Ο αγρότης με τα Boss


Φοράει σακάκι Boss, πουκάμισα Lacoste, ρολόγια γιαπωνέζικα ψηφιακά, οδηγεί μία BMW 316i, διαθέτει όχι ένα, αλλά δύο τελευταίας τεχνολογίας τρακτέρ – ένα για τις βοηθητικές εργασίες και ένα άλλο για τις βαριές -, καλλιεργεί 400 στρέμματα βαμβάκι και 100 στρέμματα σιτάρι, δηλώνει οικονομολόγος και στατιστικολόγος, συχνάζει για τσίπουρα και κοψίδια στο καφενείο «Η Ρηγίλλης» στη Χάλκη Λάρισας και ανά πάσα στιγμή, όπως υπερηφάνως δηλώνει, μπορεί να κόψει την Ελλάδα στα δύο, να κινητοποιήσει τα ΜΑΤ και όλα τα τηλεοπτικά κανάλια. Στον 53χρονο γαλάζιο αγροτοσυνδικαλιστή του θεσσαλικού κάμπου κ. Αθ. Κοκκινούλης αρέσει να τον αποκαλούν «πρόεδρο» ή «αρχηγό», να έχει φίλους αγρότες, αλλά μόνον τους «σεμνούς και ταπεινούς», να κάνει επιλεκτικές, ανάλογα με τη συμπεριφορά τους απέναντι στους αγρότες, πολιτικές φιλίες και να επιστρατεύει κάθε φορά στα αγροτικά μπλόκα ολόκληρη την οικογένειά του, τα δύο τρακτέρ, ακόμα και την απαστράπτουσα BMW του.


Οι φίλοι και κυρίως οι αντίπαλοί του θεωρούν τον κ. Αθ. Κοκκινούλη πανέξυπνο, πολυμήχανο και απρόβλεπτο, πως δεν διστάζει να κάνει το προσωπικό του παιχνίδι στον κάμπο, πάντοτε, όπως λέει, για την εξυπηρέτηση των αγροτικών συμφερόντων. Κερδίζει φίλους και την εμπιστοσύνη των αγροτών με το να παρουσιάζεται «κομματικά αποστασιοποιημένος» ή πιο συχνά επιδεικνύοντας ως τρόπαιο τη φορολογική του δήλωση, σύμφωνα με την οποία η ακίνητη περιουσία του περιλαμβάνει μόνον ένα σπίτι και ένα οικόπεδο εξ ημισείας με τον αδελφό του. Σε πρώτη ζήτηση επιδεικνύει αμέσως τις συναλλαγές του με την Εφορία, ότι δηλαδή πληρώνει ετησίως φόρο μόνον 1.500 ευρώ, καθώς και τις δόσεις των δανείων που πήρε από την Αγροτική Τράπεζα.


Ποτέ όμως δεν δίνει λογαριασμό σε κανέναν για τις επιδοτήσεις από την Ευρωπαϊκή Ενωση που εισπράττει. Ο κάμπος εξακολουθεί να φέρνει χρήμα. Επιμένει – παρά τη νέα ΚΑΠ και τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι αγρότες – να ασκεί το συγκεκριμένο επάγγελμα το οποίο θεωρεί, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, προσοδοφόρο. Πάνω απ’ όλα όμως ενδιαφέρεται να παραμείνει πρόεδρος. Πρόεδρος της Ενωσης Γεωργικών Συνεταιρισμών Λάρισας. Εκεί είναι όλη η εξουσία, η δόξα, οι σχέσεις με τους πολιτικούς. Απόδειξη; Δεν τον ενδιαφέρει, δηλώνει, να εκλεγεί βουλευτής επειδή «δεν θέλω να κάνω συμβιβασμούς και να εισέλθω στις διαδικασίες της κομματικής πειθαρχίας». Παροτρύνει μάλιστα τον γιο του Δημήτρη, 24 χρόνων, που σπουδάζει στην ΑΣΟΕ, να μην ασχοληθεί με τίποτα άλλο, παρά μόνον με την αγροτιά.


