ΣΤΗΝ ΤΕΛΙΚΗ ευθεία εισήλθε η κατάρτιση του νέου μισθολογίου στο Δημόσιο, το οποίο θα δοθεί επίσημα στη δημοσιότητα ως τις αρχές Αυγούστου, προκειμένου να τεθεί σε δημόσια διαβούλευση προτού έλθει προς ψήφιση στη Βουλή. Το επικρατέστερο σενάριο, το σενάριο δηλαδή το οποίο παρέδωσε ήδη η μεικτή επιτροπή που συστάθηκε από στελέχη των υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών στους αρμόδιους υπουργούς κκ. Δ. Ρέππα και Ευάγγελο Βενιζέλο, επιφέρει πλήρη ανατροπή στο υφιστάμενο σύστημα αμοιβών με την κατάργηση των επιδομάτων και την άμβλυνση των κραυγαλέων μισθολογικών ανισοτήτων οι οποίες επικρατούν ακόμη και στον «στενό» δημόσιο τομέα. Η αρχή η οποία υιοθετείται είναι: «Ιση αμοιβή για τους υπαλλήλους με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας, τα ίδια προσόντα και το ίδιο αντικείμενο εργασίας». Ως εκ τούτου, το σενάριο που επεξεργάστηκε η μεικτή επιτροπή, όπως αναφέρουν πληροφορίες που διαθέτει «Το Βήμα», προβλέπει τα εξής:
Πρώτον, θεσπίζεται ανώτατο όριο αμοιβής στους βασικούς μισθούς των υπαλλήλων στο Δημόσιο, το οποίο θα κυμαίνεται περίπου στα 2.300 ευρώ. Το ποσό αυτό είναι σχεδόν ίσο (2.284 ευρώ) με τον μέσο όρο των προβλεπομένων αμοιβών που προέκυψε από τη μελέτη για την εξέλιξη του μισθολογικού κόστους στο Δημόσιο για τους υπαλλήλους της κατηγορίας ΠΕ με 33 χρόνια υπηρεσίας. Η θέσπισή του θεωρείται μάλιστα «εκ των ων ουκ άνευ» προκειμένου να επέλθει σε βάθος χρόνου εξομοίωση στις αμοιβές των δημοσίων υπαλλήλων με τα ίδια χρόνια υπηρεσίας και το ίδιο αντικείμενο εργασίας.
Δεύτερον, τη διατήρηση τριών μόνο (γενικών) επιδομάτων τα οποία χορηγούνται και σήμερα- του οικογενειακού επιδόματος, του επιδόματος σπουδών και του επιδόματος θέσης ευθύνης.
Τρίτον, την κατάργηση όλων των ειδικών επιδομάτων και την αντικατάστασή τους από ένα ποσό που θα φτάνει ως τα 400 ευρώ και η χορήγησή του θα κλιμακώνεται ανάλογα με την κατηγορία των υπαλλήλων. Το ποσό αυτό θα μειώνεται σε βάθος χρόνου, ανάλογα με το ποσό το οποίο θα ενσωματώνεται στον βασικό μισθό, έτσι ώστε να μην κατρακυλήσουν οι υφιστάμενες ονομαστικές αμοιβές της πλειονότητας των υπαλλήλων, οι οποίες διαμορφώνονται σήμερα κυρίως από το ύψος των επιδομάτων.
Τέταρτον, τη μετατροπή του κινήτρου απόδοσης- που κυμαίνεται από 60 ως 110 ευρώ τον μήνα- σε πριμ παραγωγικότητας, το οποίο θα χορηγείται όμως στους υπαλλήλους έπειτα από αξιολόγησή τους. Στόχος είναι το επίδομα αυτό να αποτελέσει κίνητρο για την καλύτερη εξυπηρέτηση των πολιτών στις συναλλαγές τους με τις υπηρεσίες του Δημοσίου. Η υιοθέτηση τελικά αυτού του σεναρίου, που θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν σίγουρη, είναι απολύτως βέβαιον ότι θα επιφέρει τεράστιες ανατροπές στο μισθολογικό καθεστώς στο Δημόσιο. Στόχος της κυβέρνησης- η οποία αποτελεί εξάλλου και ρύθμιση που συμπεριλήφθη στο Μεσοπρόθεσμο- είναι η μισθολογική δαπάνη να μειωθεί την προσεχή τριετία στα 16,5 δισ. ευρώ, έτσι ώστε να βρίσκεται κάτω από τον μέσο όρο όλων των χωρών της ευρωζώνης. Η μείωση του μισθολογικού κόστους εκτιμάται ότι θα επιτευχθεί τόσο με τη μείωση του αριθμού των δημοσίων υπαλλήλων κατά περίπου 150.000 όσο και με την περαιτέρω συρρίκνωση των αποδοχών.
