Η πρόσφατη πρωτοβουλία του Περισσού να τιμήσει τον Νίκο Πλουμπίδη, τον άνθρωπο ο οποίος, παρά το βαρύ στίγμα που έφερε από τις κατηγορίες που του απέδωσε το ίδιο του το κόμμα, δεν δίστασε ούτε στιγμή, από τη σύλληψή του (25 Νοεμβρίου 1952) ως τη δίκη του από το Στρατοδικείο Αθηνών (27 Ιουλίου- 3 Αυγούστου 1953) και την εκτέλεσή του, να υπερασπίζεται με πάθος το ΚΚΕ, είχε μια πλευρά αυτοκριτικής διάθεσης. «Η απόφαση της Ολομέλειας (του 1958) ήταν σωστή, αφού απέσυρε τις άδικες κατηγορίες, ωστόσο θα ήταν πιο ουσιαστική και διδακτική αν έσκυβε και στη γενεσιουργό βάση του προβλήματος, πιο πέρα και πιο βαθιά από την εκτίμηση που διατύπωσε περί “ανώμαλου εσωκομματικού καθεστώτος”» παραδέχθηκε η γενική γραμματέας του κόμματος κυρία Αλέκα Παπαρήγα. Πού εντοπίζει ο Περισσός το πρόβλημα; Σύμφωνα με την ίδια, στο να αντιμετωπίζονται οι διαφορετικές απόψεις μέσα από το πρίσμα της «ταύτισης του συμφωνούντος ή διαφωνούντος με τον ταξικό εχθρό».
«Αυτού του τύπου η διαπάλη όχι μόνο δεν βγάζει πουθενά, όχι μόνο μπορεί να οδηγήσει σε φοβερή αδικία, αλλά συγκαλύπτει το πολιτικό περιεχόμενο των διαφορετικών απόψεων, την υποκαθιστά (τη διαπάλη) με προσωπικές διαμάχες και άδικες κατηγορίες που δύσκολα διορθώνονται έγκαιρα, ιδιαίτερα σε δύσκολες συνθήκες όπως εκείνη η περίοδος» ανέφερε.
Προς αποκατάσταση του Ν. Ζαχαριάδη
Η κυρία Παπαρήγα επιχείρησε έναν παραλληλισμό όσον αφορά την αντιμετώπιση από πλευράς κόμματος της υπόθεσης Πλουμπίδη με εκείνην της υπόθεσης Ζαχαριάδη, ο οποίος από θύτης μετατράπηκε σε θύμα. Διαπίστωσε, δηλαδή, ότι το ίδιο φαινόμενο της μη ουσιαστικής και διδακτικής (κομματικής) διερεύνησης της υπόθεσης Πλουμπίδη επαναλήφθηκε και στην περίπτωση του διώκτη του, Νίκου Ζαχαριάδη. «Το φαινόμενο αυτό επαναλαμβάνεται και αργότερα με την αντίστοιχη κατηγορία εναντίον του Ζαχαριάδη και αφορά το πλαίσιο που πρέπει να διεξάγεται η ιδεολογικοπολιτική διαπάλη, όταν αυτή υπάρχει (εντός του κόμματος)» σημείωσε χαρακτηριστικά. Η αναφορά αυτή εξελήφθη από ορισμένους ως προάγγελος ενδεχόμενης αποκατάστασης του Ν. Ζαχαριάδη όσον αφορά τα μέτρα που επιβλήθηκαν εις βάρος του: την καθαίρεση από το αξίωμα του γενικού γραμματέα και εν τέλει τη διαγραφή του από το ΚΚΕ.
Ευρύτεροι κομματικοί κύκλοι εικάζουν ότι στο υπό έκδοση Δοκίμιο δεν αποκλείεται να τεθεί μεταξύ άλλων και το «θέμα Ζαχαριάδη», ο οποίος μετά την αποκαθήλωσή του με παρέμβαση του ΚΚΣΕ και άλλων «αδελφών» κομμάτων των τότε Λαϊκών Δημοκρατιών «καρατομήθηκε» και εξορίστηκε στη Σιβηρία, όπου αυτοκτόνησε τον Αύγουστο του 1973. Εδώ και χρόνια άλλωστε διάφορα στελέχη της παλαιάς φρουράς του ΚΚΕ είχαν ζητήσει την αποκατάσταση του Ζαχαριάδη, τον ρόλο και την προσφορά του οποίου το ΚΚΕ επανεξετάζει σε θετική κατεύθυνση, «παρά τα λάθη και τις αδυναμίες» που υπήρξαν. Για τον Περισσό άλλωστε υπάρχει ένα ενοποιητικό στοιχείο ανάμεσα στις δύο αντίρροπες κομματικές φυσιογνωμίες του Ν. Πλουμπίδη και του Ν. Ζαχαριάδη: η πίστη και η αφοσίωσή τους στο κόμμα.
