«… Αϊντε, σε καρτεράν, μπάρμπα Βασίλη,


να ξαποστάσεις και να ξεδιψάσεις στην Πηγή των Αθανάτων,


αφήνοντας στον κόσμο το εγερτήριο λαϊκό σου τραγούδι


για τη μεγάλη μάχη της Ειρήνης»


ΓΙΑΝΝΗΣ ΡΙΤΣΟΣ, από το ποίημά του «Ο μπάρμπα Βασίλης ο Αβασίλευτος», γραμμένο για τον θάνατο του Β. Ρώτα (1977)


Καθώς αναπολώ τον Βασίλη Ρώτα ­ που έκλεισαν εφέτος 20 χρόνια απ’ τον θάνατό του ­ έρχεται στο νου ένα του ποίημα, γραμμένο τον καιρό της αιχμαλωσίας του στο Γκέρλιτς, αν δεν κάνω λάθος. Εχει τον τίτλο «Χαριστής» κι αρχίζει έτσι:


«Ελάτε, φίλοι· σήμερα χαρίζω


το βιο μου, ό,τι έχω αγαπητό·


τους θησαυρούς μου απλόχερα χαρίζω


κι απ’ το παράθυρο πετώ·


φίλοι, χαρίζω!..»


Δεν είναι τυχαίο, βέβαια, που το ποίημα έχει γραφτεί σε πρώτο πρόσωπο: έτσι ήταν πάντα ο αξέχαστος μπάρμπα Βασίλης ­ χαριστής, γενναιόδωρος, να σκορπίζει απλόχερα το πνευματικό βιός του, με τη γραφή και το λόγο, σε στίχο και σε πεζό, σε θέατρο και σε στοχασμό, σε μεγάλους και μικρούς. Μ’ έναν αμετακίνητο στόχο: την ουσιαστική παιδεία και άνοδο του λαού μας. Και μ’ εργαλείο του πολυάκριβο, του λαού τη γλώσσα, όσο πιο ατόφια, όσο πιο αμόλευτη από φραγκολεβαντίνικα μπολιάσματα και μαϊμουδίσματα.


Το παιδί απ’ το Χιλιομόδι, στη μακριά και πολυτάραχη ζωή του, στάθηκε ένας πλήρης πνευματικός άνθρωπος, καλλιεργώντας όλα τα είδη του λόγου: ποίηση, διηγηματογραφία, θέατρο, κριτική, δοκίμιο. Στρατευμένος δέκα ολόκληρα χρόνια ­ στους Βαλκανικούς πολέμους, στον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, στη Μικρασία ­ έμεινε ισόβιος πνευματικός στρατευμένος στην υπηρεσία της τέχνης και του τόπου.


Στου λαού την παίδευση και την κοινωνική και πνευματική πρόοδο αποσκοπούσε, σε όλα του τα «εγχειρήματα» και σ’ όλες τις φάσεις της πορείας του: Οταν λ.χ. 21 χρονών, ίδρυε, με άλλους φοιτητές, την ιστορική «Φοιτητική Συντροφιά», που προσπάθησε ν’ αποτινάξει τη δυναστεία της τυπολατρίας, της αρτηριοσκλήρωσης, του καθαρευουσιανισμού… Ή όταν, 20 χρόνια αργότερα (1930), έστηνε το «Λαϊκό Θέατρο» στο Παγκράτι ­ μιαν «υποβαθμισμένη», τότε, συνοικία ­ για να διαμορφώσει έναν σκηνικό πυρήνα ουσιαστικής και μορφωτικής λαϊκής τέρψης, πέρα απ’ την ταμειοκρατία, τους ναρκισσισμούς, την κενολογία του βουλεβάρτου, που κυριαρχούσε τότε στις ελληνικές σκηνές. (Και, φυσικά, δεν είχε διόλου άδικο η μεταξική δικτατορία, που έκλεισε το «Λαϊκό Θέατρο» απ’ τον πρώτο χρόνο της «βασιλείας» της: ένα λαϊκό θέατρο αποτελούσε κραυγαλέα παραφωνία μέσα σ’ εκείνο το αποτρόπαια αντιλαϊκό καθεστώς)… Ή όταν, 12 χρόνια πιο ύστερα, μέσα στη θανατερή μαυρίλα της Κατοχής, έφτιαχνε το «Θεατρικό Σπουδαστήρι», με σπουδαίους συνεργάτες (τον Μάρκο Αυγέρη, τη Σοφία Μαυροειδή-Παπαδάκη, τον Γιάννη Τσαρούχη, τον Αντώνη Φωκά, τον Μάνο Κατράκη κ.ά.), για να διαπλάσει άρτιους και υπεύθυνους ηθοποιούς και άλλους καλλιτέχνες του θεάτρου… Ή, τέλος, όταν οργάνωνε το αντιστασιακό «Θέατρο στα Βουνά» της ΕΠΟΝ, στις περιοχές της Ελεύθερης Ελλάδας, για να προσφέρει γνήσιο θέατρο στους ανθρώπους της υπαίθρου, που δεν είχαν γνωρίσει ως τότε παρά τις αθλιότητες των μπουλουκιών…