Με το νέο καθεστώς αμοιβών στο Δημόσιο οι υπάλληλοι οι οποίοι θα πληγούν άμεσα είναι κυρίως οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών, ο μέσος όρος αμοιβής των οποίων σήμερα κυμαίνεται (για τους ΠΕ με 33 χρόνια υπηρεσίας) σε 3.524 ευρώ. Αυτό σημαίνει ότι οι απώλειες για αυτή την κατηγορία των υπαλλήλων θα υπερβούν τα 550 ευρώ μηνιαίως. Επειδή όμως κάτι τέτοιο θα προκαλούσε έντονες κοινωνικές αναταράξεις και τριγμούς εξετάζεται μέρος ή ακόμη και το σύνολο σε ορισμένες περιπτώσεις της απώλειας να χορηγείται για μια μεταβατική περίοδο, έως ότου δηλαδή υπάρξει πλήρης ισορροπία του νέου συστήματος με τη μορφή της «προσωπικής διαφοράς». Παραμένει ωστόσο ένα θέμα ανοικτό για το οποίο θα κληθεί να δώσει απάντηση η πολιτική ηγεσία των υπουργείων Οικονομικών και Εσωτερικών, αν και θα πρέπει να θεωρείται σχεδόν σίγουρο ότι η «προσωπική διαφορά» δεν θα καλύψει το σύνολο των απωλειών, αλλά θα μετακυλίσει κυρίως τις απώλειες σε βάθος χρόνου. Την προσωπική διαφορά θα τη λαμβάνουν οι υπάλληλοι για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα χωρίς την περίοδο αυτή να λαμβάνουν οποιαδήποτε επιπλέον αμοιβή που θα οδηγεί σε περαιτέρω αύξηση των αποδοχών τους, γεγονός που σημαίνει ότι θα βλέπουν απεναντίας μια συνεχή μείωσή τους.
Το υπό επεξεργασία σενάριο οδηγεί σε σταδιακή ονομαστική αύξηση του βασικού μισθού χωρίς να προκύπτει παράλληλα και αύξηση (σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις θα υπάρξει και μείωση) των συνολικών ονομαστικών αποδοχών των εργαζομένων στο Δημόσιο. Η εξέλιξη αυτή δημιουργεί έναν γόρδιο δεσμό τον οποίο έχει κληθεί να επιλύσει το πολιτικό επιτελείο της κυβέρνησης, καθώς θα επηρεάσει και το συνταξιοδοτικό καθεστώς των υπαλλήλων. Με άλλα λόγια, οποιαδήποτε αύξηση στον βασικό μισθό θα συμπαρασύρει προς τα επάνω και τις συντάξεις, γεγονός που επιβαρύνει το κράτος με την εξεύρεση επιπλέον πόρων ώστε να καλυφθούν οι αυξημένες μισθολογικές δαπάνες.
Προκειμένου να υπερπηδηθεί αυτός ο σκόπελος- αν και λειτουργεί από την άλλη πλευρά και ως κίνητρο για την πρόωρη συνταξιοδότησή τους, γεγονός που μειώνει περαιτέρω τον αριθμό των υπηρετούντων δημοσίων υπαλλήλων-, στο τραπέζι έχουν πέσει προτάσεις για επιμήκυνση της μεταβατικής περιόδου εφαρμογής του νέου μισθολογίου. Γίνεται λόγος με άλλα λόγια η μεταβατική περίοδος να μην είναι τρία αλλά πέντε ή ακόμη και επτά ή οκτώ χρόνια. Και αυτό για να υπάρξει ομαλή και χωρίς επιπλέον κόστος μετάβαση στο νέο σύστημα αμοιβών στο Δημόσιο, το οποίο μάλιστα θα εφαρμοστεί και στις ΔΕΚΟ, καθώς είναι ειλημμένη κυβερνητική απόφαση το νέο μισθολόγιο να ισχύσει και για τους εργαζομένους στον ευρύτερο δημόσιο τομέα. Αντιθέτως, το νέο μισθολόγιο δεν θα επηρεάσει τα κλαδικά μισθολόγια, όπως είναι των στρατιωτικών και των δικαστικών λειτουργών.
Για τους νεοεισερχόμενους υπαλλήλους στόχος της κυβέρνησης είναι να ισχύσει αμέσως το νέο σύστημα αμοιβών στο Δημόσιο, γεγονός που οδηγεί στην εξομοίωση ουσιαστικά των αμοιβών τους με τις αμοιβές που ισχύουν στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό σημαίνει ότι ο μισθός του νεοεισερχομένου υπαλλήλου της κατηγορίας ΥΕ από 711 ευρώ που είναι σήμερα θα…εκτοξευθεί στα 720 ευρώ, ενώ ανάλογη θα είναι και η «αύξηση» για τους υπαλλήλους των άλλων κατηγοριών. Ετσι, για τους νεοεισερχομένους της κατηγορίας ΠΕ θα διαμορφωθεί στα 990 ευρώ.