Το «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς»
Αν και «σιωπηρή», η αποκατάσταση του Ν. Πλουμπίδη από το ΚΚΕ δεν καθυστέρησε πολύ, μόλις τέσσερα χρόνια. Για την ακρίβεια, ήλθε ως λογική συνέχεια- και συνέπεια- της αποκαθήλωσης του άλλοτε κραταιού ηγέτη Ν. Ζαχαριάδη το 1956 (6η Πλατιά Ολομέλεια) στο πνεύμα της αποσταλινοποίησης που ενέπνευσε- και επέβαλε- το 20ό Συνέδριο του ΚΚΣΕ υπό τον Νικίτα Χρουστσόφ. Με μια λακωνική απόφασή της η 9η Ολομέλεια της ΚΕ του ΚΚΕ το 1958 διακήρυξε την «αποκατάσταση της μνήμης των συντρόφων Γιώργου Σιάντου, Νίκου Πλουμπίδη (Μπάρμπα) και Κώστα Γυφτοδήμου (Καραγιώργη)», διαπιστώνοντας ότι «δεν υπάρχει κανένα στοιχείο που να στηρίζει την κατηγορία του προβοκάτορα και χαφιέ που απέδωσε στους παραπάνω συντρόφους η παλιά καθοδήγηση με επικεφαλής τον Ν. Ζαχαριάδη».
Δίχως περαιτέρω διευκρινίσεις ή εξηγήσεις, η νέα ηγεσία του κόμματος υπό τον Κ. Κολιγιάννη επιχείρησε να αποκαταστήσει την κομματική τάξη, περιοριζόμενη όμως στο να αποδώσει γενικώς την άδικη και συκοφαντική στοχοποίηση του Πλουμπίδη στο «ανώμαλο εσωκομματικό καθεστώς» που επικρατούσε. Αλλά ως εκεί. Κανείς ποτέ δεν έμαθε τι «παίχτηκε» πίσω από τις πλάτες του ηρωικού κομμουνιστή και από ποιους, πέρα από την προφανή κύρια ευθύνη του Ζαχαριάδη και του κύκλου στελεχών περί αυτόν. Οι λεπτομέρειες για πρόσωπα και πράγματα που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στα τότε δραματικά γεγονότα παραμένουν άγνωστες, ενδεχομένως «καταχωνιασμένες»- κάποιο μέρος τους τουλάχιστον-, στα επτασφράγιστα αρχεία του Περισσού, αν και το κύριο τμήμα του «φακέλου Πλουμπίδη» πέρασε μετά τη διάσπαση του 1968 στα χέρια του ΚΚΕ εσωτερικού και σήμερα στα Αρχεία Σύγχρονης Κοινωνικής Ιστορίας (ΑΣΚΙ).
Η ακτινοβολία ωστόσο που ασκούσε η προσωπικότητα του ηγετικού στελέχους του ΚΚΕ και η αυτοθυσία του γρήγορα πήρε στη συλλογική κομματική συνείδηση τη θέση που της άξιζε. Το πορτρέτο του δασκάλου από τα Λαγκάδια Αρκαδίας (γεννήθηκε το 1902) και κατοπινού καθοδηγητή του παράνομου κομματικού μηχανισμού βρέθηκε δίπλα σε εκείνο του Νίκου Μπελογιάννη, με την υπόθεση του οποίου ήταν άρρηκτα συνδεδεμένη η δική του μοίρα, αλλά και του Αρη Βελουχιώτη, του ανυπότακτου «καπετάνιου» που αψήφησε την κομματική εντολή για παράδοση των όπλων στο πλαίσιο της Συμφωνίας της Βάρκιζας (Φεβρουάριος 1945) για να διαγραφεί από το κόμμα του και να κατηγορηθεί ως «προδότης» αυτοκτονώντας λίγους μήνες αργότερα (Ιούνιος 1945) περικυκλωμένος από δυνάμεις της Εθνοφυλακής και παρακρατικούς στο φαράγγι του Φάγγου στη Μεσούντα Αρτας.
