Στο βιβλίο του «Μουσική και Λόγος», ο διάσημος μαέστρος Wilhelm Furtwängler δεν κρύβει την αντιπάθειά του για τους κριτικούς Τέχνης. Παρομοιάζει τον δημιουργό με τον Φάουστ και τον κριτικό με τον Μεφιστοφελή, λέγοντας για τον δεύτερο πως ό,τι γεννιέται από αγάπη το θεωρεί άξιο ν’ αφανιστεί! Κάπου παρακάτω γράφει πως η κύρια μέριμνα του κριτικού είναι ο εντοπισμός και η επισήμανση των «λαθών» στο έργο Τέχνης, ενώ ο ίδιος συχνά αδυνατεί να δει τη δύναμη και το μεγαλείο ενός αληθινού αριστουργήματος.
Οι σκέψεις του Furtwängler μου ήρθαν στο νου καθώς παρατηρούσα την εναγώνια προσπάθεια των κριτικών κινηματογράφου να εντοπίσουν τα «λάθη» στο «Αν…», την πρώτη κινηματογραφική απόπειρα του Χριστόφορου Παπακαλιάτη (Ελλάδα, 2012). Ομολογώ πως κι εμείς μπήκαμε στην αίθουσα όχι χωρίς κάποια μικρή δόση προκατάληψης. Θα ήταν κι αυτό, άραγε, ένα κινηματογραφικό πείραμα από άλλον ένα τηλεοπτικό σκηνοθέτη που αδυνατεί να κάνει την υπέρβαση από τον επίπεδο χώρο της τηλεσκηνοθεσίας στον σύνθετο χωροχρόνο του κινηματογράφου;
Το αποτέλεσμα μας εξέπληξε ευχάριστα! Είδαμε μια αυθεντική κινηματογραφική δημιουργία σκηνοθετημένη με μαεστρία που υπερβαίνει κατά πολύ τα όρια της νεοελληνικής μετριότητας, με ένα σενάριο ιδιοφυώς αυτοσυνεπές (έστω κι αν όχι πρωτότυπο) δουλεμένο καλά στις λεπτομέρειες. Μοναδικό, ίσως, αδύνατο σημείο της ταινίας, η σκηνοθετική καθοδήγηση στην πρωταγωνίστρια που είχε ως αποτέλεσμα μια ερμηνεία που θα χαρακτηρίζαμε ως υπερβολικά «θεατρική» (αν και σε καμία περίπτωση κακή).
Ως προς την κεντρική ιδέα του έργου, είναι εμφανείς οι αναφορές στο κλασικό, πλέον, “Sliding Doors” (1998). Μια κινηματογραφική σπουδή πάνω στο «φαινόμενο της πεταλούδας», πώς δηλαδή μια φαινομενικά ασήμαντη λεπτομέρεια μπορεί να αλλάξει δραματικά την τάξη των πραγμάτων και τη μοίρα των ανθρώπων. Παρακολουθούμε, έτσι, δύο εναλλακτικές εκδοχές της πραγματικότητας να εξελίσσονται παράλληλα στο χρόνο, μέσα από δύο διαφορετικά ντόμινο της αιτιότητας.
Βασικό θέμα, οι ερωτικές σχέσεις και η δοκιμασία τους απέναντι στη φθορά που επιφέρει η καθημερινότητα. Δεν θα μπορούσαν, φυσικά, να λείπουν και κάποιες επίκαιρες αναφορές στην οικονομική κρίση, έναν από τους παράγοντες που επιδρούν καταλυτικά στη σχέση των ζευγαριών τα τελευταία χρόνια. Ο σκηνοθέτης αφήνει τελικά τον θεατή να διαλέξει ποια πραγματικότητα του ταιριάζει καλύτερα, κλείνοντας όμως υπαινικτικά το μάτι προς την κατεύθυνση μιας πιο αισιόδοξης επιλογής…
Δεν θα πούμε, όμως, περισσότερα, για να μην κολλήσει σ’ αυτή την ανάλυση η ρετσινιά του “spoiler”! Φύγαμε από τον κινηματογράφο με αισθήματα εσωτερικής κάθαρσης, τέτοια που πρέπει να αφήνει κάθε αληθινό έργο Τέχνης. Και ξεχάσαμε μονομιάς το ανηλεές (αν και σκηνοθετικά αριστουργηματικό) “Amour” που δείχνει απλά την ωμή πραγματικότητα, δίχως την αναγκαία ψυχολογική εξισορρόπηση που προσφέρει το εν δυνάμει εναλλακτικό…