Δέσμευση της κυβέρνησης είναι ότι με το νέο σύστημα αμοιβών δεν θα επέλθει μείωση της συνολικής μισθολογικής δαπάνης. Βεβαίως, στις τελικές αποφάσεις που θα ληφθούν θα προσμετρηθεί η πορεία των δημοσίων εσόδων, η ευθύνη που έχει αναλάβει η κυβέρνηση έναντι της τρόικας να εξοικονομηθούν κατά το τρέχον έτος περίπου 600 εκατ. ευρώ (αν και κυβερνητικά στελέχη εκτιμούν ότι κάτι τέτοιο δεν ισχύει αλλά η διατύπωση αυτή στο επικαιροποιημένο μνημόνιο…
σέρνεται από το 2010) και κυρίως η ρύθμιση που έχει συμπεριληφθεί στο Μεσοπρόθεσμο για διαμόρφωση των μισθολογικών δαπανών στα 16,5 δισ. ευρώ το 2015.
Με το υπό επεξεργασία σενάριο εξυπηρετούνται πάντως οι αρχές που είχε θέσει η κυβέρνηση για τη διαμόρφωση του νέου μισθολογίου. Οι αρχές αυτές ήταν «η άσκηση της μισθολογικής πολιτικής με ορθολογικά κριτήρια, ύστερα από κεντρικό σχεδιασμό και προγράμματα, που θα καλύπτει όλες τις κατηγορίες προσωπικού, η άσκηση επιδοματικής πολιτικής με ενιαία και αντικειμενικά κριτήρια από κεντρικό φορέα εκταμίευσης και η ανταμοιβή της γνώσης και της ικανότητας όπου κι αν υπάρχει στο Δημόσιο». Με το νέο σύστημα αμοιβών διευκολύνεται και η απόφαση της κυβέρνησης για τη σταδιακή διαμόρφωση ενός νέου τύπου δημοσίου υπαλλήλου, του «κρατικού υπαλλήλου» όπως θα ονομάζεται, που θα μετακινείται σε ολόκληρο το εύρος του δημοσίου τομέα, όπου θα προκύπτουν ανάγκες, μετά και τη δραστική μείωση του προσωπικού που θα επιφέρει το κλείσιμο της στρόφιγγας των προσλήψεων. Διότι, η αναλογία του «ένας προς πέντε» που διαμορφώνεται στην πράξη σε «ένας προς δέκα» θα διατηρηθεί τουλάχιστον ως το 2015, γεγονός που σε συνδυασμό με την αύξηση των συνταξιοδοτήσεων θα δημιουργήσει περίπου 150.000 κενές θέσεις στον δημόσιο τομέα, οι οποίες θα πρέπει να «καλυφθούν» χωρίς την πρόσληψη νέου προσωπικού.
Οι εμπειρογνώμονες των υπουργείων Εσωτερικών και Οικονομικών οι οποίοι έχουν επεξεργαστεί το νέο μισθολογικό σύστημα στο Δημόσιο έχουν διατυπώσει αίτημα προς την πολιτική ηγεσία των δύο υπουργείων να αποσαφηνίσει, πρώτον, την ακριβή διάρκεια της μεταβατικής περιόδου προκειμένου να τεθούν σε πλήρη ισχύ οι νέες διατάξεις, δεύτερον, την περίοδο που θα καλύψει η χορήγηση της «προσωπικής διαφοράς» για τις κατηγορίες των υπαλλήλων οι οποίοι πλήττονται άμεσα και, τρίτον, αν θα γίνει τελικά άμεσα η ενσωμάτωση στον βασικό μισθό του ποσού των περίπου 400 ευρώ που θα αντικαταστήσει την κατάργηση όλων των ειδικών επιδομάτων.
