«ΕΔΩ ΑΚΟΝΙΖΩ και τις γροθιές μου ακόμα, αν τύχει και χρειαστούν ακόμα κι αυτές. Πάντως η νοσταλγία μου παραμένει να πάω κάτω,να γλιτώσω απ΄ τη μούχλα και τη σαπίλα και τη βρωμιά (…). Κι οι άλλοι ας σπάνε τα κέρατά τους και ας τα ξεμπλέξουν όπως τα ΄μπλεξαν. Αναίσχυντο κι ακατανόμαστο έργο παίχτηκε σε βάρος ολόκληρου κινήματος,για να σκεπάσουν μερικοί μεγαλόσχημοι τα ανομήματά
τους. Αλλά δε θα τους περάσει. Γεια χαρά-Νίκος». Με αυτά τα γεμάτα οργή λόγια κατέληγε η επιστολή του «σκληροτράχηλου» (άλλοτε) ηγέτη του ΚΚΕ Νίκου Ζαχαριάδη από τον πρώτο τόπο της (σοβιετικής) εξορίας του στο Μποροβίτσι, στην περιοχή του Νόβγκοροντ, όπου εκτοπίστηκε μετά την καθαίρεσή του το 1956 από γενικός γραμματέας του κόμματος έπειτα από επέμβαση του ΚΚΣΕ και άλλων «αδελφών κομμάτων» στο πλαίσιο της λεγόμενης «αποσταλινοποίησης». Παραλήπτης της, όπως και πολλών ανά
λογων επιστολών, ο επιστήθιος φίλος του και πιστός «ζαχαριαδικός» μέχρι σήμερα Αλέξης Πάρνης,συγγραφέας και ποιητής με πλούσιο έργο. Τα ντοκουμέντα περιέχονται στο βιβλίο που είναι ήδη έτοιμο και αναμένει τη σειρά του προς έκδοση από τον εκδοτικό οίκο Καστανιώτη μετά το ογκώδες (935 σελίδων) μυθιστόρημά του «Η Οδύσσεια των Διδύμων» που κυκλοφόρησε πέρυσι και την τριλογία που πρόκειται να ακολουθήσει με τρία σημαδιακά παλαιότερα μυθιστορήματά του- τον «Διορθωτή» (1966), τη «Λεωφόρο Πάστερνακ»
(1970) και το «Μια Πράγα στον καθένα» (1972).
Ο Αλέξης Πάρνης συμπαρατάχθηκε με τον Ζαχαριάδη στα γεγονότα της Τασκένδης και διαγράφηκε από την ηγεσία Κολιγιάννη. «Τα 17 συνολικά χρόνια κάθειρξης του Ζαχαριάδη στη Σοβιετική Ενωση, τη χώρα που αγάπησε και υπερασπίστηκε όσο κανένας άλλος ευρωπαίος κομμουνιστής ηγέτης, η αντίστασή του στην αισχρή συμπεριφορά της ανέντιμης σοβιετικής νομενκλατούρας- της θαμμένης τώρα πια στο σκουπιδαριό της Ιστορίας- που δεν
κατάφερε να τον γονατίσει, είναι για μένα ισάξια με την πατριωτική του λεβέντικη στάση στον ελληνοϊταλικό πόλεμο» , πιστεύει ο Πάρνης. Δύο βασικά και κάποτε αντιφατικά στοιχεία προσδιόριζαν για τον ίδιο το «πορτρέτο» του Ζαχαριάδη: «Μια αυθεντική ελληνικότητα και ένας επίκτητος δογματικός σοβιετισμός». «Οταν συνδύαζε αρμονικά και τα δύο, έκανε άριστους χειρισμούς. Αντίθετα η δογματική μονομέρεια αχρήστευε συχνά την πυξίδα της χαρισματικής πολιτικής του οξύνοιας» επισημαίνει.
