Ας μου συγχωρήσει ο αναγνώστης τον ιδιαίτερα προσωπικό χαρακτήρα του σημερινού κειμένου. Είναι ένα μικρό αφιέρωμα στον άνθρωπο χάρις στον οποίο επέλεξα να ταλαιπωρώ κάθε λίγο το πανελλήνιο μέσα από τις ηλεκτρονικές «στήλες» αυτής εδώ της εφημερίδας. Χωρίς την παραμικρή διάθεση κομπασμού, λοιπόν, ισχυρίζομαι ότι γνωρίζω προσωπικά τον φανατικότερο και πιο παλιό αναγνώστη του «Βήματος»!
Ξεκινώ τις απαραίτητες συστάσεις με λίγα αποσπάσματα από το βιογραφικό του. Ο θείος μου ο Νικήτας κλείνει τούτο τον Δεκέμβρη τα 93. Μέσα στα χρόνια της Κατοχής κατάφερε να πάρει δύο πτυχία, του Πολυτεχνείου και της Παντείου. Οι σπουδές του τού άνοιξαν επίσης δύο δρόμους: μια μόνιμη θέση στο Δημόσιο και μια θέση μηχανικού σε μεγάλο εργοστάσιο χαλυβουργίας. Παρά τη μονιμότητα που εξασφάλιζε η πρώτη θέση, ο μισθός ήταν μικρός. Έτσι, χωρίς καν την αίσθηση του ρίσκου (αφού οι μηχανικοί ήταν τότε περιζήτητοι στην αναπτυσσόμενη βιομηχανία) επέλεξε τη θέση στο εργοστάσιο, όπου έκανε λαμπρή καριέρα. Δεν το μετάνιωσε ποτέ!
Σ’ εμάς τους σημερινούς, η τότε επιλογή του θείου μου φαντάζει σχεδόν παρανοϊκή. Μιλάμε όμως για μια εποχή πολύ διαφορετική απ’ τη δική μας, όπου η ανάπτυξη της χώρας διψούσε για νέους με μόρφωση και τεχνογνωσία. Και η απόκτηση τέτοιων προσόντων δεν ήταν τότε όσο εύκολη υπόθεση είναι σήμερα, αφού δεν είχε ακόμα θεσπιστεί το κοινωνικό ευεργέτημα της δωρεάν παιδείας, και το υψηλό κόστος των σπουδών λειτουργούσε αποθαρρυντικά (ή και απαγορευτικά) στις φιλοδοξίες και τα όνειρα πολλών νέων παιδιών με δυνατότητες. (Ναι, μιλώ για εκείνη τη δωρεάν παιδεία προς την οποία ορισμένοι απ’ τους σημερινούς «προοδευτικούς» φοιτητές εκφράζουν την «ευγνωμοσύνη» τους σπάζοντας γραφεία και υπολογιστές καθηγητών, καταστρέφοντας κτίρια χτισμένα απ’ το υστέρημα του Ελληνικού λαού, απαιτώντας από την πολιτεία την αναγνώριση της «κατάληψης» ως διδαχθέντος μαθήματος, κλπ.)
Ο θείος Νικήτας, που λέτε, διαβάζει ανελλιπώς και αποκλειστικά το «Βήμα» από τόσο παλιά που δεν μπορεί κι ο ίδιος πια να θυμηθεί. Και όταν λέω «διαβάζει», εννοώ ξεκοκαλίζει! Ακόμα και τα κοινωνικά, και τις διαφημίσεις, τα πάντα. Με ιερό φανατισμό που θα ζήλευε και η θρησκόληπτη γιαγιά μου που μελετούσε πρωί-βράδυ τη «Σύνοψη». Και με μια ακρίβεια προγραμματισμού που σε αφήνει έκπληκτο: Φροντίζει ώστε η ανάγνωση του φύλλου της προηγούμενης Κυριακής να τελειώνει ακριβώς πριν πάει για ύπνο το Σάββατο το βράδυ, ώστε πρωί-πρωί την Κυριακή να ξεκινήσει την ανάγνωση της νέας έκδοσης της εφημερίδας!
Το παρακάτω περιστατικό μπορεί να ακούγεται απίστευτο, είναι όμως πέρα ως πέρα αληθινό: Τηλεφωνώ κάποια Παρασκευή βράδυ για καλησπέρα. Ακούω στην άλλη άκρη της γραμμής το θείο Νικήτα αγχωμένο: «Μην τα ρωτάς τι έπαθα σήμερα!» Προς στιγμήν τρόμαξα: «Που λες, μας ήρθε άξαφνα η γειτόνισσα από δίπλα και δεν έλεγε να φύγει. Θα κάθισε ίσαμε τρεις ώρες. Και το κακό είναι ότι με καθυστέρησε και έμεινα πίσω στο διάβασμα του ‘Βήματος’. Τώρα δεν θα το έχω τελειώσει ως την Κυριακή το πρωί που θα πάρω το καινούργιο!»
Το διηγούμαι όπου βρεθώ σαν ανέκδοτο… Ο θείος μου διαβάζει κάθε βδομάδα και τα δικά μου κείμενα στην ηλεκτρονική έκδοση της εφημερίδας. Καθώς δεν χειρίζεται υπολογιστή, τα τυπώνω και του τα πηγαίνω στο σπίτι. Στο τέλος της ανάγνωσης, ακούω πάντα το στερεότυπο μονολεκτικό σχόλιο: «Μάλιστα…» Αν ζητήσω πιο πολλές εξηγήσεις, μπορεί και να δευτερολογήσει αναλυτικότερα: «Τι τα θέλεις τώρα και τα γράφεις αυτά;» Χωρίς να το ξέρει, συμφωνεί με την άποψη των 99 από τους 100 αναγνώστες. (Ο 100ός είναι ο ίδιος ο αρθρογράφος… αν και ούτε γι’ αυτόν παίρνω όρκο!)
Ο θείος Νικήτας είχε πάντα προσδιορισμένο και συνεπές πολιτικό στίγμα. Τελευταία, όμως, δεν ξέρει πια σε τι να πιστέψει. Μοιράζεται, θα έλεγα, την ιδεολογική αμηχανία στην οποία βρίσκεται και η αγαπημένη του εφημερίδα. Έχοντας βιώσει τις εμπειρίες ενός εμφύλιου, ασπάστηκε καλοπροαίρετα από νωρίς την μανιχαϊκή διάκριση ανάμεσα στο απόλυτα «καλό» και το απόλυτα «κακό» της πολιτικής, χωρίς εξαιρέσεις και «υποσημειώσεις». Κι έμεινε σταθερός στις επιλογές του, ώσπου μια μέρα τις είδε να καταρρέουν κάτω από το βάρος των ίδιων τους των λαθών. Λάθη που επιμελώς του είχαν αποκρύψει για χρόνια, μιλώντας του με στόμφο για δήθεν ευημερία και εθνική υπερηφάνεια…
Σε ένα πράγμα, όμως, παραμένει σταθερός: στη βόλτα ως το περίπτερο τα πρωινά της Κυριακής. Ελπίζοντας κάθε φορά ν’ ανακαλύψει, επιτέλους, κρυμμένο κάπου στα βάθη της πολυσέλιδης έκδοσης έναν -έστω και ψεύτικο- λόγο για να συνεχίσει να αισθάνεται αισιόδοξος…