Από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου στις εφημερίδες, από το 1978 συγκεκριμένα, εδώ και σαράντα χρόνια δηλαδή, ο Τύπος έζησε σε περιβάλλον διαρκών προκλήσεων και αλλεπάλληλων αλλαγών.
Δεν υπάρχει περίοδος σε αυτά τα σαράντα χρόνια, χωρίς μετατοπίσεις, χωρίς εμπλουτισμό, χωρίς ενσωμάτωση νέων τεχνολογικών επιτευγμάτων, χωρίς εντέλει μεταβολή των συνθηκών.
Όταν πρωτοπέρασα την πόρτα των εφημερίδων μύριζα αντιμόνιο, μελάνι και βρεγμένο χαρτί.
Τα γραφεία, ήταν μικρά κι ανήλιαγα, οι απασχολούμενοι μετρημένοι, τα εταιρικά σχήματα λιτά, τα εργαλεία περιορισμένα, όλα γίνονταν στο χέρι, μόνο οι εξωτερικές ειδήσεις έρχονταν σε κάτι σεντόνια του τέλεξ. Η ζωή στις εφημερίδες ήταν πνιγμένη στους καπνούς και στα τσιγάρα, οι περισσότεροι ήσαν υποαμειβόμενοι, το επάγγελμα κλειστό και για να ζει κανείς αξιοπρεπώς έπρεπε να δουλεύει σε τρεις – τέσσερις δουλειές.
Οι σελίδες επίσης ήταν λίγες, το κασέ πυκνό για να χωράει όσα γίνεται περισσότερα ειδησάρια, οι ρεκλάμες περιορισμένες, οι εφημερίδες αν και πανάσχημες πρόκοβαν κυρίως από τις πωλήσεις τους.
Διέπρεπαν βεβαίως σε αυτό το περιβάλλον ξεχωριστές προσωπικότητες, διακεκριμένοι ευρυμαθείς δημοσιογράφοι, πνευματικοί άνθρωποι, πρόσωπα της πολιτικής με την ευρεία του όρου έννοια, αλλά και εκδότες μερακλήδες, όπως και σκιντζήδες, της ελαφράδας, της εντυπωσιοθηρίας, της σκανδαλολογίας και του κιτρινισμού.
Ο κόσμος ωστόσο ακόμη αγόραζε, η εφημερίδα ήταν μέσα στις καθημερινές συνήθειες των περισσότερων πολιτών.
Εκείνο το μοντέλο υπέφερε, ακολουθούσε τη φτώχεια και την ανέχεια της χώρας.
Στα τέλη του 70 άρχισε να αχνοφαίνεται η τεχνολογική εισβολή και η μεταβολή των συνθηκών. Εν μια νυχτί, κανά δυο χρόνια μετά την πολιτική αλλαγή του 81, το αντιμόνιο αποσύρθηκε, οι τυπογράφοι συνταξιοδοτήθηκαν πρόωρα και οι λινοτυπικές μηχανές αντικαταστάθηκαν από τη φωτοσύνθεση.
Οι εφημερίδες μίκρυναν μεν, αλλά έγιναν καθαρότερες, δεν μαύριζαν πια τα χέρια και επιπλέον ήταν έγχρωμες, οι ρεκλάμες ολοσέλιδες και περισσότερες, η ενσωμάτωση της νέας τεχνολογίας αύξησε τις πωλήσεις, τα μαγαζιά ανάσαναν, το επάγγελμα άρχισε να ανοίγει και οι δημοσιογράφοι είχαν περισσότερες ευκαιρίες απασχόλησης και βελτίωσης του εισοδήματος.
Ωστόσο χρηματοδοτικά εργαλεία δεν υπήρχαν, η εξάρτηση από χορηγούς και πάτρωνες, πολιτικούς και οικονομικούς, παρέμεινε ισχυρή και ως εκ τούτου τα πάθη ήταν ενεργά, οι εντάσεις διαρκείς και οι εφημερίδες ήταν μέρος της έντασης, κομμάτι του διχασμού και μιας ατέρμονης χωρίς τέλος πολιτικής διαμάχης, που έρχονταν από τον εμφύλιο και δεν έλεγε να τελειώσει.
