Τον τελευταίο καιρό στο κέντρο της Αθήνας συντελούνται διάφορες ασχήμιες που, εκτός των άλλων, αναδεικνύουν και την αδυναμία της κρατικής μηχανής σε όλο της το μεγαλείο. Αποκορύφωμα των δυσάρεστων αυτών φαινομένων ήταν το περίλουσμα πρόσφατα με μπογιές και σπρέι των ανδριάντων που κοσμούν την είσοδο του ιστορικού κτιρίου του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ανδριάντων που εικονίζουν φωτεινές μορφές του νεότερου Ελληνισμού.


Δεν πρόκειται να ασχοληθώ με τα ανόσια αυτά περιστατικά, που σύμφωνα με ορισμένους αποτελούν δείκτη της σημερινής ελληνικής κοινωνίας και η ανάλυση και αντιμετώπισή τους απαιτεί και… μεταφυσικές γνώσεις. Σημειώνω ωστόσο ότι η βεβήλωση δημόσιων ανδριάντων δεν είναι σύμπτωμα μόνο των καιρών μας ούτε αποκλειστικό γνώρισμα του ελληνικού χώρου. Η εμφάνιση τέτοιων περιστατικών είναι φαινόμενο διαχρονικό και παγκόσμιο. Η Αθήνα μάλιστα έχει το… προνόμιο να έχει μια πολύ παλιά προϊστορία σχετική με τέτοια θέματα.


Οι ερμαϊκές στήλες


Το καλοκαίρι του 415 π.Χ. και ενώ ο λεγόμενος Πελοποννησιακός Πόλεμος είχε μπει στο 17ο έτος, οι Αθηναίοι, ύστερα από πολλές συζητήσεις και αντεγκλήσεις στην Εκκλησία του Δήμου, αποφασίζουν να αποσταλεί στη Σικελία μεγάλη στρατιωτική δύναμη με αρχηγούς τούς Αλκιβιάδη, Νικία και Λάμαχο. Με αυτήν θα προσπαθούσαν να βοηθήσουν τους Εγεσταίους στη διαμάχη τους με τους Σελινουντίους, να αποκαταστήσουν τους Λεοντίνους στα σπίτια τους από όπου τους είχαν διώξει οι Συρακούσιοι και γενικότερα να καταλάβουν ολόκληρη τη Σικελία τακτοποιώντας τα εκεί προβλήματα σύμφωνα με τα συμφέροντά τους.


Ολα ήταν έτοιμα για να ξεκινήσει η μεγάλη αυτή αρμάδα, η μεγαλύτερη στρατιωτική επιχείρηση της αθηναϊκής δημοκρατίας, όταν ένα πρωί οι Αθηναίοι ξυπνώντας είδαν έκπληκτοι ότι είχαν ακρωτηριαστεί σχεδόν όλες οι μαρμάρινες ερμαϊκές στήλες που ήταν στημένες σε καίρια σημεία της πόλης τους, έξω από δημόσιους και ιδιωτικούς χώρους. Τα γλυπτά αυτά αποτελούνταν από έναν πεσσόμορφο κορμό, που στο πάνω μέρος, αντί χεριών, έφερε δύο ορθογώνιες προεξοχές και επιστεφόταν από ένα ανθρώπινο κεφάλι, συνήθως γενειοφόρου Ερμή. Καμία άλλη ανατομική λεπτομέρεια δεν υποδηλωνόταν πλην του φαλλού, συνήθως εν στύσει, που, φτιαγμένος από ξεχωριστό κομμάτι μαρμάρου ή ακόμη και από μπρούντζο, βρισκόταν στο κάτω μέρος της κύριας όψης του πεσσού. Επάνω στα έργα αυτά είχαμε μερικές φορές και την αναγραφή γνωμικών ή χρήσιμων πληροφοριών για ταξιδιώτες. Είναι πολύ πιθανόν ότι οι δράστες της ανόσιας αυτής πράξης, οι Ερμοκοπίδες των γραπτών πηγών μας, είχαν περιοριστεί στον ακρωτηριασμό των φαλλών!


