Ως ελληνική κοινωνία έχουμε καταφέρει, με την ευθύνη της ηγεσίας του ΥΠΕΠΘ, κάτι ιδιαίτερα παράδοξο όσον αφορά τα εκπαιδευτικά μας πράγματα. Αναφερόμαστε διαρκώς και μονοσήμαντα στο σύστημα πρόσβασης των μαθητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, χωρίς ωστόσο ποτέ να εξασφαλίζουμε κάποια στοιχειώδη βιωσιμότητά του. Κατά τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, οι περισσότερες πολιτικές παρεμβάσεις (…) στην εκπαίδευση συνδέθηκαν μονομερώς με το ζήτημα αυτό. Και το πιο εντυπωσιακό στοιχείο είναι ότι ποτέ κανένας από τους πολιτικούς υπεύθυνους δεν αναρωτήθηκε για ποιον λόγο συγκροτούνται σαθρά εξεταστικά συστήματα. Ισως γιατί, θέλοντας να συνδέσουν το όνομά τους με κάποια «αλλαγή» και να δώσουν μια αίσθηση ότι παράγουν πολιτική, προχωρούσαν σε «εξεταστικές μεταρρυθμίσεις» χωρίς να ενδιαφέρονται για την προοπτική των αλλαγών αυτών.
Θεωρώ ότι δεν υπάρχει αυτόνομο εξεταστικό πρόβλημα. Αυτό που εκδηλώνεται με τα χαρακτηριστικά τέτοιου προβλήματος είναι ουσιαστικά μια έκφραση του εκπαιδευτικού προβλήματος της χώρας. Και όσο δεν αντιμετωπίζεται σ’ αυτή τη διάσταση, θα έρχεται και θα επανέρχεται ταλαιπωρώντας όλο το εκπαιδευτικό εποικοδόμημά μας και πρωτίστως τους μαθητές. Και όχι μόνο αυτό. Οι μονότονες και επιμελείς προσπάθειες των πολιτικών υπευθύνων γύρω από το εξεταστικό παγιδεύουν και τις εξελίξεις στο περιεχόμενο του σχολείου. Οι μεταρρυθμίσεις ή θα είναι πράγματι εκπαιδευτικού χαρακτήρα, δηλαδή επί της ουσίας της μορφωτικής πρότασης, ή δεν θα έχουν καμία τύχη. Οσοι βαφτίζουν τις εξεταστικές αλλαγές ως «μεταρρύθμιση» ή επιχειρούν αλλαγές με «μοχλό» τις εξετάσεις απλώς δείχνουν ότι δεν έχουν καμία σχέση με την εκπαιδευτική πραγματικότητα.
Ολα τα εφαρμοσθέντα εξεταστικά συστήματα τίθενται στη δοκιμασία ενός χαρακτηριστικού της εκπαίδευσής μας, του έντονου ανταγωνισμού που διακρίνει το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση. Δεν υπάρχει κάποια εξεταστική δομή και συγκρότηση, η οποία θα μας λυτρώσει από αυτόν τον βρόχο. Αλλωστε έχουμε δοκιμάσει όλους τους συνδυασμούς και τις παραλλαγές και το πρόβλημα αναπαράγεται μεγαλοπρεπώς. Αυτό που ταλαιπωρεί το εκπαιδευτικό εποικοδόμημά μας είναι κυρίως (και αυτό είναι το άδηλο υπόστρωμα των κρίσεων του εξεταστικού συστήματος) η απουσία μιας αναπτυγμένης επαγγελματικής εκπαίδευσης, στοιχείο πρωτόγνωρο για ευρωπαϊκή χώρα. Ετσι, ένα μέρος των αποφοίτων του λυκείου, μη έχοντας επαγγελματικά εφόδια για μια δημιουργική πορεία στην αγορά εργασίας, αυτοπροσδιορίζονται ως υποψήφιοι για τα ΑΕΙ και τα ΤΕΙ, χωρίς να έχουν μια τέτοια ουσιαστική στόχευση. Εχουμε δηλαδή μια πλασματική πανεπιστημιακή ζήτηση, που τελικά επιφορτίζει και τις εντάσεις του εξεταστικού πλέγματος. Η υπερβολική όμως συσσώρευση υποψηφίων (το 80% των αποφοίτων του λυκείου είναι και υποψήφιοι, μοναδικό φαινόμενο στην Ευρώπη) ακυρώνει τη βιωσιμότητα του όποιου εξεταστικού συστήματος, κυρίως λόγω του έντονου ανταγωνισμού.
