Όταν η κρίση χρέους κτύπησε την Ευρώπη, πολλοί μίλησαν για οικονομικό πόλεμο που άρχισε το βαθύ αμερικανικό σύστημα ενάντια στο ευρώ. «Το δολάριο αμύνεται» έλεγαν «και η επίθεση είναι η καλύτερη άμυνα». Σύμφωνα με εκείνη τη θεώρηση, το υπερατλαντικό οικονομικό σύστημα προσπαθούσε να αποσταθεροποιήσει το νεαρό ακόμα κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα, ώστε να ακυρώσει την προοπτική να αναδειχθεί γρήγορα στο στιβαρότερο και δυναμικότερο νόμισμα του κόσμου. Στη μάλλον καχύποπτη αυτή ανάλυση συνηγορούσαν οι συνεχείς επιθέσεις των αμερικανικών οίκων αξιολόγησης στις αδύναμες οικονομίες του ευρωπαϊκού νότου.
Σήμερα, όμως, έχοντας σε εξέλιξη το θρίλερ της κρίσης χρέους των ΗΠΑ, είναι εμφανές ότι βρισκόμαστε μπροστά σε κάτι πολύ ευρύτερο. Στην πραγματικότητα, έχουμε να κάνουμε με σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων, των κρατών και των χρηματαγορών. Ποιος μπορούσε πριν ελάχιστα χρόνια να δεχθεί ως συζήτηση εργασίας καν μια στάση πληρωμών των ΗΠΑ; Ποιος πίστευε ότι περπατώντας στον 21ο αιώνα θα βλέπαμε τη δικαίωση του Κολμπέρ, όταν όλα τα κορυφαία νομίσματα είναι ουσιαστικά απαξιωμένα, ενώ η τιμή του χρυσού καταγράφει αστρονομικές επιδόσεις;
Ανάγλυφα και ξεκάθαρα αποτυπώνεται ένα τοπίο σκληρής σύγκρουσης μεταξύ όσων εμπορεύονται χρήμα και των παραδοσιακών κρατών. Κανείς δεν μπορεί να προεξοφλήσει τον νικητή, ως τώρα όμως το πάνω χέρι ξεκάθαρα έχουν οι πιστωτές. Οι ηγέτες και οι κρατικοί τους μηχανισμοί δεν έχουν όπλα με τα οποία θα μπορέσουν να τιθασεύσουν τις χρηματαγορές, που επιζητούν να ρυθμίζουν οι ίδιες το παγκόσμιο οικονομικό παιχνίδι. Ίσως έχουμε εισέλθει στην τελική φάση ενός πολύ παλιού πολέμου ανάμεσα στην πολιτική εξουσία και την οικονομική δύναμη, πολέμου με παγκόσμιες και παγκοσμιοποιημένες πλέον διαστάσεις. Πώς αντιμετωπίζουν τα κράτη τις επιθέσεις των πιστωτών; Όλα εξαρτώνται από τις κινήσεις των δύο κορυφαίων οικονομικών παικτών, της ΕΕ και των ΗΠΑ. Η ΕΕ με τις αποφάσεις της 21ης Ιουλίου φαίνεται να βρέθηκε για πρώτη φορά μισό βήμα εμπρός από τους πιστωτές, αγοράζοντας χρόνο.
Ωστόσο, μόνο βραχύχρονη μπορεί να είναι η ανάσα της, αφού πολύ σύντομα η κρίση χρέους της Ευρωζώνης θα επανακάμψει ζητώντας λύσεις συνολικές. Οι αποφάσεις καταδεικνύουν ότι η Ευρώπη δεν έχει μάθει από τα σφάλματα του παρελθόντος. Στις προκλήσεις που δημιουργεί η κοινή νομισματική-πιστωτική πολιτική απαντά με την προετοιμασία μιας κοινής οικονομικής πολιτικής. Οι δυσλειτουργίες, όμως, στο ευρωπαϊκό νομισματικό-πιστωτικό σύστημα έχουν να κάνουν όχι με έλλειψη έμφασης στην κοινή οικονομία αλλά ακριβώς με υπερβολική στήριξη μιας πολιτικής ένωσης στην οικονομία.
Οι Ευρωπαίοι δημιούργησαν ένα διεθνές ισχυρό κοινό νόμισμα, το οποίο όμως δεν έχει πίσω του μια συγκροτημένη πολιτική διοίκηση και ένα μηχανισμό προβολής ισχύος. Επένδυσαν τις μετοχές τους για ένα κοινό μέλλον όχι στην πολιτική αλλά στην οικονομική ενοποίηση. Τώρα που η συνταγή απλώς δε βγαίνει, αντί να αναθεωρήσουν, επενδύουν ακόμη περισσότερα. Με τη διαφορά ότι τώρα πια, με αφορμή τη βαθιά κρίση, έχουν έλθει στην επιφάνεια οι δυσαρμονίες και διαφορετικές προσεγγίσεις κι επιδιώξεις μεταξύ των εθνικών κρατών που την αποτελούν, με αποτέλεσμα στο μέλλον να αυξηθούν η καχυποψία και η επιφυλακτικότητα μεταξύ των εταίρων.
Οι ΗΠΑ από την άλλη βρίσκονται ακόμα στη δίνη της αντιμετώπισης της επικείμενης στάσης πληρωμών. Αυτό φυσικά αποκλείει κάθε σκέψη για άμεσο αναπροσανατολισμό των κεντρικών οικονομικών τους επιλογών. Όταν όμως κατορθώσουν να σταθεροποιήσουν την πιστωτική τους αξιότητα, έστω και υποτυπωδώς, πρέπει χωρίς καθυστέρηση να αναρωτηθούν για το σήμερα και το αύριο της θέσης τους στην παγκόσμια οικονομία. Γιατί βρέθηκαν χωρίς όπλα απέναντι σε αδυσώπητο και πονηρό αντίπαλο, όπως οι διεθνείς πιστωτές.
Μέσα στο πλαίσιο των G20, από κοινού ΕΕ και ΗΠΑ οφείλουν να βρουν τρόπο να χαλιναγωγήσουν τις αγορές και να θεσπίσουν νέους κανόνες λειτουργίας των χρηματαγορών. Γιατί χωρίς ισχύ και φερεγγυότητα στους κρατικούς και υπερκρατικούς μηχανισμούς δεν έχει καν σημασία αν θα επικρατήσει τελικά το δολάριο ή το ευρώ.