Παρά ταύτα, η υπόθεση Πλουμπίδη δεν έτυχε της αναμενόμενης επί δεκαετίες σοβαρής επεξεργασίας και ανάλυσης για την εξαγωγή των απαραίτητων ιστορικών αλλά και πολιτικοϊδεολογικών συμπερασμάτων και περιορίστηκε στη «συνοπτική» εσωκομματική διευθέτηση του θέματος.
ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΡΙΝΟΣ «Ολομόναχος αγωνιζόταν
«Απομονωμένο απ΄ όλους» θυμάται τονΝ. Πλουμπίδη κατά τη διάρκεια της δίκης του ο νεαρός τότε δόκιμος δημοσιογράφος του «Βήματος» και κατοπινός διευθυντής του «Οικονομικού Ταχυδρόμου» κ.Ι. Μαρίνος.
Θυμάται με συντριβή την εικόνα του βαρύτατα αρρώστου αλλά συνεπούς ιδεολόγου κομμουνιστή, ο οποίος, παρά τα σοβαρά προβλήματα που αντιμετώπιζε με συνεχείς αιμοπτύσεις κατά τη διάρκεια της δίκης λόγω της φυματίωσης που τον ταλαιπωρούσε επί πολλά χρόνια, έδινε με αξιοπρέπεια και αποφασιστικότητα την άνιση μάχη με τους στρατοδίκες.
«Το θέαμα πολλές φορές ήταν τρομακτικό» θυμάται ο κ. Μαρίνος, ο οποίος επισημαίνει ότι η εμπειρία του από την παρακολούθηση της δίκης- κρατούσε ως νεαρός συντάκτης του «Βήματος» τα πρακτικά- τον «σφράγισε» ως δημοσιογράφο αλλά και ως άνθρωπο.
Αρκετά χρόνια αργότερα ο κ. Μαρίνος θα γράψει στον «Οικονομικό Ταχυδρόμο» για τη δίκη Πλουμπίδη: «Από τη μια οι αξιωματικοί ασφαλείας και οι άλλοι κατήγοροί του τον χαρακτήριζαν κατάσκοπο, εχθρό της πατρίδας, πρόθυμο να την πουλήσει στους Βουλγάρους και άλλα ηχηρά ανάλογα και από την άλλη ο σύντροφος Ζαχαριάδης και η άλλη ηγεσία του ΚΚΕ εξαπέλυαν εκ του ασφαλούς από το εξωτερικό οχετό ύβρεων κατά του πουλημένου τομαριού που πρόδωσε το κόμμα και έγινε πράκτορας του φασισμού και της Δεξιάς. Και εκείνος ο σεμνός ιδεολόγος, ολομόναχος χωρίς υπεράσπιση, λοιδορούμενος και από τις δύο πλευρές να μη λέει ούτε μία πικρή λέξη για τους υβριστές του παρά να αγωνίζεται να εξηγήσει το πιστεύω του και τα ιδανικά του».
ΤΑ «ΜΟΙΡΑΙΑ ΛΑΘΗ» ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΠΛΟΥΜΠΙΔΗ
«Πρέπει να ΄μαστε προσεχτικοί με τον Μπάρμπα»
O Ν. Πλουμπίδης είχε μπει από νωρίς στο «στόχαστρο» του Ζαχαριάδη. Το «ανοιχτό γράμμα» του τότε ηγέτη του ΚΚΕ μετά την κήρυξη του πολέμου από τους Ιταλούς (Οκτώβριος 1940) με το οποίο καλούσε τους Ελληνες σε εθνικοαπελευθερωτικό αγώνα και να δώσουν όλες τις δυνάμεις τους «στον πόλεμο αυτόν που τον διευθύνει η κυβέρνηση Μεταξά», και μάλιστα «δίχως επιφύλαξη», είχε αντιμετωπιστεί με σοβαρές επιφυλάξεις από τον Πλουμπίδη, τότε μέλος του Πολιτικού Γραφείου του κόμματος, ως αναγνώριση του δικτάτορα Μεταξά. «Μου φαινόταν για όχι σωστό και μου μύριζε πλαστό» είχε γράψει ο ίδιος το 1946 σε βιογραφικό σημείωμά του, κάτι όμως που αναγνώρισε ως λάθος του.