Εν τω μεταξύ η χώρα έδειχνε να βγαίνει από του προστατευτισμού τα τείχη, είχαμε μπει στην ΕΟΚ, δεχόμασταν περισσότερες επιρροές από την Ευρώπη, οι δουλειές γενικώς άνοιγαν και η χώρα φαινόταν να ειρηνεύει,να βρίσκει βηματισμό καινούργιο.
Εκείνη η πρώτη φάση της τεχνολογικής αλλαγής και της εκδοτικής άνοιξης κράτησε κοντά μια δεκαετία. Η ελεύθερη ραδιοφωνία το 1986 έδωσε το πρώτο ισχυρό σήμα ανταγωνισμού στις εφημερίδες, αλλά μάλλον δεν ελήφθη σοβαρά υπόψιν.
Ακολούθησε τρία χρόνια μετά το άνοιγμα της ιδιωτικής Τηλεόρασης. Οι ημερήσιες εφημερίδες ένιωσαν τότε την πίεση.
Η Τηλεόραση ήταν ευθέως ανταγωνιστική των εφημερίδων, το μονοπώλιο της είδησης χάθηκε, τα γεγονότα έτρεχαν μαζί με τις εικόνες στα σαλόνια των σπιτιών μπροστά στα μάτια των έκπληκτων τηλεθεατών. Πόλεμοι, συγκρούσεις, διαδηλώσεις, επιστημονικά επιτεύγματα,μα και κουτσομπολιά έφθαναν δωρεάν στα σπίτια σχεδόν του συνόλου των πολιτών.
Οι εκδότες, που τότε έγιναν και καναλάρχες, γοητεύθηκαν, για να μην πούμε τυφλώθηκαν, από τα τηλεοπτικά πλούτη, την ισχύ και την επιρροή που μετέφερε σε εκείνους το γυαλί και αφοσιώθηκαν στην νέα τους αγάπη.
Οι εφημερίδες πέρασαν σε δεύτερη μοίρα, δεν αποτελούσαν πια γι’ αυτούς προιόν πρώτης γραμμής.
Ωστόσο από τότε έγινε φανερό ότι οι εφημερίδες κινδύνευαν, ότι έπρεπε να αλλάξουν, να εμβαθύνουν, να γίνουν συστηματικότερες και αναλυτικότερες, να διεισδύσουν στις λεπτομέρειες, να ξεφύγουν από την ξερή ειδησεογραφία, να δημιουργήσουν ξεχωριστό προιόν ενημέρωσης, ικανό να ανταγωνιστεί τη γρήγορη και εντυπωσιακή πληροφόρηση της Τηλεόρασης.
Λίγες εφημερίδες μπόρεσαν να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της τηλεοπτικής εποχής. Αποδοτικότερη ήταν η προσπάθεια των κυριακάτικών εφημερίδων, οι οποίες όντως εμπλουτίστηκαν τότε, απέκτησαν δική τους ταυτότητα και στάθηκαν με σχετική επάρκεια στην τηλεοπτική εισβολή.
Οι ημερήσιες εφημερίδες από την άλλη πλευρά έμειναν εκτεθειμένες παρά τις πολλές απόπειρες προσαρμογής στις νέες συνθήκες δεν μπόρεσαν να αλλάξουν την πορεία των πραγμάτων. Η φθορά ήταν φανερή από τότε και η φθίνουσα πορεία τους προδιαγεγραμμένη.
