Είναι γνωστές σε όλους μας οι φράσεις «παιδί μου, φάε όλο το φαγητό σου… η τελευταία σου μπουκιά είναι η δύναμή σου… άλλα παιδάκια δεν έχουν φαί να φάνε… δεν είναι σωστό να πετάμε το φαγητό μας… κτλ». Όλοι τις έχουμε ακούσει πολλές φορές όταν ήμασταν παιδιά. Προσπαθούσαμε, ακόμα και όταν είχαμε χορτάσει, να αδειάσουμε το πιάτο μας και μάλιστα κάναμε διαγωνισμούς ποιος θα τελειώσει πρώτος.
Όμως πόσo κοντά στην αλήθεια είναι αυτές οι φράσεις; Είναι όντως η τελευταία μας μπουκιά η δύναμή μας;
O Ποπάι είχε δυνατό σώμα επειδή έτρωγε σπανάκι και οι σούπερ ήρωες έβλεπαν τόσο καλά επειδή έτρωγαν όλο τους το ψάρι; Οι γονείς, λόγω της πολύωρης απουσίας τους από το σπίτι, εκδηλώνουν άγχη σχετικά με τη διατροφή των παιδιών και την υγεία τους. Τα άγχη αυτά εξωτερικεύονται με την ικανοποίηση όλων των διατροφικών αναγκών των παιδιών οι οποίες δημιουργούνται λανθασμένα από τις διαφημίσεις.
Δηλαδή, τα παιδιά ζητούν να πιούν τον τάδε χυμό φρούτων επηρεασμένα από τη τηλεόραση γιατί αυτός θα τους κάνει να φτιάξουν σε πέντε λεπτά ένα τέλειο δεντρόσπιτο και όχι ο φυσικός χυμός της μαμάς. Παράλληλα, οι γονείς τα πιέζουν να αδειάζουν τα «μεσημεριανά πιάτα» για να γίνουν δυνατά και υγιή. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα, τα παιδιά να τρέφονται με μεγαλύτερες ποσότητες από τις κανονικές και ταυτόχρονα με «φτωχές λιχουδιές» παραμελώντας τις τροφές που είναι πλούσιες σε μέταλλα, βιταμίνες και ασβέστιο. Πολλές φορές μάλιστα, η τροφή μοιάζει να είναι μέσο χαράς και απασχόλησης του «ουρανίσκου» δεδομένου ότι δεν ασκούνται, δε συμμετέχουν σε ομαδικά παιχνίδια και αρέσκονται στην «ασφαλή» για τους γονείς καθιστική ζωή.
Αυτός ο τρόπος ζωής συχνά επιβραβεύεται από τους γονείς οι οποίοι αγχώνονται για την ασφάλεια του και έτσι το «καλό παιδί» που τρώει όλο το φαγητό του δεν τους στεναχωρεί παίζοντας έξω. Η συνεχής απόδειξη όμως του «καλού παιδιού» δε συμβαδίζει με την ιδιοσυγκρασία τους εφόσον όλα τα παιδιά θέλουν να εκτονώνονται είτε παίζοντας σε αλάνες με φίλους είτε κάνοντας ποδήλατο στο δρόμο. Υποδυόμενα λοιπόν έναν ρόλο που δεν τους ταιριάζει, καταφεύγουν στο φαγητό ως υποκατάστατο ενός συνόλου άλλων ψυχολογικών ανεπαρκειών.
«Έρευνα του τμήματος Διαιοτολογίας και Διατροφής του Χαροκόπειου Πανεπιστημίου για την παιδική παχυσαρκία στη χώρα μας, η οποία πραγματοποιήθηκε σε δείγμα 867.000 μαθητών απ’ όλη την Ελλάδα και σε ένα διάστημα 13 ετών, δείχνει ότι τέσσερα στα δέκα παιδιά του Δημοτικού Σχολείου είναι παχύσαρκα, ενώ περίπου τα μισά ασκούνται ελάχιστα ή και καθόλου. Το ποσοστό των υπέρβαρων παιδιών τα τελευταία 13 έτη αυξήθηκε περίπου 30%. Ταυτόχρονα, η φυσική κατάσταση των μαθητών του Δημοτικού την τελευταία δεκαετία μειώθηκε περισσότερο από 5%».
