την 7η Ολοµέλεια της ΚΕ (το 1950) «το ΚΚΕ δεν είχε τοποθετηθεί εναντίον της Συµφωνίας της Βάρκιζας και την αποκαλούσε “αναγκαίο ελιγµό”». Ωστόσο αναφέρεται ότι τον Μάρτιο του 1962 δηµοσιεύθηκε στο περιοδικό «Νέος Κόσµος» άρθρο µέλους του τότε Πολιτικού Γραφείου στο οποίο γινόταν λόγος για αποκατάσταση σειράς κοµµατικών στελεχών, µεταξύ των οποίων και ο Βελουχιώτης. Συγκεκριµένα αναφερόταν ότι «η ΚΕ ακύρωσε αποφάσεις της παλιάς καθοδήγησης για διαγραφή ή καθαίρεση µελών της ΚΕ που αποδείχτηκαν αβάσιµες και αδικαιολόγητες. Ταυτόχρονα αποκατέστησε τη µνήµη των συντρόφων (…) Αρη Βελουχιώτη (…) κ.ά.». Εχει ενδιαφέρον πάντως ότι τέτοια απόφαση δεν έχει βρεθεί στο Αρχείο του ΚΚΕ, όπως σηµειώνεται στην απόφαση, αν και υπογραµµίζεται ότι από την αρχή της δεκαετίας του 1960 και µετά «υπήρξαν πράξεις πολιτικής αποκατάστασης του Αρη που ουσιαστικά απέρριπταν τις κατηγορίες σε βάρος του ως προβοκάτορα κ.ά.».
Σε κάθε περίπτωση η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη απεφάνθη ότι ο Βελουχιώτης «είχε δίκιο ως προς την εκτίµηση που έκανε για τη Συµφωνία της Βάρκιζας» και ότι «στη λαϊκή συνείδηση είναι ταυτισµένος µε την ηρωική πορεία του ΚΚΕ, τον αγώνα για την ανατροπή της ιµπεριαλιστικής βαρβαρότητας». Υπογραµµίζεται µάλιστα ότι «ο Αρης Βελουχιώτης τάχθηκε υπέρ της ένοπλης πάλης που την απορρίπτουν όσοι επιχειρούν να τον οικειοποιηθούν». Κατά τα λοιπά, η Συνδιάσκεψη επικρότησε την άποψη της ηγεσίας του κόµµατος όπως αυτή είχε διατυπωθεί στο σχέδιο δοκιµίου επί του οποίου έγινε µακρά συζήτηση στις οργανώσεις του ΚΚΕ σχετικά µε τη µη κοµµατική αποκατάσταση του οργανωτή του ΕΛΑΣ. Οπως αναφέρεται στην απόφαση, η διαφωνία του µε τη Συµφωνία της Βάρκιζας δεν δικαιώνει τη στάση απειθαρχίας του, ενώ του αποδίδεται ότι αξιοποίησε ο ίδιος «τη φήµη και τον σεβασµό που είχε κατακτήσει την προηγούµενη περίοδο ως καπετάνιος του ΕΛΑΣ και στέλεχος του ΚΚΕ»! «Η στάση του αυτή, που αποτέλεσε ρήξη µε τη θεµελιώδη αρχή του δηµοκρατικού συγκεντρωτισµού, δεν καθιστά δυνατή τη µετά θάνατο αποκατάσταση και της κοµµατικής του ιδιότητας» καταλήγει η απόφαση, παρά τον έντονο προβληµατισµό και τις συζητήσεις που υπήρξαν στο εσωτερικό του κόµµατος σχετικά µε την αντιµετώπιση που επιφυλάχθηκε στην ηγετική µορφή του ΕΛΑΣ και σύµβολο της Εθνικής Αντίστασης.
Η Πανελλαδική Συνδιάσκεψη ακύρωσε όλες τις αποφάσεις της 6ης και της 7ης Ολοµέλειας της ΚΕ του ΚΚΕ (1956 και 1957 αντιστοίχως) σε βάρος του Νίκου Ζαχαριάδη, καθώς και τα πορίσµατα του 1964 και του 1967 σχετικά µε την υπόθεσή του και υιοθέτησε την πρόταση της ηγεσίας αποφασίζοντας «την πλήρη αποκατάστασή του στο ΚΚΕ». Οπως αναφέρεται ρητά στην απόφαση, η καθαίρεση και η διαγραφή του, που δροµολογήθηκαν στις προαναφερθείσες Ολοµέλειες έπειτα από διεθνή παρέµβαση έξι «αδελφών» κοµµάτων στο πλαίσιο της λεγόµενης «αποσταλινοποίησης» που εγκαινιάστηκε µε το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ επί Χρουστσόφ (1956), «ήταν πράξεις άδικες». «Η κατηγορία εναντίον του για συνεργασία µε τον εχθρό ήταν πράξη συκοφαντική, ενώ οι κατηγορίες για καλλιέργεια της προσωπολατρίας και για την εγκαθίδρυση στο ΚΚΕ ανώµαλου εσωκοµµατικού καθεστώτος αποτελούσαν προπέτασµα καπνού και πρόσχηµα για να περάσει στην πλειοψηφία των µελών της ΚΕ και του κόµµατος η δεξιά οπορτουνιστική στροφή» υπογραµµίζεται.