Εν τω μεταξύ η χώρα συντονιζόταν με το στόχο της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωαης, η προοπτική ένταξης της ελληνικής οικονομίας σε ένα σταθερό νομισματικό περιβάλλον άλλαζε τα καταναλωτικά ήθη, δημιουργούσε υπερπροσδοκίες προόδου και ευημερίας και επιπλέον καθιστούσε ευχερή την πρόσβαση των πάντων στις αγορές, έδινε δηλαδή ευκαιρίες μεγέθυνσης μοναδικές για τα δεδομένα της μικρής έως τότε ελληνικής αγοράς.
Η άνθηση της τηλεοπτικής εποχής συνέπεσε με εκείνο το κύμα υψηλών προσδοκιών. Τα πολλαπλάσια έσοδα της Τηλεόρασης επηρέασαν τότε τη βιομηχανία της ενημέρωσης και του θεάματος βεβαίως, προσανατολίζοντας τους εκδότες σε συγκεκριμένες κατευθύνσεις.
Λίγα χρόνια αργότερα, το Μάρτιο του 1998, όταν εντάχθηκε η δραχμή στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών και κλείδωσε η ισοτιμία της δραχμής και κατέστη βεβαία η έλευση του ευρώ, το χρήμα φθήνυνε και ο καθείς απέκτησε πρόσβαση στο χρηματοπιστωτικό σύστημα.
Οι δυνατότητες άντλησης χρηματοδοτικών πόρων κορυφώθηκε με τη χρηματιστηριακή έκρηξη του 1999. Όλες οι συνδεδεμένες μεταξύ τους τηλεοπτικές και εκδοτικές επιχειρήσεις διεκδίκησαν χρήματα απευθείας από την αγορά και επειδή τότε τα ήθη ήταν χαλαρά «σήκωσαν’» αμύθητα ποσά, χωρίς ωστόσο να έχουν υποτυπωδώς φροντίσει για την ορθολογική διάθεσή τους. Το εκδοτικό περιβάλλον τρελάθηκε τότε στην κυριολεξία.
Πλάνα – αεροπλάνα κατατίθονταν και γίνονταν αποδεκτά από τις εποπτικές αρχές του Χρηματιστηρίου Αθηνών εν ριπή οφθαλμού. Τα περισσότερα επενδυτικά σχέδια ήταν ανεδαφικά, δεν παρέπεμπαν σε ορθολογικές τοποθετήσεις, εξυπηρετούσαν απλώς το κύμα της χρηματιστηριακής μεγέθυνσης και τίποτε άλλο.
Τα κεφάλαια ελήφθησαν μεν αλλά ξοδεύτηκαν σε ζημιογόνες κατά βάση δραστηριότητες, που μόνο δαπάνες δημιουργούσαν και τις πολυτελείς οργανώσεις των εκδοτικών επιχειρήσεων υπηρετούσαν, παρά οτιδήποτε άλλο.
Όταν έσκασε η φούσκα του Χρηματιστηρίου φάνηκε το κακό, αλλά η ζημιά είχε γίνει. Τα μαγαζιά της ενημέρωσης είχαν μεγαλώσει χωρίς μέτρο, είχαν ενσωματώσει κατά βάση ζημιογόνες δραστηριότητες και ήταν θέμα χρόνου πότε όλο το οικοδόμημα θα κατέρρεε ως άλλος χάρτινος πύργος.
Κράτησε η περίοδος της ευφορίας των καρπών της γης μέχρι και το 2005. Την επομένη των Ολυμπιακών Αγώνων ήδη όλα έμοιαζαν διαφορετικά. Η μόνη που διασώθηκε ήταν η Καθημερινή, επειδή ο Αριστείδης Αλαφούζος είχε την προνοητικότητα να διεκδικήσει και να επιβάλει την αλλαγή του επενδυτικού σχεδίου, μεταφέροντας τμήμα των πόρων που απορρόφησε από το Χρηματιστήριο Αθηνών σε ναυτιλιακές δραστηριότητες, προικοδοτώντας έτσι την επιχείρηση με σταθερά και αδιατάρακτα έσοδα. Όλες οι άλλες έχασαν στην κυριολεξία και τα αυγά και τα καλάθια.