Η τραγική αυτή αύξηση της παιδικής παχυσαρκίας συνδέεται άμεσα με την κακή διατροφή και την έλλειψη άσκησης. Καταναλώνοντας συνεχώς «αθώα» φαινομενικά παρασκευάσματα όπως οι σοκολάτες, τα παγωτά, τα χάμπουργκερ και τα αναψυκτικά, τα παιδιά τείνουν να αυξάνουν το βάρος τους φτάνοντας συχνά τα όρια της παχυσαρκίας.
Αν και κάποιος θα μπορούσε να πει «Σιγά αυτό δεν είναι πρόβλημα αφού με μια δίαιτα όλα λύνονται», πρέπει να πούμε ότι τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Οι δίαιτες συνίστανται σε συνειδητοποιημένους ενήλικες και όχι σε παιδιά τα οποία, αν μάθουν σε ορισμένη διατροφική συμπεριφορά, είναι δύσκολο να αλλάξουν στάση. Άλλωστε αυτός είναι και ο λόγος που θέτει τη παιδική παχυσαρκία στο επίπεδο της αρρώστιας. Η παχυσαρκία δεν έχει να κάνει μόνο με το αυξημένο σωματικό βάρος αλλά και με ένα σύνολο ψυχολογικών παραγόντων που την πλαισιώνουν.
Το παχύσαρκο παιδί έχει χαμηλή αυτοπεποίθηση και αισθάνεται κατώτερο των φίλων και των συμμαθητών του. Η αίσθηση αυτή μπορεί να συντελέσει στη δημιουργία συμπλεγμάτων και κατάθλιψης. Ό,τι αποτελεί βασική ανάγκη και απόλαυση της παιδικής ηλικίας, όπως το ομαδικό παιχνίδι και η άσκηση γίνεται πηγή άγχους αφού το παχύσαρκο παιδί συχνά δεν επιτυγχάνει τις επιδόσεις των συμμαθητών του, με συνέπεια εκτός των άλλων, να είναι λιγότερο δημοφιλές κι αποδεκτό από τις «παρέες».
Σύμφωνα με τον Φρόυντ, αν όλα αυτά τα συμπλέγματα λάβουν χώρα σε τόσο τρυφερή ηλικία διαμορφώνουν με τέτοιο τρόπο τα βασικά γνωρίσματα του ανθρώπου που μένουν αναλλοίωτα στη μετέπειτα ζωή. Θα μπορούσαμε δηλαδή να πούμε ότι η παιδική ηλικία μοιάζει με ένα στενό μπλουζάκι που δύσκολα ξεκολλάει από το σώμα του ενήλικα. Με άλλα λόγια, τα παιδικά «τραύματα» και η υποτίμηση των δυνατοτήτων μας μένουν ανεξίτηλα στη ψυχή μας και θέλει πολύ κόπο και χρόνο να απεμπλακούμε από αυτά. Ανακεφαλαιωτικά αξίζει να αναφερθεί ότι η παιδική παχυσαρκία δεν είναι μόνο θέμα του παιδιού αλλά του σχολείου και ειδικότερα της οικογένειας.
Το σχολείο μέσα από παιχνίδια και θεατρικά σκετς μπορεί να μυήσει τα παιδιά στην υγιεινή διατροφή και την άσκηση και να τα καταστήσει ενήμερα των επιπτώσεων της κακής διατροφής. Η οικογένεια με τη σειρά της αλλάζοντας διατροφικές συνήθειες και αναθεωρώντας τις απόψεις της για τη παιδική διατροφή μπορεί να συμβάλλει ουσιαστικά στην σωματική και ψυχική υγεία των παιδιών. Άλλωστε, τι είναι προτιμότερο; Να μεγαλώνουμε γερά και ισορροπημένα παιδιά ή παιδιά με ανασφάλειες; Το παιδί που βιώνει φαύλους κύκλους αποτυχιών και χλευασμών θα δυσκολευτεί και στην ενήλικη ζωή του, στις διαπροσωπικές σχέσεις του, στην επαγγελματική του ανέλιξη.
Ας ασχοληθούμε πλέον σοβαρά με ένα πρόβλημα που είναι εμφανές και ας μην ελπίζουμε στην κοιλιά που θα γίνει «μπόι».
Τελειόφοιτη Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης Αθηνών