Από την απάντηση που θα δοθεί σε αυτά τα ερωτήματα θα εξαρτηθεί και η διαμόρφωση των ονομαστικών μισθών οι οποίοι θα προκύψουν για τους δημοσίους υπαλλήλους αμέσως μετά την ισχύ των διατάξεων για το νέο σύστημα αμοιβών.Από τον χρόνο της μεταβατικής περιόδου με άλλα λόγια θα εξαρτάται κάθε φορά το ύψος του ποσού που θα ενσωματώνεται στον βασικό μισθό από τα υπό κατάργηση επιδόματα, καθώς και το ύψος της αμοιβής που θα δίδεται με τη μορφή της «προσωπικής διαφοράς». Γεγονός είναι πάντως,όπως προκύπτει και από τη μελέτη για τις μισθολογικές εξελίξεις στο Δημόσιο,ότι οι «χαμένοι» από το νέο μισθολόγιο θα είναι οι υπάλληλοι του υπουργείου Οικονομικών των οποίων οι αμοιβές υπερβαίνουν σήμερα από 40% ως και 55% τον μέσο όρο και,δευτερευόντως,του υπουργείου Εσωτερικών (επιθεωρητές Δημόσιας Διοίκησης) των οποίων οι αμοιβές υπερβαίνουν τον μέσο όρο από 9% ως 12%.
Από 1,5 ως και 3 μισθούς, ανάλογα με το αντικείμενο εργασίας τους, θα είναι οι συνολικές ετήσιες απώλειες στις αποδοχές των δημοσίων υπαλλήλων που συνεπάγονται τα μέτρα τα οποία έχει λάβει ως τώρα η κυβέρνηση, σύμφωνα με εκτιμήσεις της ΑΔΕΔΥ. Στα ποσά αυτά δεν συνυπολογίζονται οι απώλειες που θα επιφέρει κυρίως στα «ρετιρέ» του Δημοσίου το νέο μισθολόγιο. Μόνο τα μέτρα τα οποία περιλαμβάνονται στο Μεσοπρόθεσμο, ορισμένα εκ των οποίων μάλιστα θα εφαρμοστούν αναδρομικά από τις αρχές του έτους, έχουν ως αποτέλεσμα οι υπάλληλοι να επιβαρυνθούν με ένα νέο χαράτσι που θα κυμανθεί από 10% ως 15% των μηνιαίων αποδοχών τους. Σε αυτό το ποσοστό δεν προσμετρώνται βεβαίως οι έκτακτες εισφορές τις οποίες θα κληθούν να καταβάλουν οι δημόσιοι υπάλληλοι όπως και όλοι οι εργαζόμενοι της χώρας.
Συγκεκριμένα, σε διάταξη που ενσωματώθηκε στο άρθρο 24 του νέου εφαρμοστικού νόμου, προβλέπεται ότι οι ειδικές εισφορές συνολικού ποσοστού 3% υπέρ των ανέργων και του Ταμείου Πρόνοιας που επιβλήθηκαν επί των αποδοχών των υπαλλήλων θα εφαρμοστούν αναδρομικά από 1ης Ιανουαρίου 2011. Αυτό θα έχει ως επακόλουθο οι εισφορές 2% επί των ανέργων και 1% υπέρ του Ταμείου Πρόνοιας, που θα αρχίσουν να παρακρατούνται από τον Αύγουστο 2011, να μην είναι τελικά 3% αλλά 7,2%, αν συνυπολοστεί και η παρακράτηση του διαστήματος ΙανουαρίουΑυγούστου 2011.
Εκτός τούτου, εντός των προσεχών ημερών αναμένεται να διευκρινιστεί και η διαδικασία παρακράτησης από τον μισθό των υπαλλήλων των «χαρατσιών» που έχουν επιβληθεί με το Μεσοπρόθεσμο. Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις που έχουν ήδη ψηφιστεί: Το κίνητρο απόδοσης μειώνεται από 57 σε 28,50 ευρώ για την κατηγορία ΥΕ, από 64 σε 32 ευρώ για την κατηγορία ΔΕ, από 90 σε 45 ευρώ για την κατηγορία ΤΕ και από 100 σε 50 ευρώ για την κατηγορία ΠΕ. Το επίδομα ειδικής απασχόλησης για τους υπαλλήλους των ΟΤΑ μειώνεται από 170 σε 85 ευρώ για την κατηγορία ΥΕ, από 121,44 σε 60,72 ευρώ για τις κατηγορίες ΔΕ και ΤΕ και από 89,05 σε 44,50 ευρώ για την κατηγορία ΠΕ. Το επίδομα ειδικής απασχόλησης για τους υπαλλήλους των πρώην Νομαρχιακών Διοικήσεων μειώνεται από 40,48 σε 20,24 ευρώ τον μήνα.
Το επίδομα ειδικής απασχόλησης των εκπαιδευτικών μειώνεται από 44 ως 117 ευρώ τον μήνα. Το επίδομα ταχύτερης και αποτελεσματικότερης διεκπεραίωσης των δικαστικών λειτουργών περικόπτεται κατά 202,40 ευρώ.
Το επίδομα ειδικής απασχόλησης για την Εθνική Αμυνα μειώνεται από 375,65 ευρώ σε 187,83 ευρώ.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