Οι πολυτελείς οργανώσεις που οικοδομήθηκαν την προηγούμενη περίοδο ήταν φανερό από το 2005 ότι δεν μπορούσαν να εξυπηρετηθούν χωρίς γενναία και οργανωμένα προγράμματα εξυγίανσης. Ωστόσο η μετάπτωση σε πιο λογικά σχήματα απαιτούσε εμπνευσμένες ηγεσίες, οργανωμένες προσπάθειες και αποτελεσματικές διοικήσεις.
Οι τότε εκδότες δεν είχαν ούτε εκπαίδευση,ούτε κουλτούρα εξυγίανσης. Δεν αντιλαμβάνονταν το βάρος των φαραωνικών δημιουργημάτων που είχαν χτίσει στον καιρό της ευημερίας, ούτε μπορούσαν να φανταστούν ότι θα έλθει ένα πρωί που δεν θα μπορούν να κάνουν βήμα.
Οι περισσότεροι εκδότες – αλλά όχι μόνο αυτοί, μα και πολλοί συνάδελφοί μας – διατηρούσαν την ψευδαίσθηση ότι αδιατάρακτη θα είναι η πορεία των επιχειρήσεων του Τύπου. Πίστευαν ανοήτως επίσης ότι η πολιτική θα είναι αρρωγός,θα έλθει να καλύψει τα όποια ελλείμματα.
Ταυτόχρονα οι νέες τεχνολογίες, το Ιντερνέτ και τα σόσιαλ μίντια, είχαν αρχίσει να τοποθετούνται απέναντι στις παραδοσιακές εκδοτικές δυνάμεις. Παρ’ ότι ορισμένες απ’ αυτές υπήρξαν πρωτοπόρες στην ανάπτυξη των νέων μέσων παρέμειναν εγκλωβισμένες στο παλαιό μοντέλο, δεν μπόρεσαν να οργανώσουν την μετάπτωση, δεν είχαν την ευελιξία, βαρύνονταν από τα άλλα που ήταν δεσμευτικά κι ασήκωτα.
Ωστόσο τα σήματα και τα μηνύματα υπήρχαν αλλά άπαντες έκλειναν τα μάτια και τα αφτιά τους. Όταν το 2008 ξέσπασε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση και φανερώθηκε το κενό σχεδόν άπαντες ακινητοποιήθηκαν. Οι εκδότες διακρίθηκαν από αντίστοιχα ελλείμματα κατανόησης με εκείνα των πολιτικών. Στις πολλές προειδοποιήσεις αντέτειναν ότι σε έξη μήνες η κρίση θα περάσει κι άλλα τέτοια αστήριχτα και αβάσιμα. Επέμειναν μάλιστα οι περισσότεροι στην ίδια λογική, δεν μπορούσαν να διακρίνουν τη μακρά και συνδεδεμένη αλυσίδα φθοράς.
Βρέθηκε τότε ο Τύπος και συνολικά τα μέσα ενημέρωσης σε περιδίνηση τριών βασικών παραγόντων της μεγάλης κρίσης. Συνέπεσαν η οικονομική κρίση, η τεχνολογική αλλαγή και η γενικευμένη πολιτική αμφισβήτηση, ως αποτέλεσμα αδυναμίας της κοινωνίας να αντιληφθεί τους λόγους και το βάρος της χρεοκοπίας.
Οι εφημερίδες και τα μέσα ενημέρωσης από το 2009 και εντεύθεν είδαν ταυτόχρονα τις πωλήσεις να κάμπτονται δυναμικά, τα διαφημιστικά έσοδα να βυθίζονται στα Τάρταρα, τις πολλές και ταχύτατα αναπτυσσόμενες ιστοσελίδες να κλέβουν το περιεχόμενό τους και να διεκδικούν δι’ αυτού μερίδιο από την χειμαζόμενη διαφημιστική αγορά. Και μαζί είδαν το σύνολο σχεδόν του πολλαπλασιαζόμενου αντιμνημονιακού κύματος να μεταφέρει όλο το βάρος της ευθύνης για την κρίση τον Τύπο, στα μέσα ενημέρωσης και στους δημοσιογράφους, ωσάν να ήταν αυτοί οι υπεύθυνοι για όλα τα κακά του κόσμου τούτου.