Μακριά από τους προβολείς της δημοσιότητας, απομονωμένος στο «αμπρί» του, όπως το λέει (έτσι ονόμαζαν οι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού Ελλάδας τα χαρακώματα που έφτιαχναν), στην ανατολική πλαγιά του Υμηττού, στα Γλυκά Νερά, ο 86χρονος κ. Αλ. Πάρνης (όπως είναι το φιλολογικό ψευδώνυμο του κ. Σωτήρη Λεωνιδάκη ) γράφει ακατάπαυστα, έχοντας ήδη πίσω του ένα μοναδικό συγγραφικό έργο που εκτείνεται από την ποίηση και το θέατρο ως το μυθιστόρημα, τη μετάφραση και το σενάριο. Με έκπληξη αρχικά και δέος στη συνέχεια ανακαλύπτει ο επισκέπτης την ιστορία που κουβαλά στις πλάτες του ο παλαιός γνώριμος του ρώσου νομπελίστα λογοτέχνη Μπορίς Πάστερνακ (1890-1960) και στενός φίλος του τούρκου αγωνιστή ποιητή Ναζίμ Χικμέτ (1902-1963). Πίσω από την ασκητική μυθιστορηματική φιγούρα του κ. Πάρνη κρύβεται ένας βίος πολυτάραχος και μια μοναδική πορεία συγγραφικής δημιουργίας, τέτοια που κάποτε θα ωθήσει τον δημοσιογράφο, πεζογράφο και ακαδημαϊκό Σπύρο Μελά (1882-1966) να πει στο ακροατήριό του παρουσιάζοντας τον νεαρό τότε συγγραφέα: «Ελληνικέ λαέ,κάποιος περνά ανάμεσά μας. Παρουσιάστε, αρμ!», αλλά και τον δημοσιογράφο και θεατρικό συγγραφέα Δημήτρη Ψαθά (1907-1979) να σχολιάσει τον χαιρετισμό του Μελά λέγοντας: «Ομολογώ ότι χάρηκα πολύ, γιατί στον τόπο μας προκειμένου για την εμφάνιση ενός νέου συγγραφέα, η κριτική τον υποδέχεται με άλλο στρατιωτικό παράγγελμα: «Κάποιος φάνηκε. Επί σκοπόν, πυρ!»».
Μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Ο Αλέξης Πάρνης γεννήθηκε το 1924 στον Πειραιά και έλαβε μέρος σε ηλικία 19 ετών στον εφεδρικό ΕΛΑΣ, ενώ τον Σεπτέμβριο του 1944, ως καπετάνιος του Λόχου Περιστερίου, συμμετείχε στην τελευταία μάχη με τους Γερμανούς και τους ταγματασφαλίτες στην περιοχή Ροσινιόλ (γέφυρα Κολοκυνθούς), εργοστάσιο Λαναρά, παίρνοντας τον βαθμό του υπολοχαγού του ΕΛΑΣ. Στα Δεκεμβριανά τραυματίστηκε σοβαρά από θραύσματα χειροβομβίδας στις μάχες με τους Βρετανούς στην οδό Αγίου Κωνσταντίνου, απέναντι από του «Μπακάκου». Θα νοσηλευτεί στην Κορυτσά και κατόπιν θα βρεθεί στο Ρουμπίκ της Αλβανίας και στο Μπούλκες της Γιουγκοσλαβίας ξεκινώντας ήδη τη θεατρική και λογοτεχνική του σταδιοδρομία, για να πάρει μέρος στη συνέχεια στον ΔΣΕ ως πολεμικός ανταποκριτής της εφημερίδας «Προς τη Νίκη». Μετά την ήττα (Αύγουστος 1949) θα βρεθεί στη Σοβιετική Ενωση και με υπόδειξη του Ζαχαριάδη στέλνεται να σπουδάσει στο διάσημο Λογοτεχνικό Ινστιτούτο «Μαξίμ Γκόρκι» στη Μόσχα. «Ηταν μεγάλο παλικάρι ο Μπελογιάννης»