Μετά την ήττα του ΔΣΕ στον εμφύλιο πόλεμο το 1949 ο Πλουμπίδης έδειχνε ότι «δεν ήταν απόλυτα ευθυγραμμισμένος με τη σεχταριστικήτυχοδιωκτική πολιτική γραμμή και ταχτική της τότε καθοδήγησης», όπως είχε διαπιστώσει σε σχετικό κείμενο αφιερωμένο στην «ηρωική και αναμφισβήτητα πιο τραγική μορφή αγωνιστή όπως ο Ν. Πλουμπίδης» που δημοσιεύτηκε το 1966 στους «Νέους Καιρούς» ο Αλέκος Ψηλορείτης (ψευδώνυμο του Γιώργου Αγγουράκη), κατ΄ εντολήν προφανώς του κόμματος. Η στάση του Πλουμπίδη έγινε αντιληπτή από τον Ζαχαριάδη, ο οποίος «άρχισε να παίρνει μια σειρά μέτρα εναντίον του».
Ο Ζαχαριάδης αμφισβητούσε πλήρως τον ρόλο του Πλουμπίδη από τη δεκαετία ακόμη του ΄30. Τον θεωρούσε «προβοκάτορα» και «προδότη». Οσον αφορά τη δράση του ως επικεφαλής του παράνομου κομματικού μηχανισμού που είχε υποστεί σοβαρά πλήγματα από την Ασφάλεια, ο Ζαχαριάδης συνιστούσε προσοχή: «Στη σχέση με τον Μπάρμπα (σ.σ.: όπως αποκαλούνταν συνωμοτικά ο Πλουμπίδης) πρέπει να ΄μαστε προσεχτικοί» έγραφε.
Γιατί έστειλε τον Μπελογιάννη
Επικαλούμενος την κατάσταση αυτή έστειλε στην Ελλάδα τον Νίκο Μπελογιάννη, ένα εξαιρετικά ικανό και έμπειρο κομματικό στέλεχος, για να ανασυγκροτήσει τον διαβρωμένο παράνομο μηχανισμό του ΚΚΕ, ενώ όταν συνελήφθη (Δεκέμβριος 1950) δεν δίστασε να κατηγορήσει τον Πλουμπίδη ότι εκείνος «παρέδωσε άμεσα ή έμμεσα και τον Μπελογιάννη και κατατόπισε και την Ασφάλεια για τον ασύρματο» (σ.σ.: που ανακάλυψαν οι αρχές εξαρθρώνοντας το παράνομο δίκτυο που είχε στηθεί στην Καλλιθέα και στη Γλυφάδα).
Η επιστολή του Πλουμπίδη προς τους δικηγόρους του Μπελογιάννη που στάλθηκε και δημοσιεύτηκε στον Τύπο της εποχής (Μάρτιος 1952), με την οποία ομολογούσε δημοσίως ότι εκείνος ήταν ο επικεφαλής του παράνομου μηχανισμού και όχι ο Μπελο γιάννης, επιδιώκοντας τη μετατροπή της θανατικής καταδίκης του τελευταίου με αντάλλαγμα να παραδοθεί ο ίδιος στις αρχές, ήταν για τον Ζαχαριάδη η «επιβεβαίωση» της άποψης που είχε για τον Πλουμπίδη, γι΄ αυτό και έσπευσε να τη χαρακτηρίσει πλαστή και κατασκεύασμα της Ασφάλειας. Κίνηση η οποία, όπως έγραψε στην «Πολιτική Διαθήκη» της η Ελλη Παππά, σύντροφος του Μπελογιάννη, αφαίρεσε και το τελευταίο επιχείρημα για να του αποδοθεί χάρη και να γλιτώσει το εκτελεστικό απόσπασμα. Ο Μπελογιάννης εκτελέστηκε στις 30 Μαρτίου 1952, ενώ λίγους μήνες αργότερα συνελήφθη και ο Πλουμπίδης (25 Νοεμβρίου 1952). Ηδη ο Ζαχαριάδης τον είχε διαγράψει από το ΚΚΕ (στις 25 Ιουλίου 1952), ενώ δύο ημέρες μετά τη σύλληψή του η κομματική ηγεσία τον αποκήρυξε και δημοσίως ως «όργανο της Ασφάλειας» και «προδότη».
