Ορθιος, πάνω σε αυτοσχέδια εξέδρα, ο Ζαν-Πολ Σαρτρ κατηχούσε τους μεροκαματιάρηδες της Ρενό στην τρισυπόστατη Εδέμ φοιτητών, εργατών, διανοουμένων. Ωστόσο, παρά τις προσδοκίες του οι δύο βασικές συνιστώσες του Μάη του ’68, οι φοιτητές και οι εργάτες, δεν βρήκαν ποτέ πραγματικά κοινό βηματισμό μέσα στον παρισινό ορυμαγδό. Και κάποια στιγμή, ενώ τα εργατικά συνδικάτα παζάρευαν αυξήσεις μισθών και καλύτερες συνθήκες δουλειάς, οι επαναστατημένοι της Σορβόννης και της Ναντέρ φιλοτεχνούσαν, με συνθήματα, οδοφράγματα και χάπενινγκ, τη δική τους Νεφελοκοκκυγία. Σήμερα, πενήντα χρόνια μετά, τα δρώμενα στα εργοστάσια της Ρενό λίγοι τα θυμούνται κι αυτό που παραμένει εγχάρακτο στη συλλογική μνήμη είναι πολύ περισσότερο η ουτοπική ευφορία μερικών εβδομάδων. Αλλωστε και ο ίδιος ο Σαρτρ, όταν ρωτήθηκε σχετικά με το τι απτό, πρακτικό και συγκεκριμένο επιβιώνει από εκείνον τον Μάη, απάντησε: «Εγώ».
Κάποια από τα σχετικά αφηγήματα υπενθυμίζουν ότι η σπίθα πριν από τη γενικευμένη ανάφλεξη ήταν το φοιτητικό αίτημα για ελεύθερες συνευρέσεις αρρένων και θηλέων στα ενδότερα των φοιτητικών εστιών, αλλά ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ πρέπει να είχε δίκιο όταν είπε ότι αυτό το αίτημα, πέρα από την κυριολεξία του, ήταν στην πραγματικότητα η μεταφορική αιχμή ενός απελευθερωτικού σπασμού απέναντι στον πατριαρχικό αυταρχισμό των πολιτικών και κοινωνικών δομών της γαλλικής κοινωνίας –ενός σπασμού που ποτέ δεν μπόρεσε, ή δεν πρόλαβε, να λάβει τα χαρακτηριστικά μιας συντεταγμένης πολιτικής ένστασης. Αλλά αυτό συνέβη ακριβώς επειδή η πολυθρύλητη Φαντασία, που οι νεαροί στασιαστές στις πυρετώδεις ονειροφαντασίες τους την προάλειφαν ως διάδοχο του ancien régime της Εθνοσυνέλευσης και του ντεγκωλικού πατερναλισμού, ήταν ένα χαοτικό κράμα εύλογης πολιτικής δυσφορίας, ηδονιστικών ενορμήσεων, αντισυστημικού κνησμού, αναρχικής ασυδοσίας και καρναβαλικής, α λα Μπαχτίν, εκτροπής –ένας άλλοτε ευφορικός και άλλοτε οργίλος κοχλασμός που ωστόσο δεν άφηνε ευδιάκριτο ιδεολογικό ίζημα. Και πενήντα χρόνια αργότερα, η μαγιάτικη επιμειξία τροτσκιστών, μαοϊστών, ανένταχτων, ταξιτζήδων, Μαρκούζε – Μπεάτας Ούζε και μαρξιστών της ποικιλίας Γκράουτσο μπορεί να μοιάζει ακόμη περισσότερο με βαριετέ που έγινε μύθος παρά με τη Βαστίλλη του γαλλικού 20ού αιώνα.
Και είναι για αυτόν τον λόγο που οι εξ υστέρων αποτιμήσεις του γαλλικού Μάη συχνά πολώνονται. Ηταν μια τροχιοδεικτική βολή που, παρά την ιδεολογική της ασυνταξία, προανήγγειλε το εκτονωτικό ντόμινο του ’89, όπως μεταξύ άλλων διατείνονται οι μύστες των αριθμών τοποθετώντας αντεστραμμένο το 6 μετά το 8; Ή μήπως ήταν η μήτρα ενός ασύδοτου ατομικισμού που τελικά δρομολόγησε μια κουλτούρα σαρωτικής και ανεύθυνης άρνησης απέναντι σε κάθε εξουσία και σε κάθε σύστημα; Ηταν μια στεντόρεια φωνή διαμαρτυρίας απέναντι σε ό,τι προσλαμβανόταν ως θεσμική καταστολή και συντηρητική ασφυξία ή ήταν η απαρχή ενός μετανεωτερικού σχετικισμού ο οποίος, μετά τις βεβαιότητες του στρουκτουραλισμού, αρνήθηκε τη δυνατότητα έγκυρης γνώσης και σταθερού νοήματος και εγκατέστησε στο προσκήνιο τον ιστορικιστικό «αντιθεμελιωτισμό» του Μισέλ Φουκό, τη ριζοσπαστική γλωσσική «απορία» του Ζακ Ντεριντά και την ελεύθερη «οργασμική γραφή» του Ρολάν Μπαρτ; Και ίσως να είναι αυτός ο τελευταίος που, καλύτερα από κάθε άλλον, συνοψίζει το πνεύμα του Μάη του ’68 όταν στην όψιμη φάση του έβλεπε κάθε απόπειρα ιδεολογικής επιβολής ως τρομοκρατική απειλή.
Η τοτεμική Φαντασία του Μάη του ’68, ό,τι κι αν τη γέννησε, δεν ήταν φτιαγμένη για να αντέξει την πρόσκρουσή της πάνω στον γρανίτη της πολιτικής πραγματικότητας και μάλλον έχουν δίκιο όσοι σήμερα την ταξινομούν ως ψυχολογικό, κοινωνικό και υπαρξιακό, αλλά όχι ως πολιτικό, φαινόμενο. Ισως, πάλι, όπως έχουν πει άλλοι, να ήταν εξαρχής προορισμένη να εξαφανιστεί γρήγορα από τους παρισινούς δρόμους και να μεταλλαχθεί σε ποικίλες εκδοχές ακαδημαϊκής θεωρητικολογίας. Και πάντως, το πιο διαφημισμένο πρωτοπαλίκαρό της, ο Ντανιέλ Κον-Μπεντίτ, σήμερα σωφρονισμένος μακρον-ιστής με πιο περίοπτη την οικολογική του κονκάρδα, έχει αρχειοθετήσει την υπόθεση και δεν ξέρουμε αν συμφωνεί με τον Μακρόν που σκέφτεται να ρίξει δυο-τρία πυροτεχνήματα για την 50ή επέτειο.
Αλλά ο Μάης του ’68 είναι ένα από εκείνα τα επεισόδια όπου η πραγματικότητα εκκολάπτει εκδοχές ουτοπικής ελευθερίας. Και πενήντα χρόνια μετά έχει κατοχυρώσει τη θέση του μέσα στη ζωτική μυθολογία που, μαζί με την αδήριτη πραγματικότητα, κανοναρχεί τη ζωή που ζούμε.
Ο κ. Θεόδωρος Παπαγγελής είναι ακαδημαϊκός, καθηγητής του Τμήματος Φιλολογίας του ΑΠΘ.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