Την περίοδο εκείνη γνωρίζεται με τον γενικό γραμματέα, ακόμα, του ΚΚΕ, με την παραίνεση του οποίου ξεκινά τη συγγραφή του επικού ποιήματος «Μπελογιάννης» (2.000 στίχοι), για το οποίο βραβεύτηκε το 1955 με το πρώτο παγκόσμιο βραβείο ποίησης του Φεστιβάλ Βαρσοβίας με κριτική επιτροπή τον Ναζίμ Χικμέτ, τον Πάμπλο Νερούντα, κ.ά. Οπως θυμάται ο Πάρνης, ο θαυμασμός του Ζαχαριάδη για τον Μπελογιάννη ήταν μεγάλος. «Ηταν μεγάλο παλικάρι ο Νίκος!Συνέχισε τη μοραΐτικη παράδοση του ΄21!», είχε πει στον νεαρό ποιητή. Το σπίτι του στο απόκοσμο Μποροβίτσι κοσμούσαν τρεις φωτογραφίες: μία του Λένιν, μία της συ ζύγου του Ρούλας Κουκούλου – που την απέσυρε όταν εκείνη τον «αποκήρυξε» μαζί με τις συγκρατούμενες Κομμουνίστριες των Φυλακών Αβέρωφ- και μία του Μπελογιάννη, η κλασική με το γαρίφαλο, θυμάται ο συγγραφέας εκφράζοντας την έκπληξη αλλά και τη θλίψη του για όσα καταμαρτυρεί η Ελλη Παππά στην «πολιτική διαθήκη» της, αποδίδοντας στον Ζαχαριάδη την (πολιτική) ευθύνη για την εκτέλεση του Μπελογιάννη.
Το «Νησί της Αφροδίτης»
Το 1960 ανεβαίνει στο «Μάλι Τεάτρ» της Μόσχας το θεατρικό του έργο «Το Νησί της Αφροδίτης», αφιερωμένο στον αγώνα των Κυπρίων κατά των Βρετανών, το οποίο μεταφράζεται σε 30 γλώσσες και κάνει 22.000 παραστάσεις σε δύο χρόνια.
Το 1962, κατά την επίσκεψή τους στη Μόσχα, οι ΓιώργοςΘεοτοκάς, Ανδρέας Εμπειρίκος και Οδυσσέας Ελύτης προσκαλούν τον Πάρνη στην Ελλάδα εν όψει της πρεμιέρας του έργου. Η πρόσκληση εκείνη άνοιξε τον δρόμο του επαναπατρισμού του την ίδια χρονιά, ενώ το 1963 το έργο ανεβαίνει στη σκηνή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολωμού με πρωταγωνίστρια την Κυβέλη.
Το 1969 γυρίζεται- με μεσολάβηση του Μακάριου- σε κινηματογραφική ταινία με πρωταγωνίστρια την Κατίνα Παξινού και το 1967 ανεβαίνει στο Θέατρο Ο΄ Νιλ, στο Πλέι Χάουζ της Μασαχουσέτης, το δράμα «Λεωφόρος Πάστερνακ». Συνελήφθη από τη χούντα για να αφεθεί ελεύθερος δύο ημέρες αργότερα έπειτα από παρέμβαση του Μακάριου, ενώ στις δεκαετίες του ΄70 και του ΄80 για «βιοποριστικούς μόνο λόγους» , όπως λέει, θα γράψει τα τηλεοπτικά σίριαλ «Λεηλασία μια Ζωής» και «Φως του Αυγερινού».