Παρά τη βαθιά πικρία του, ο Πλουμπίδης δεν επέτρεψε στους στρατοδίκες να εκμεταλλευτούν την αποκήρυξή του δηλώνοντας πιστός στο κόμμα του και σίγουρος ότι κάποια ημέρα θα δικαιωθεί. «Αυτό που επείγει δεν είναι η ανακατασκευή της κατηγορίας- αυτό θα το κάνει το κόμμα αργότερα- αλλά η διαφύλαξη της ενότητας του κόμματος και η εμπιστοσύνη στην ηγεσία του» έγραφε σε γράμμα του από τη φυλακή τα Χριστούγεννα του 1953. Δεν έπαψε όμως να υπερασπίζεται τον εαυτό του δηλώνοντας ότι «δεν είμαι προδότης» και ότι το κόμμα του «θα επανεξετάσει εν καιρώ το ζήτημά μου».
Τα δύο πορίσματα
Δύο πορίσματα συντάχθηκαν κατ΄ εντολήν της μετά Ζαχαριάδη κομματικής ηγεσίας, τα οποία ωστόσο «δεν κρίθηκαν ικανοποιητικά» από την 9η Ολομέλεια του 1958, που αρκέστηκε έτσι στην τυπική αποκατάσταση του Πλουμπίδη. Το ένα συντάχθηκε από το Τμήμα Στελεχών της ΚΕ στις 20 Νοεμβρίου 1957 υπό τον Ηλία Ρούνη- «Μπαρμπαλιά» (αποκαλύφθηκε προσφάτως από το νεοεκδοθέν περιοδικό «Μαρξιστική Σκέψη») και το δεύτερο από τους Μ.Κωτούζα και Μ.Βατουσιανό με διαφορά τριών ημερών. Στο πόρισμα Ρούνη διατυπώνεται ανεπιφύλακτα ο συκοφαντικός χαρακτήρας των κατηγοριών του Ζαχαριάδη: «Η κατηγορία […] ότι είναι “προβοκάτορας- πράκτορας – προδότης- χαφιές κλπ.” δεν στηρίζεται σε κανένα αποδεικτικό στοιχείο. Είναι αυθαίρετη και αποτελεί βρισιά και συκοφαντία». Γίνεται δε λόγος για «πολιτική εξόντωση» του Ν. Πλουμπίδη και για «παραποίηση της αλήθειας από την καθοδήγηση του κόμματος», η οποία κατηγορείται ότι προέβη σε «κατάχρηση της κομματικής εξουσίας για να εξυπηρετήσει ανομολόγητους ιδιοτελείς σκοπούς της» και διέπραξε «συνειδητή εξαπάτηση του κόμματος και του λαού». Εκτός του Ζαχαριάδη ευθύνες για την «κατασυκοφάντηση και πολιτική εξόντωση» του Πλουμπίδη αποδίδονταν και στους Β.Μπαρτζιώτα , Γ.Βοντίσιο (Γούσια) και Δ.Βλαντά, «που αποτελούσαν την κλίκα του Ζαχαριάδη και τον βοήθησαν στο τερατώδικο αυτό έγκλημα (όπως και σ΄ άλλα παρόμοια)».
Για «συκοφαντία και εξαπάτηση του κόμματος και του ελληνικού λαού» έκανε λόγο και το δεύτερο πόρισμα ( Νίκος Πλουμπίδης. Ντοκουμέντα του Δ. Α.Παπαχρίστου, εκδόσεις Το Ποντίκι), επισημαίνοντας μεταξύ άλλων πως η κατηγορία εις βάρος του Πλουμπίδη ότι «πρόδωσε τον Ν. Μπελογιάννη έγινε εσκεμμένα με σκοπό να εξαγριώσουν και να φανατίσουν τα μέλη του κόμματος στο εξωτερικό και στην Ελλάδα εναντίον του, να τον απομονώσουν και να πετύχουν το βασικό, τον κύριο σκοπό τους: να φορτώσουν την αποτυχία της πολιτικής τους στην Ελλάδα στον Ν. Πλουμπίδη».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