Το γεγονός προκάλεσε πανικό στους Αθηναίους. «Κανείς δεν γνώριζε τους ενόχους» μάς λέει ο Θουκυδίδης «αλλά προκηρύχτηκαν δημοσία μεγάλες αμοιβές για να τους ανακαλύψουν και ψήφισαν, επίσης, ότι οποιοσδήποτε, είτε πολίτης είτε ξένος είτε δούλος ήξερε καμιάν άλλη ιεροσυλία, έπρεπε να την καταγγείλει χωρίς φόβο για το άτομό του. Θεωρούσαν το πράγμα εξαιρετικά σοβαρό, γιατί νόμιζαν ότι ήταν κακό σημάδι για την εκστρατεία και ότι ήταν εκδήλωση συνωμοσίας για να γίνη επανάσταση και ν’ ανατραπή η δημοκρατία.


Ο Αλκιβιάδης στο στόχαστρο


Μερικοί μέτοικοι και υπηρέτες, χωρίς ν’ αποκαλύψουν τίποτε για τους Ερμάς, έκαναν μια καταγγελία για προγενέστερους ακρωτηριασμούς άλλων αγαλμάτων, τους οποίους, για διασκέδαση, είχαν κάνει μεθυσμένοι νεαροί και αποκάλυψαν ταυτόχρονα ότι σε μερικά σπίτια γίνονταν παρωδίες των Μυστηρίων της Ελευσίνος. Μεταξύ άλλων, κατηγορούσαν και τον Αλκιβιάδη. Υιοθετούσαν την κατηγορία οι εχθροί του Αλκιβιάδη, επειδή ήταν εμπόδιο για να γίνουν αυτοί ηγέτες των δημοκρατικών. Νομίζοντας ότι αν πετύχαιναν να τον διώξουν από την πολιτεία, θα γίνονταν αυτοί αρχηγοί της… Ελεγαν ότι τίποτε απ’ όλα αυτά δεν είχαν γίνει χωρίς την ανάμιξή του και πρόσθεταν για επιχείρημα την εν γένει διαγωγή του, περιφρονητική του νόμου και αντιδημοκρατική» (μετάφραση Αγγ. Βλάχου).


Παρ’ όλες τις σοβαρές αυτές κατηγορίες ο Αλκιβιάδης συνόδευσε τις στρατιωτικές δυνάμεις στη Σικελία. Ο ίδιος ήθελε να παραμείνει στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθεί, αλλά αυτό δεν του το επέτρεψαν οι αντίπαλοί του. Γνωρίζοντας ότι ήταν πολύ δημοφιλής στον λαό, δεν είχαν καμία αμφιβολία ότι κατά τη χρονική εκείνη στιγμή θα αθωωνόταν πανηγυρικά. Αν έφευγε όμως μαζί με το υπόλοιπο στράτευμα για τη Σικελία, θα είχαν όλο τον χρόνο, και μάλιστα χωρίς σοβαρή αντίσταση, να διαμορφώσουν ένα αρνητικό γι’ αυτόν κλίμα, κάτι που τελικά και πέτυχαν.


Τα αθηναϊκά πλοία είχαν φθάσει ήδη στη Σικελία και ελλιμενίζοντο στην Κατάνη, όταν έφθασε εκεί η «Σαλαμινία», το ιερό πλοίο των Αθηναίων, ζητώντας από τον Αλκιβιάδη και ορισμένους στρατιώτες να επιστρέψουν στην Αθήνα προκειμένου να απολογηθούν για τις κατηγορίες που τους βάραιναν, δηλαδή για τη συμμετοχή τους στον ακρωτηριασμό των ερμαϊκών στηλών και την παρωδία των Μεγάλων Μυστηρίων της Ελευσίνας. Το αθηναϊκό κράτος δεν είχε πάψει ποτέ τις έρευνές τους για τον εντοπισμό και τη σύλληψη των δραστών των παραπάνω αδικημάτων, καθώς είχε την υποψία ότι αυτά σχετίζονταν με προσπάθειες σκοτεινών κύκλων να ανατρέψουν το δημοκρατικό πολίτευμα. Ωστόσο το όλο πολιτικό κλίμα της εποχής ήταν νοσηρό και οδήγησε τις ανακρίσεις σε υπερβολές και ακρότητες. Παντού κυριαρχούσε η τρομοκρατία και πολλοί διακατέχονταν από ένα αίσθημα φόβου και ανασφάλειας.