Η πτώση του Ζαχαριάδη
Είχαν μεσολαβήσει τα φοβερά γεγονότα της Τασκένδης (Σεπτέμβριος 1955) με τη σύγκρουση ανάμεσα στους «αντιζαχαριαδικούς» και τους «ζαχαριαδικούς» και η αποκαθήλωση του Ζαχαριάδη (6η Ολομέλεια του 1956). Η ανυποχώρητη στάση του Ζαχαριάδη στη σύγκρουση με τη «νέα κατάσταση» και τους εμπνευστές της από πλευράς ΚΚΣΕ και ΚΚΕ θα τον οδηγήσει, μαζί με τον ανήλικο γιο του Σήφη, το 1962 στην εξορία του Μποροβίτσι όπου θα αναλάβει καθήκοντα προϊσταμένου του «Λεσχόζ» (υλοτομικός συνεταιρισμός). Θα ακολουθήσει ο δεύτερος τόπος εκτοπισμού του στο Σουργκούτ της Σιβηρίας, δίχως οι σοβιετικές αρχές να του επιτρέψουν να πάρει αυτή τη φορά μαζί και τον γιο του.
Τι μεσολάβησε και η Μόσχα θεώρησε ότι η παρουσία τού εκτοπισμένου άλλοτε «αγαπημένου παιδιού» του Στάλιν στο Μποροβίτσι δεν αρκούσε;
Οι προθέσεις του Ζαχαριάδη να μην αποδεχθεί την παρέμβαση που σημειώθηκε το 1956 στα εσωτερικά του ΚΚΕ από τα «αδελφά κόμματα» που τον ανέτρεψαν, αλλά και την πολιτική της νέας ηγετικής ομάδας που αναρριχήθηκε με τις πλάτες των σοβιετικών στο κόμμα του οποίου ηγήθηκε ο ίδιος επί 25 χρόνια, ήταν μια βασική αιτία. Το κρυφό ταξίδι του στη Μόσχα όπου επισκέφθηκε (την 1.2.1962) την ελληνική πρεσβεία για να υποβάλει αίτημα προς την Εισαγγελία Αθηνών ώστε να επιτραπεί η επιστροφή του στην Ελλάδα για να δικαστεί, λειτούργησε καταλυτικά.
Στις 8.4.1962 η απάντηση που πήρε ήταν αρνητική. Δύο χρόνια αργότερα ο Ζαχαριάδης θα προσπαθήσει ξανά, αλλά μάταια, ενώ θα δώσει ο ίδιος τέλος στη ζωή του την 1.8.1973 περνώντας μια θηλιά στον λαιμό του, στο αγροτόσπιτο του παγωμένου Σουργκούτ, αντιδρώντας στην απομόνωση που του επέβαλε η Μόσχα και το κόμμα του, αλλά και σε όσα του καταμαρτυρούσαν.
ΑΠΟ ΤΗΝ ΕΞΟΡΙΑ Ο ΖΑΧΑΡΙΑΔΗΣ ΑΝΑΛΥΕΙ, ΚΑΤΑΓΓΕΛΛΕΙ ΚΑΙ ΚΑΝΕΙ ΑΥΤΟΚΡΙΤΙΚΗ
1956
«Τα γεγονότα στην Ουγγαρία θα πέσουν στα κεφάλια μας»
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η άποψη του Ζαχαριάδη για την εξέγερση στην Ουγγαρία το 1956 όπου παρά τον δογματισμό του διαβλέπει «τραγικά λάθη». «Τι συνέβη στην Ουγγαρία;» διερωτάται και απαντά: «Η εξήγηση δάκτυλος του εχθρού δεν εξηγεί απόλυτα τίποτα και μονάχα βοηθά να κρύβουμε τα κεφάλια μας στην άμμο».
Και επισημαίνει: «Η πηγή του κακού βρίσκεται αλλού. Το τραγικό λάθος μας βρίσκεται στο ότι παίρνοντας την εξουσία στα χέρια μας απ΄ τα πάνω, (μας την έδωσε ο ΚόκκινοςΣτρατός) δώδεκα χρόνια δε μπορέσαμε την εξουσία αυτή να τη θεμελιώσουμε και απ΄ τα κάτω και κοιμόμασταν» , διαπιστώνοντας ότι στην Ουγγαρία «οι κομμουνιστές δρούσαν ως τοποτηρητές ξένου παράγοντα», εννοώντας την ΕΣΣΔ. Ενώ προειδοποιεί: «Τα ουγγαρέζικα γεγονότα θα πέσουν σαν Ιμαλάια πάνω σε ξαναμμένα κεφάλια και ξέγνοιαστες φαλάκρες», υπονοώντας την ηγεσία του ΚΚΕ και του Κρεμλίνου.
«Είναι έγκλημα του ΚΚΕ να αφήνει έκθετη την ΕΔΑ»
«Στην Ελλάδα όπως έδειξε η συνδιάσκεψη της ΕΔΑ τραβάμε καλά μπροστά. Το κακό είναι ότι το ΚΚΕ, απ΄ ό,τι μπορώ να κρίνω απ΄ τη γωνιά μου εδώ “λάμπει δια της απουσίας του”, όπως συνήθιζαν να λένε οι καλαμαράδες μας του περασμένου αιώνα», παρατηρούσε ο Ζαχαριάδης σε άλλη επιστολή του (8.8.1956), καθώς, όπως επισήμαινε, «οι “νέοι άντρες” μας καταγίνονται με το φούντωμα του φραξιονιστικού τους ανακατώματος που ξαπόλησαν ενάντια στο κόμμα και το κίνημα». Ο Πάρνης έστελνε στον εκτοπισμένο πρώην ηγέτη με κάθε ευκαιρία την εφημερίδα «Αυγή». «Διάβασα στην “Αυγή” κομματιαστά τα όσα έδωσε στα φύλλα που μου ΄στειλες,για τη Συνδιάσκεψη της ΕΔΑ.Πρόκειται για πραγματικό πλατύ, δημοκρατικό κίνημα με ζωή και παλμό» γράφει ο Ζαχαριάδης, υπογραμμίζοντας παρακάτω: «Είναι έγκλημα ν΄ αφήνουμε το κίνημα αυτό πολιτικά (εννοώ απ΄ την πλευρά του ΚΚΕ) έκθετο.Κάποτε αυτό θα το πληρώσουμε ακριβά (…)». Στο γράμμα αυτό ο Ζαχαριάδης αναφέρεται και στα χρήματα που έλαβε. Πρόκειται για ένα ποσόν που του έστειλε ο στενός φίλος και σύντροφός του από τα πρώιμα νεανικά χρόνια Ναζίμ Χικμέτ, με τον οποίο είχε γνωριστεί στην Κωνσταντινούπολη και είχαν φοιτήσει στην Ανώτατη Κομματική Σχολή της Κομιντέρν (Κομμουνιστικής Διεθνούς), ενώ τον Ιανουάριο του 1924 ήταν και οι δυο τους τιμητική φρουρά μπροστά από το φέρετρο του Λένιν. Σε μια άλλη επιστολή αναφέρει και το εξής: «Ζήτησα απ΄ τη Τσεκά (σ.σ.: ΚΕ του ΚΚΣΕ) άδεια να στείλω λεφτά στη Ρούλα. Με παρέπεμψαν στο Τασκέντ και γω, όπως λέμε, τους κατούρησα»!
«Λίγα σπυριά ελληνικής γης»
«Το γράμμα σου το πήρα με μικρή καθυστέρηση γιατί έλειπα στα χτήματα. Σιγά-σιγά μπαίνω στο νόημα της δουλειάς και ασκώ για την ώρα μόνο τυπικά τα διευθυντικά καθήκοντά μου», γράφει ο Ζαχαριάδης στον πιστό σύντροφό του στο πρώτο γράμμα του (26.7.1956) καταλήγοντας: «Ο Σηφάκος είναι καλά (σ.σ.: ο μικρός του γιος από τον γάμο του με τη Ρούλα Κουκούλου που αργότερα υπήρξε ηγετικό στέλεχος του ΚΚΕ). Τον τάραξα στην ξεροφαγία. Τώρα σε λίγες μέρες θα τον τακτοποιήσω σε παιδικό σταθμό.