Απόφοιτος και ο ίδιος της Νομικής Σχολής, στο Τμήμα Πολιτικών και Οικονομικών Επιστημών (στα χρόνια της δικτατορίας), δεν θέλησε ποτέ να γίνει δημόσιος υπάλληλος. Με την αποφοίτησή του διορίζεται για έξι μήνες καθηγητής σε τεχνικό λύκειο της Λάρισας και λίγο προτού πέσει η κυβέρνηση του Γεωργίου Ράλλη και με πίεση του πατέρα του (παλαιού στελέχους της ΕΡΕ και μετέπειτα της ΝΔ), δίνει εξετάσεις και περνά 300ός στην Εθνική Στατιστική Υπηρεσία. Δεν δούλεψε όμως ποτέ εκεί. Προτίμησε τα τρακτέρ, τις κοινοτικές επιδοτήσεις, τη συνδικαλιστική δόξα. Η ανέλιξή του ταχύτατη. Το 1987 γίνεται αντιπρόεδρος της Κοινότητας Χάλκης, το 1989 πρόεδρος του Αγροτικού Συνεταιρισμού «Αλληλεγγύη» στη Χάλκη, το 1990 σύμβουλος στην Κοινότητα Χάλκης, το 1994 πρόεδρος της Κοινότητας Χάλκης και αιρετό μέλος του ΔΣ του Γεωργικού Συνεταιρισμού Λάρισας, το 1998 δήμαρχος του Καποδιστριακού Δήμου Πλατυκάμπου και το 2001 πρόεδρος της Ενωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών Λάρισας: «Ολες οι θέσεις είναι αιρετές, καμία διορισμένη, δεν έχω κανέναν ανάγκη» λέει.


Σύνθημά του (το οποίο συχνά αναφέρει στα τηλεοπτικά παράθυρα και στις ατέλειωτες συζητήσεις στους γεωργικούς συνεταιρισμούς) «συμμαχώ ακόμα και με τον Διάβολο», προκειμένου να προωθήσει τα προβλήματα των αγροτών. Αυτές όμως οι «συμμαχίες με τον Διάβολο» του στέρησαν κάπως τη δόξα στις πρόσφατες κινητοποιήσεις στα Τέμπη. Ούτε 200 τρακτέρ δεν μπόρεσε να κατεβάσει. Ο ίδιος το δικαιολογεί λέγοντας ότι «οι αγρότες κουράστηκαν και γέρασαν»· οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν ότι «μπόρεσε να κατεβάσει μόνον αυτούς που διόρισε στους συνεταιρισμούς». Πάνω απ’ όλα όμως τον κατηγορούν ότι χάνει το τρένο. Οι κινητοποιήσεις δεν γίνονται με το να κόβεις την Ελλάδα στα δύο, αλλά για την προστιθέμενη αξία των προϊόντων, που πρέπει να πληρούν τις ανάγκες του καταναλωτή. Πάνω απ’ όλα όμως οι αντίπαλοί του τον κατηγορούν ότι το γιαπωνέζικο ρολόι τού κ. Κοκκινούλη σταμάτησε στο 1996, τότε που τα ΜΑΤ ξεφούσκωσαν τα λάστιχα των τρακτέρ.


Ηταν, λένε, γνωστές στη Ρηγίλλης οι πρόσφατες κινήσεις του για το τελευταίο «συλλαλητήριο». Συνάδελφοί του αγρότες από τις Θερμοπύλες, τη Βοιωτία και αλλού αναφέρουν ότι ο ίδιος όρισε την 5η Μαρτίου ως ημέρα για να κινηθούν τα τρακτέρ. Ηταν η ημερομηνία κατά την οποία το ΠαΣοΚ επρόκειτο να ανακοινώσει το πρόγραμμά του. Θα ήταν μια κίνηση αντιπερισπασμού. Και όταν σε μια συνέλευση, αρχές Φεβρουαρίου, κάποιοι τον ρώτησαν «γιατί να περιμένουμε ως τον Μάρτιο να κάνουμε μπλόκα;», απάντησε με ψυχραιμία: «Θα πρέπει να περιμένουμε για να επιστρέψουν τα τρακτέρ μας, που τα δανείσαμε ή τα ενοικιάσαμε να σέρνουν άρματα στον Καρνάβαλο».


Ο κ. Κοκκινούλης δεν φημίζεται για τις «σταθερές» του φιλίες. Πριν από λίγες ημέρες, όταν ο παλαιός «σύμμαχός» του κ. Μπούτας (από τις θυελλώδεις κινητοποιήσεις του 1996) πρότεινε διαφορετική ημερομηνία και διαφορετικό τρόπο κινητοποιήσεων, ο κ. Κοκκινούλης φρόντισε να απουσιάζει από τον κάμπο. Βρέθηκε ξαφνικά στις Βρυξέλλες, προσκεκλημένος του ευρωβουλευτή της ΝΔ (και υποψηφίου βουλευτή Λάρισας στις προσεχείς εκλογές) κ. Γ. Δημητρακόπουλου και έτσι δεν είχε κανέναν λόγο να προχωρήσει σε συμμαχίες. Και σαν να μην έφθανε η απουσία του εκείνες τις ημέρες από τον κάμπο, κατηγόρησε και τον κ. Μπούτα ως «καθοδηγούμενο από τον κ. Ρουσόπουλο». Δεν είναι όμως η πρώτη φορά που στρέφεται εναντίον παλαιών φίλων και συμμάχων. Στην αρχή της αγροτικής-συνδικαλιστικής του καριέρας εμφανιζόταν ένθερμος υποστηρικτής του Σαρακατσάνου κ. Γ. Σουφλιά. Οταν όμως ο σημερινός υπουργός ΠΕΧΩΔΕ είχε διαγραφεί από το κόμμα, ο κ. Κοκκινούλης τον εγκατέλειψε, στράφηκε εναντίον του και κατηγόρησε μάλιστα και έναν στενό συνεργάτη του κ. Σουφλιά ότι ήταν αναμεμειγμένος σε «γκρίζες αγροτικές υποθέσεις».


Σχεδόν με όλους τους υπουργούς Γεωργίας τα πήγαινε άριστα, εκτός από δύο: τους κκ. Ευ. Μπασιάκο και κ. Γ. Δρυ. Ακόμη και τους κκ. Στ. Τζουμάκα και Ευ. Αργύρη, του ΠαΣοΚ, λέει ότι φιλοξένησε στη γενέτειρά του, τη Χάλκη. Αυτή ακριβώς η θεωρία του περί «συμμαχίας με τον Διάβολο», για να προωθεί τα αγροτικά αιτήματα αλλά και τις προσωπικές πολιτικοσυνδικαλιστικές του επιδιώξεις, τον οδήγησε στη ανίερη συμμαχία με το ΚΚΕ το 1996. Με μία όμως διαφορά. Ολοι όσοι συμμάχησαν τότε μαζί του χρημάτισαν εν συνεχεία είτε βουλευτές είτε ευρωβουλευτές είτε ακόμη και νομάρχες. Αυτός μόνον παρέμεινε πρόεδρος των Γεωργικών Συνεταιρισμών και έτσι θέλει να συνεχίσει να είναι για πολλά χρόνια ακόμη. Εκτός και αν, όπως λέει χαριτολογώντας, δεν καταφέρει να επανεκλεγεί – «τότε βλέπουμε» –, αφήνοντας έτσι ανοιχτή την περίπτωση να βρεθεί στη Βουλή ή στην Ευρωβουλή, παρά την αντιπάθειά του προς την κομματική πειθαρχία.


Τα χωράφια στη Ρουμανία και οι επιδοτήσεις


Με τον κ. Κ. Καραμανλή ο κ. Αθ. Κοκκινούλης συναντήθηκε μόνον μία φορά, όταν η ΝΔ ήταν στην αντιπολίτευση. Δεν του καταλογίζει τίποτε. Στηρίζει τις «μεταρρυθμίσεις που επιχειρεί» και δεν παραπονέθηκε ποτέ επειδή έχει τοποθετήσει τον κ. Μπασιάκο στο υπουργείο Γεωργίας. Η μοναδική παρατήρησή του που έχει να κάνει με τον Πρωθυπουργό είναι ότι ο κ. Καραμανλής δεν έπρεπε να είχε υπογράψει τον Μάιο του 2004 την αναθεώρηση της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής. Συνεργάζεται περισσότερο με τον υφυπουργό Γεωργίας κ. Αλ. Κοντό παρά με τον κ. Μπασιάκο, για τον οποίο αναφέρει ότι μπορεί να διαχειρίζεται καλά τις αγροτικές επιδοτήσεις, αλλά στερείται οράματος για τη γεωργία.


«Θέλω να κοιτάω τη ΝΔ με τα μάτια ανοιχτά, γιατί για έναν έντιμο συνδικαλιστή ο αγώνας είναι ο ίδιος, με οποιαδήποτε κυβέρνηση» λέει για να δικαιολογήσει τις συχνές εκρήξεις του εναντίον κυβερνητικών στελεχών, αλλά και την επιμονή του να βγάζει τα τρακτέρ στους δρόμους. Στον κάμπο όμως υπάρχει ένα μυστικό, για το οποίο κανείς δεν μιλάει, ούτε ο κ. Κοκκινούλης: «Ποιοι και πόσοι αγρότες πριν από μερικά χρόνια νοίκιασαν χωράφια στη Ρουμανία, τα καλλιέργησαν με βαμβάκι και εν συνεχεία τα μετέφεραν στην Ελλάδα και εισέπραξαν τις επιδοτήσεις;». Ο κ. Κοκκινούλης το μόνο που λέει είναι ότι στη Ρουμανία λόγω κρύου δεν μπορεί να καλλιεργηθεί το βαμβάκι. Πέραν τούτου ουδέν.