Το σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση πρέπει να δίνει τη δυνατότητα πραγματικής δεύτερης ευκαιρίας στον μαθητή ως απαραίτητο στοιχείο μιας σύγχρονης παιδαγωγικής αντίληψης, αλλά και αποδραματοποίησης του όλου εξεταστικού πλέγματος. Σε αντίθετη περίπτωση, οι παρενέργειες που θα προκληθούν δεν θα πλήξουν τη βιωσιμότητα του όποιου συστήματος, αλλά θα προκαλέσουν και κρίσιμες στρεβλώσεις στη μορφωτική λειτουργία του λυκείου.
Η οποιαδήποτε εξεταστική διαδικασία πρέπει όχι μόνο να μην επικυριαρχεί ή να μην αυτονομείται από την εκπαιδευτική «ουσία», αλλά να εντάσσεται στους κύριους σκοπούς της διδακτικής, με συνεχείς ανατροφοδοτικές λειτουργίες με τις βασικές παιδαγωγικές ανάγκες και προτεραιότητες. Η ανταγωνιστικότητα στο οποιοδήποτε σύστημα πρόσβασης, που ουσιαστικά είναι απόρροια του ανταγωνισμού της αγοράς εργασίας και του κατανεμητικού ρόλου του σχολείου, δεν μπορεί και δεν πρέπει να γίνει η πεμπτουσία της εκπαιδευτικής λειτουργίας μας, ακριβώς γιατί η μορφωτική πορεία ενός νέου δεν μπορεί να «συγκρούεται» με την αντίστοιχη πορεία ενός άλλου.
Η ένταση που παρατηρείται σήμερα στο σύστημα πρόσβασης στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορεί να αμβλυνθεί αν: α) συγκροτηθεί το ενιαίο λύκειο με τέτοιο τρόπο ώστε, σε συνδυασμό με την επαγγελματική εκπαίδευση και αρχική κατάρτιση, να δίνει στέρεη γενική παιδεία και ουσιαστικά εφόδια στους νέους για μια δημιουργική επαγγελματική και κοινωνική εξέλιξη, β) αυξηθεί ουσιαστικά ο αριθμός των νέων στα ΑΕΙ και στα ΤΕΙ χωρίς μείωση της ροής του μαθητικού δυναμικού στο λύκειο, γ) ενισχυθεί ουσιαστικά το μαθησιακό περιεχόμενο του σχολείου με τη βελτίωση της ποιότητας της παρεχομένης εκπαίδευσης, δ) αναπτυχθεί με συγκροτημένο τρόπο η ενισχυτική διδασκαλία και ένα ολοκληρωμένο σύστημα αντισταθμιστικής εκπαιδευτικής πολιτικής.
Μια ουσιαστική πολιτική σαφώς θα υποτάσσει τον δήθεν αυτοφυή χαρακτήρα του εξεταστικού προβλήματος (και πάντως κυρίαρχο σε όλες τις παρεμβάσεις του ΥΠΕΠΘ) στις εκπαιδευτικές στοχεύσεις και όχι αντίθετα. Εμείς, οι εκπαιδευτικοί, θέλουμε αλλαγές, δημοκρατικές και καινοτόμες, στο δημόσιο σχολείο και όχι μόνο εξεταστικές «μεταρρυθμίσεις». Θέλουμε να δημιουργήσουμε ένα σχολείο του πολιτισμού και της παιδείας, που θα εμπνέει τους μαθητές μας, θα απελευθερώνει τη δημιουργικότητά τους και θα τροφοδοτεί τις πολλαπλές ανάγκες των κοινωνιών της μάθησης.