Είναι φανερό ήδη από την ονομασία του νέου σχεδίου για τη χωροταξική ανασύσταση των ΑΕΙ ότι μια ιστορική ευκαιρία για την καλύτερη λειτουργία τους τείνει να χαθεί πριν καν το σχέδιο ξεκινήσει. Γιατί, ενώ τα τελευταία είκοσι χρόνια έχει επιβαρυνθεί σημαντικά η λειτουργία των Πανεπιστημίων στην πρωτεύουσα και τη συμπρωτεύουσα από τις κοινωνικές διεκδικήσεις και την έντασή τους, με πρώτη συνέπεια την απώλεια χιλιάδων ωρών διδασκαλίας και έρευνας, κανείς δε συζητά σοβαρά το ενδεχόμενο μιας ριζοσπαστικής αλλαγής πλεύσης στο χωροταξικό σχεδιασμό των Ιδρυμάτων με έντονη απο(συγ)κεντρωτική τάση.
Αντίθετα, το αξίωμα ότι για να λειτουργήσει ικανοποιητικά ένα Πανεπιστήμιο χρειάζεται ένταξη στον αστικό ιστό μιας μεγαλούπολης αναμασιέται χωρίς συζήτηση. Εδώ έχει φυσικά τη συμβολή της και η νοοτροπία των διδασκόντων και των διοικητικών αξιωματούχων πολλών ΑΕΙ ότι η εξορία των ίδιων και των οικείων τους από το «κέντρο» είναι αβάστακτο τίμημα στο βωμό της καλύτερης λειτουργίας των ιδρυμάτων που υπηρετούν. Μάλιστα, ενώ σε όλες τις άλλες περιπτώσεις δανειζόμαστε χωρίς φειδώ πρότυπα από το εξωτερικό για τη λειτουργία των ελληνικών Πανεπιστημίων, στην περίπτωση αυτή αποσιωπάται η ευρύτατα διαδεδομένη πρακτική μερικά από τα καλύτερα Πανεπιστήμια παγκόσμια να εδρεύουν σε πόλεις μέσου ή μικρού μεγέθους, οι οποίες κάποτε ξεφεύγουν από την αφάνεια μόνο και μόνο εξαιτίας της φήμης του ιδρύματος που φιλοξενούν.
Αν είμαστε ειλικρινείς, θα παραδεχτούμε ότι η χωροταξική αναμόρφωση των ΑΕΙ δεν γίνεται φυσικά με γνώμονα τις ακαδημαϊκές ανάγκες της χώρας, αλλά επιβάλλεται στο πλαίσιο μιας ακραίας οικονομικής συγκυρίας. Από την άποψη αυτή λοιπόν μου φαίνεται ανεδαφικό να μην λαμβάνονται υπόψη κατά τη διαδικασία κατάρτισης του νέου χωροταξικού χάρτη των ΑΕΙ-ΤΕΙ δυο βασικά κριτήρια:
Α. το ιδιοκτησιακό καθεστώς των εγκαταστάσεων ενός ΑΕΙ
Β. οι προοπτικές αξιοποίησης της περιουσίας ενός ιδρύματος με στόχο την μεγιστοποίηση του ποσοστού αυτοχρηματοδότησής του
Όσον αφορά λοιπόν το πρώτο κριτήριο, μου φαίνεται αδιανόητο να μην λαμβάνεται υπόψη, για το ενδεχόμενο διατήρησης ή κλεισίματος ενός Τμήματος ή μιας Σχολής, το τελικό ποσό που η ακαδημαϊκή αυτή μονάδα δαπανά ετήσια για ενοίκια κτηρίων και εγκαταστάσεων ή η δυνατότητά του να στεγάσει, χωρίς να αναγκαστεί να πληρώσει ενοίκιο, ακόμη περισσότερους φοιτητές, σε περίπτωση που του ζητηθεί μετά τις συγχωνεύσεις.
Συνακόλουθα, προκύπτει η ανάγκη εξέταση της δεύτερης παραμέτρου που αναφέραμε. Σήμερα ένα πολύ μεγάλο ποσοστό του προϋπολογισμού των ΑΕΙ-ΤΕΙ απορροφά ο λογαριασμός του ηλεκτρικού ρεύματος! Είναι επομένως στοιχειώδες να αναζητηθούν τρόποι μείωσης της δαπάνης αυτής και η χρήση φωτοβολταϊκών και άλλων ανανεώσιμων πηγών ενέργειας είναι η πρώτη σκέψη που μου έρχεται πρόχειρα για να περιοριστεί αυτό το τεράστιο έξοδο.
Πέρα λοιπόν από τα κτήρια που σήμερα διαθέτει ένα Πανεπιστήμιο θα πρέπει να καταγράφεται και να προσμετρείται και η προοπτική που έχει να ανεξαρτητοποιηθεί ενεργειακά από το εθνικό δίκτυο ηλεκτροδότησης. Με άλλα λόγια το κριτήριο της οικονομικής βιωσιμότητας των Πανεπιστημίων που θα προκύψουν πρέπει να μην αγνοηθεί τη στιγμή που όλοι συνειδητοποιούμε ότι η Πολιτεία αρχίζει να μεταχειρίζεται τα ΑΕΙ σαν ενήλικα παιδιά ή αποπαίδια της, σε ακραίες οικονομικές συνθήκες • αυτό την έχει ήδη φέρει στη δυσάρεστη θέση όχι μόνο να τα απειλεί συνεχώς με την πόρτα της εξόδου από την πατρική κατοικία αλλά και να έχει βάλει γενναίο χέρι στο πενιχρό χαρτζιλίκι τους.
Η εφιαλτική για τα ΑΕΙ νύχτα του κουρέματος του χρέους φαίνεται ότι δεν ήταν ένα παραστράτημα της Πολιτείας το οποίο, μετανοημένη, υπόσχεται ότι δεν πρόκειται να επαναληφθεί . Το αντίθετο! Επομένως, η υπερσυγκέντρωση Σχολών στις δυο πρωτεύουσες δεν νομίζω ότι λύνει προβλήματα. Αντίθετα η διασπορά τους σε πόλεις της «επαρχίας» με τις οποίες τα Ιδρύματα μπορούν ευκολότερα να συνδεθούν ουσιαστικά θα πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζεται με όρους πολιτικής πελατειακής σχέσης και θα πρέπει να αντιμετωπιστεί ως ευκαιρία μιας γενναίας χωροταξικής ανακατανομής