Διαφωτιστικές είναι οι πληροφορίες που αντλούμε και πάλι από τον Θουκυδίδη: Οι ανακριτές «χωρίς να ελέγχουν το ποιόν των καταδοτών, αποδέχονταν φιλύποπτα όλες τις καταγγελίες, και, δίνονται πίστη σε αχρείους ανθρώπους, έπιαναν κ’ έριχναν στην φυλακή ευϋπόληπτους πολίτες» (μετάφραση Αγγ. Βλάχου). Ετσι δεκάδες πολιτών, ανάμεσά τους και πολλοί αθώοι, κατέληξαν στη φυλακή. Για την ιστορία του πράγματος σημειώνουμε ότι ο Αλκιβιάδης, στο ταξίδι της υποχρεωτικής επιστροφής του, διέφυγε της προσοχής των συνοδών του και δραπέτευσε, καταφεύγοντας στη Σπάρτη, στη μεγάλη αντίπαλο της πατρίδας του.


Μεθυσμένοι και κλέφτες


Αλλά το παραπάνω επεισόδιο δεν είναι το μόνο γνωστό σχετικά με ακρωτηριασμούς γλυπτών στην αρχαιότητα. Ούτε τα κίνητρα αυτών των βέβηλων πράξεων ήταν πάντοτε τα ίδια. Γνωρίζουμε π.χ. βεβηλώσεις αγαλμάτων που προκλήθηκαν από νέους που βρίσκονταν συνήθως σε κατάσταση μέθης και ευθυμίας, ενώ άλλες έγιναν από κλέφτες.


Θα σταθώ μόνο στο περίφημο χρυσελεφάντινο άγαλμα της Αθηνάς Παρθένου, έργο του Φειδία, που βρισκόταν μέσα στον Παρθενώνα, και το οποίο φαίνεται ότι είχε πέσει θύμα πολλαπλών τέτοιων ανόσιων ενεργειών τόσο από περιθωριακά ή μη άτομα όσο και από αξιωματούχους! Π.χ. στο άγαλμα αυτό πρέπει να αναφέρεται μια πληροφορία του Δημοσθένη, σύμφωνα με την οποία κάποιοι έκλεψαν τα χρυσά φτερά από τη Νίκη που κρατούσε η θεά στο δεξί της χέρι. Οι κλέφτες όμως τσακώθηκαν μεταξύ τους στη μοιρασιά και έτσι έγιναν αντιληπτοί και συνελήφθησαν. (Ετσι συνέβη και πριν από μερικά χρόνια, όταν η ανεύρεση μιας χρυσής προτομής, πιθανότατα του ρωμαίου αυτοκράτορα Σεπτιμίου Σεβήρου στη Θράκη, προκάλεσε τη διαμάχη ανάμεσα στους ευρετές για το μέγεθος του μεριδίου τους, πράγμα που οδήγησε στην αποκάλυψη του ευρήματος από τις αρχές).


Από άλλες πηγές μαθαίνουμε επίσης ότι κάποιος Φιλούργος είχε κλέψει ένα γοργόνειο από το άγαλμα της Αθηνάς, όπως δηλαδή κάνουν και στις ημέρες μας διάφοροι ιερόσυλοι που αποσπούν από τις εικόνες των αγίων πολύτιμα τιμαλφή – αφιερώματα. Τέλος, στις αρχές του 3ου αι. π.Χ. ο τύραννος Λαχάρης, προκειμένου να εξοικονομήσει πόρους, δεν δίστασε να αφαιρέσει από την Αθηνά Παρθένο όλα τα ενδύματα που ήταν κατασκευασμένα από πολύτιμα υλικά. Σύμφωνα με τις πηγές «εξέδυσε την Αθηνάν» και «γυμνήν εποίησε…»!


Ακρωτηριασμούς και βεβηλώσεις αγαλμάτων, εν καιρώ ειρήνης, συναντούμε σε διάφορες εποχές και σε διάφορους τόπους. Ωστόσο η Ιστορία μάς διδάσκει ότι οι κοινωνίες που εμφανίζουν τέτοια δυσάρεστα φαινόμενα δεν διακρίνονται και πολύ από υψηλές επιδόσεις και μάλλον βρίσκονται σε κατάσταση… γήρανσης.


Ο κ. Μιχάλης Α. Τιβέριος είναι καθηγητής της Κλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης.