Στην πρόσφατη ελληνική ιστορία δύο (μαζί με την προχθεσινή) επιθέσεις αναφέρονται εναντίον του Κοινοβουλίου.
Η πρώτη έγινε το 1964. Η προεκλογική συγκέντρωση του υποψηφίου δημάρχου Αθηναίων Γ. Πλυτά, τον οποίο υπεστήριζε η τότε ΕΡΕ (Εθνική Ριζοσπαστική Ενωσις, πολιτικός «πρόγονος» της Νέας Δημοκρατίας), εξελίχθηκε σε διαδήλωση από την Κλαυθμώνος προς την πλατεία Συντάγματος. Οι διαδηλωτές έφθασαν στο κτίριο της Βουλής και επεχείρησαν βιαίαν είσοδο. Τους απέκρουσαν οι χωροφύλακες της φρουράς και υπάλληλοι της Βουλής – και τους συνέλαβε σχεδόν όλους, και αμέσως, η Αστυνομία.
Στη δίκη που ακολούθησε (με βασικούς μάρτυρες κατηγορίας υπουργούς της τότε Κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, εν οις και ο κ. Μητσοτάκης) οι αποκληθέντες παρακρατικοί της Δεξιάς τιμωρήθηκαν δεόντως.
Εκτοτε παραβίαση του χώρου του Κοινοβουλίου δεν είχαμε – τουλάχιστον επιθετική. Οταν (τον Οκτώβριο του 1981, κατά την τελευταία προεκλογική συγκέντρωση της υπό τον Γ. Ράλλη τότε Νέας Δημοκρατίας) οι «σκηνοθέτες προεκλογικών συγκεντρώσεων» ανέπτυξαν «πλήθη» στον χώρο του Αγνωστου Στρατιώτη, όλοι μίλησαν για βεβήλωση χώρου ιερού.
Ηδη προχθές οι πολίτες έγιναν μάρτυρες αποτροπιαστικών σκηνών. Οι συγκρούσεις αστυνομικών με κουκουλοφόρους και μη διαδηλωτές ή συνειδητούς ταραξίες είναι σκηνές πρωτοφανείς, που δεν χρειάζονται σχόλια. Η πυρπόληση του φυλακίου μπροστά στο Μνημείο του Αγνωστου Στρατιώτη προσβάλλει ολόκληρη τη χώρα, όπως άλλωστε όλους μας προσβάλλει η πυρπόληση της Σημαίας, σύνηθες και αυτό τηλεοπτικό «θέαμα».
Το ζήτημα δεν είναι απλώς η απόδοση των ευθυνών για τα προχθεσινά έκτροπα.
Το πρόβλημα είναι αν τα πολιτικά κόμματα αντιλαμβάνονται – όλα! – τις ευθύνες τους, αν θέλουν και αν μπορούν να αναλάβουν όχι απλώς την τήρηση της έννομης τάξης, αλλά τη διασφάλιση της ίδιας της υπόστασης της χώρας.
Οι συχνά δικαιολογημένες διαδηλώσεις δεν επιτρέπεται να εκφυλίζονται σε πράξεις που συνιστούν εσχάτη προδοσία και υπονομεύουν τη χώρα.