Συνδυαζόμενα όλα τα παραπάνω επέτειναν την κρίση, ακινητοποίησαν όπως είπαμε τους ήδη παραδομένους εκδότες με αποτέλεσμα να μείνουν οι επιχειρήσεις της ενημέρωσης μόνες στο έλεος του Θεού, χωρίς δυνάμεις, χωρίς πόρους, με τις ανερχόμενες πολιτικές δυνάμεις εχθρικές και διεκδικητικές μαζί, να επιζητούν μεγάλες συμβολικές νίκες και επιπλέον τα παλαιά μέσα είτε δικά τους, είτε νεκρά.
Ο υπουργός που άνοιξε τις εργασίες της διημερίδας της ΕΣΗΕΑ για την κρίση στον Τύπο πρωταγωνίστησε και πρωταγωνιστεί στη διεκδίκηση.
Είναι εξουσιαστής πλέον, θέλει τα μέσα δικά του, ελεγχόμενα, να τον υπηρετούν και να τον λιβανίζουν.
Έτυχε να βρεθώ, εγώ και οι συνάδελφοί μου στον ΔΟΛ, στο επίκεντρο αυτής της μεγάλης κρίσης του Τύπου.
Όταν φανερώθηκε, στα τέλη του 2014 με αρχές του 2015 ότι ο εκδότης δεν είχε τις δυνάμεις και δεν μπορούσε να σηκώσει το βάρος της διάσωσης του οργανισμού και αποκαλύφθηκε στα μάτια μας η ανεδαφική και προβληματική διεκδίκηση της τότε αξιωματικής αντιπολίτευσης και μετέπειτα κυβέρνησης, η οποία δεν στηριζόταν ούτε οικονομικά, ούτε επιχειρηματικά, κρίναμε ότι δεν υπάρχει σωτηρία χωρίς τη δική μας θυσία και πρωτοβουλία.
Πολύ περισσότερο μάλιστα όταν ο εκδότης επιχείρησε να διαπραγματευτεί με τους νέους κυβερνήτες και άρχισε να συζητά όρους και προϋποθέσεις που αν μη τι άλλο προσέβαλαν τον καθένα από εμάς.
Όσοι είχαμε υποτυπώδη επαφή με το οικονομικό πρόβλημα του οργανισμού γνωρίζαμε ότι καμία κυβέρνηση και κανένας πρωθυπουργός δεν μπορούν να σώσουν τον οργανισμό. Και όταν αυτό αποκαλύφθηκε σε όλο το μέγεθός του το καλοκαίρι του 2016 αρχίσαμε τις αναζητήσεις. Και αυτό γιατί πιστεύαμε βαθεία στην αξία και στην ιστορία του οργανισμού, εκτιμούσαμε σωστά όπως απεδείχθη στη συνέχεια, ότι υπάρχει βάθος ικανό να προκαλέσει το ενδιαφέρον επενδυτών, που μπορούσαν να διακρίνουν την αξία των ιστορικών εφημερίδων.
Διαπιστώσαμε τότε ότι η διάσωση του οργανισμού μπορούσε να έλθει μόνο μέσα από μια ολοκληρωμένη διαδικασία εξυγίανσης.
Έτσι στα τέλη του 2016 απευθυνθήκαμε σε διεθνή εταιρία συμβούλων, καταρτίσαμε αξιόπιστο μπίζνες πλάν και ταυτόχρονα συνδεθήκαμε με διακεκριμένα νομικά γραφεία, πήγαμε στις δανείστριες Τράπεζες, προκειμένου να δούμε τις νομικές δυνατότητες, αλλά και τις πιθανές επιχειρηματικές λύσεις.