Επίσης στιγµατίζονται τα πορίσµατα που εγκρίθηκαν από την ΚΕ του ΚΚΕ το 1964 και το 1967 τα οποία ανέφεραν: το µεν πρώτο ότι εγείρονται σοβαρά ερωτήµατα για το πρόσωπό του «σαν ύποπτο, εχθρικό και επικίνδυνο στοιχείο για το κόµµα και το λαϊκό κίνηµα», καταλογίζοντάς του ως και ποινικές ευθύνες, το δε δεύτερο ότι «από την εξέταση της υπόθεσης Ζαχαριάδη δεν βγαίνει ότι είναι πράκτορας του εχθρού». Στην απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης κρίνεται ως απαράδεκτο το γεγονός ότι στο πόρισµα αυτό, ενώ απαλείφθηκε η κατηγορία του πράκτορα, «ωστόσο άφηνε να αιωρείται η υποψία». Επιπλέον, χαρακτηρίζεται «απαράδεκτος» ο εξορισµός του στο Σουργκούτ της Σιβηρίας από τους Σοβιετικούς, όπως «και όλη η εκεί µεταχείριση από την ηγεσία του ΚΚΣΕ µε τη σύµπραξη και της τότε καθοδήγησης του ΚΚΕ».
Η πρωτοβουλία του Ζαχαριάδη να επισκεφθεί την ελληνική πρεσβεία στη Μόσχα τον Μάρτιο του 1962, περίοδο κατά την οποία είχε αποµονωθεί από τους Σοβιετικούς στο Μποροβίτσι του Νόβγκοραντ, όπου του είχαν ανατεθεί καθήκοντα διευθυντή υλοτοµικού συνεταιρισµού, ήταν καθοριστική για την περαιτέρω πορεία του.
Ο Ζαχαριάδης έστειλε µια επιστολή µέσω της πρεσβείας µε την οποία δήλωνε ότι ήταν έτοιµος να επιστρέψει στην Ελλάδα και να δικαστεί για όσες κατηγορίες εκκρεµούσαν εις βάρος του ως κοµµουνιστή ηγέτη, µε κίνδυνο ακόµη και την καταδίκη του σε θάνατο. Ηταν η ύστατη προσπάθεια να απαγκιστρωθεί από τον κλοιό όπου βρισκόταν κλεισµένος, λοιδορηµένος και ταπεινωµένος από το κόµµα του, άλλα έχοντας ακόµη ισχυρά κοµµατικά ερείσµατα µεταξύ των κοµµουνιστών πολιτικών προσφύγων της Τασκένδης που συγκρούονταν ακόµη και σώµα µε σώµα µε τη νέα ηγεσία και τις δυνάµεις ασφαλείας του σοβιετικού καθεστώτος. Η είδηση της επιστολής προκάλεσε σάλο τόσο στην Αθήνα όσο και στη Μόσχα. Το αίτηµά του δεν έγινε δεκτό και ο ίδιος εκτοπίστηκε από τους Σοβιετικούς στη Σιβηρία, όπου αυτοκτόνησε την 1η Αυγούστου 1973 στερηµένος κάθε δικαιώµατος, ακόµη και του απλού πολιτικού πρόσφυγα, δίχως άδεια µετακινήσεων, υπό τη στενή παρακολούθηση της KGB και έχοντας δώσει µια οριακή προσωπική µάχη µε επιστολές και απεργίες πείνας µε στόχο να πείσει για το άδικο της µεταχείρισης που του επιφυλάχθηκε τόσο από το ΚΚΣΕ, του οποίου υπήρξε επίσης µέλος, όσο και του ΚΚΕ.
Πάντως στην απόφαση της Πανελλαδικής Συνδιάσκεψης για την πλήρη αποκατάστασή του στο ΚΚΕ θεωρείται «λαθεµένη» η ενέργειά του να ζητήσει να δικαστεί στην Ελλάδα, κι ας ήταν για τον ίδιο ο µόνος τρόπος να γλιτώσει. Οπως αναφέρεται χαρακτηριστικά, η όλη αντιµετώπισή του από τους Σοβιετικούς και την τότε ηγεσία του ΚΚΕ «δεν δικαιολογείται εξαιτίας της λαθεµένης ενέργειας του Ζαχαριάδη να απευθυνθεί στην ελληνική δικαιοσύνη για να δικαστεί».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