Λίγα σπυριά ελληνική γη βάλε στο φάκελο της απάντησής σου». Σε όλες δε τις επιστολές του τελείωνε με την ίδια φράση: «Γεια χαρά- Νίκος».
«Τελευταία εντάθηκαν κάτι μικροενοχλήσεις»
Ο Ζαχαριάδης παρακολουθούσε όσο περισσότερο γινόταν τις εξελίξεις στην Ελλάδα και στην Κύπρο, τόσο μέσω της «Αυγής» και των νέων που του έγραφε ο Πάρνης όσο και μέσω ραδιοφώνου (κυρίως του Λονδίνου). Η κατάσταση στο ΚΚΕ τον βασάνιζε: «Αν τολμούσαν μια λίγο-πολύ υποφερτή δημοκρατική συζήτηση στο κόμμα, θα ΄τρωγαν σκούπισμα (εννοώ πολιτικό) που ούτε η μυρωδιά του δε θα ΄μενε», γράφει στις 24.9.1956, επισημαίνοντας ότι αυτό «αργά είτε γρήγορα θα ΄ρθεί».
«Βρωμιές αλά Τασκέντη που από χίλια μίλια βρωμούν Μπέρια, το παγκόσμιο κομμουνιστικό κίνημα δε μπορεί ποτέ, ούτε κατά διάνοια να τις ανεχθεί» , συμπλήρωνε. Στην ίδια επιστολή καταλήγει με μια φράση ενδεικτική της προσωπικής δοκιμασίας που περνούσε και των επιπλοκών της: «Από υγεία είμαι καλά. Ομως επειδή τελευταία εντάθηκαν κάτι μικροενοχλήσεις (σ.σ.:
στην καρδιά του), θάθελα να ξέρω αν χρειαστεί θα μπορούσες ν΄ αναλάβεις το Σηφάκο ωσότου μετά τον δώσεις στη Ρούλα ή τη γιαγιά του;».
«Γάιδαρος στ΄ αυτιά και κόκορας στο μυαλό»
Η άποψη που είχε για τους «διαδόχους» του ήταν κατηγορηματική: «Φυσικά Αλέξη πολλά πρέπει να διορθώσει το ΚΚΕ, όχι όμως με τους Θέους, Κολιγιάννηδες, Υφαντήδες και Στέφανους.Αφτοί ίσον χαντάκωμα ολοκληρωτικό» . Μάλιστα αναφέρει για τον Παρτσαλίδη (επιστολή της 1.12.1956) ότι «η ειδικότητά του είναι και ήταν ν΄ ακούει τι του λένε οι άλλοι και να θεωρεί για σωστό και την τελευταία λέξη που θα του ΄λεγε ο τελευταίος υπάλληλος της Τσεκά (σ.σ.: της ΚΕ) του ΚΚΣΕ». «Ετσι έπαθε τούτο:τα αυτιά του έπαθαν υπερτροφία και το μυαλό του υποτροφία. Αποτελεί μια ιδιόμορφη ενότητα της παροιμίας, γάιδαρος στ΄ αυτιά και κόκορας στο μυαλό. Αφτά…», σημείωνε. Ενώ αλλού αναφέρει: «Οι χρεωκόποι Κολιγιάννης, Παρτσαλίδης, Βλαντάς, Γούσιας και Σία φαντάστηκαν ότι μπορούσαν με ξένο χρίσμα να ασελγήσουν σε βάρος του ΚΚΕ και του λαού μας:Η ιστορία κι η ζωή τους δίνει χαστούκι». Και όταν θα διαγραφεί και από μέλος του ΚΚΕ (στην 7η Ολομέλεια του 1957), θα γράψει στον Πάρνη: «Θάμαθες τα νέα μου. Με διέγραψαν απ΄ το κόμμα ύστερα από 36 χρόνια.Ετσι είμαστε και οι δυο στον ίδιο παρανομαστή. Ας είναι, θα γυρίσει κι ο τροχός να χαρεί κι ο φτωχός».