Ενημερώσαμε τους συναδέλφους μας, εξηγήσαμε ότι η διάσωση δεν θα χωράει τους πάντες, έγινε εξαρχής σαφές ότι η παλαιά δομή δεν θα μπορέσει να διατηρηθεί., ιδιαιτέρως τα διοικητικά και εμπορικά τμήματα θα φέρουν το μεγαλύτερο βάρος της αναδιάρθρωσης.
Ταυτόχρονα γνωστοποιήσαμε το πρόβλημα, το αναγνωστικό κοινό έμαθε από εμάς για το πρόβλημα αυτό καθεαυτό, όπως και για την διεκδίκηση της κυβέρνησης και την αδυναμία των Τραπεζών, λόγων των κυβερνητικών πιέσεων, να στηρίξουν μια προπτωχευτική διαδικασία.
Πήγαμε στα δικαστήρια, παλέψαμε για τη διάσωση με όρους πραγματικούς, χωρίς φόβους και προκαταλήψεις, με μόνο οδηγό την πεποίθησή μας ότι η κρίση δεν αντιμετωπίζεται με ευχολόγια και αγώνες άγονους, παρά μόνο με σχέδιο, στρατηγική, συνέπεια, πίστη κι αντοχές.
Σήμερα μπορούμε να πούμε ότι οι εφημερίδες του ΔΟΛ διασώθηκαν και κοντά τρεις εκατοντάδες θέσεις εργασίας. Δυστυχώς δεν διασώθηκαν όλες.
Αλλά ας είμαστε ρεαλιστές, οι εφημερίδες και συνολικά τα μέσα ενημέρωσης οφείλουν να προσαρμοσθούν. Τα εταιρικά σχήματα θα πρέπει να είναι λιτά, καλά οργανωμένα, με απορροφημένες τις νέες τεχνολογίες και σε απόλυτη επαφή με τα νέα εργαλεία.
Επίσης εκδότες και δημοσιογράφοι οφείλουν να περιφρουρήσουν την ανεξαρτησία τους, να υπηρετήσουν τον πλουραλισμό, να σηκώσουν σημαία εγκυρότητας και πνευματικότητας, να επανασυνδεθούν με την κοινωνία, χωρίς ωστόσο να γίνουν παρακολούθημα των όποιων οπισθοδρομικών τάσεων που κατά καιρούς εμφανίζονται.
Πιστεύω βαθιά ότι ο Τύπος θα έχει ευκαιρία αναγέννησης και οι δημοσιογράφοι πεδία προόδου και προκοπής.
Οι απαιτήσεις για έγκυρη και αντικειμενική ενημέρωση θα πολλαπλασιαστούν, η ανάγκη για πραγματική ενημέρωση θα αναδειχθεί, η εποχή μας είναι πολύ σύνθετη και το αγαθό της πληροφόρησης κρίσιμο και χρήσιμο. Θα το επιζητούν ολοένα και περισσότεροι.
Και ένα τελευταίο σχόλιο: Ακούω με κατανόηση τα αιτήματα για επιδότηση και κρατική ενίσχυση των εφημερίδων και γενικά των μέσων. Ωστόσο κρίνω ότι μόνο επικουρικά μπορεί να δει κανείς τέτοιες δυνατότητες. Κατά την ταπεινή μου γνώμη ο επιδοτούμενος Τύπος είναι εξαρτημένος Τύπος. Και ένας εξαρτημένος Τύπος δεν μπορεί να έχει τύχη στην εποχή μας.
* Το παραπάνω κείμενο διαβάστηκε από τον υπογράφοντα στη σχετική διημερίδα που διοργάνωσε το Μορφωτικό Ίδρυμα της ΕΣΗΕΑ.