Και μόνοι οι τίτλοι «μιλάνε»: «Συντροφιά», «Λαϊκό Θέατρο», «Σπουδαστήρι», «Ελεύθερη Ελλάδα»: ομοψυχία, λαός, σπουδή, ελευθερία… Μ’ άλλα λόγια, αγώνας σ’ όλα τα μέτωπα…



Και να γράφει αδιάκοπα ο Ρώτας στον νόμιμο και στον παράνομο Τύπο, για να στηλιτεύσει και να σαρκάσει τα κάλπικα, να φωτίσει τον αναγνώστη, να βοηθήσει στην αυτοσυνείδησή του, να καταδείξει τις πολλαπλές «δουλείες» του τόπου, να του γνωρίσει τις αληθινές αξίες της ζωής και της τέχνης.


Εκείνος ο τόσο μειλίχιος και γελαστός στις προσωπικές επαφές του, γινόταν βίαιος, σκληρός, ανελέητος, σαρδονικός, όταν έγραφε και πάλευε για ό,τι τον πονούσε, αλύγιστος και ασυμβίβαστος.


Για τον Βασίλη Ρώτα, εν αρχή ην ο λαός: αυτός (πρέπει να) είναι η πηγή παράδοσης και γλώσσας, αυτός (πρέπει να) είναι και ο δέκτης.


Η λαϊκή παράδοση πρόσφερε στον Ρώτα τον πλούτο των θεμάτων της ­ η λαϊκή γλώσσα του χάρισε το αναντικατάστατο όργανο για να εκφρασθεί και να την υπηρετήσει. Το δημοτικό τραγούδι, τα λαϊκά παραμύθια, η λαϊκή σάτιρα, ο Καραγκιόζης απ’ τη μια ­ κι απ’ την άλλη, οι εκφραστικοί «τρόποι» της λαϊκής ποίησης και πεζού λόγου, στάθηκαν το μεταλείο, απ’ όπου αντλούσε πάντα ο Βασίλης Ρώτας. Από εκεί, διέπλασε τον δικό του προσωπικό λόγο ­ ευθύ αλλά παλλόμενο, λιτό αλλά καίριο, περιπαθή αλλά και σαρκαστικό. Για να μιλήσει στον λαό, να του τραγουδήσει, να τον τραγουδήσει.


Το θέατρο, ωστόσο, είχε την προτίμησή του. Σ’ όλες τις εκφάνσεις του: σκηνική πράξη («Λαϊκό Θέατρο»), σκηνική διδαχή («Θεατρικό Σπουδαστήρι»), σκηνική κρίση (κριτικές μελέτες, άρθρα κλπ.). Εκεί επικέντρωνε τον περισσότερο δημιουργικό μόχθο του. Είτε με τα πρωτότυπα έργα του, είτε με τις μεταφράσεις του, είτε με τα δοκίμιά του.


Πολικός αστέρας του, για τα δικά του θεατρικά δημιουργήματα ήταν το αρχαίο δράμα, ο Σαίξπηρ, αλλά και ­ ώρες ώρες ­ ο Καραγκιόζης. Σε πολλά έργα του, ακολούθησε τη μορφή και τη δομή της ελληνικής τραγωδίας (όπως στα Ελληνικά Νιάτα, 1946) ή των σαιξπηρικών ιστορικών δραμάτων (Ρήγας Βελεστινλής, 1936, Κολοκοτρώνης, 1955) ή, πάλι, του Θεάτρου των Σκιών (Καραγκιόζικα, 1955). Και σ’ όλα τα έργα του ιστορούσε και υμνούσε τους αγώνες των Ελλήνων για αποτίναξη των κάθε είδους «ζυγών», για αυτογνωσία, για αδέσμευτη σκέψη, αφίμωτη έκφραση, αδούλωτο βίο…


Τεράστια στάθηκε η προσφορά του Ρώτα στη μετάφραση ελλήνων και ξένων κλασικών: Αριστοφάνη (Ορνιθες, Ειρήνη), Σίλλερ (Μαρία Στιούαρτ, Δον Κάρλος), Χάουπτμαν Χανέλα πάει στον Παράδεισο, Ρόζα Μπερντ), Καλδερόν (Ο Δήμαρχος της Θαλαμέας), Τϊρσο δε Μολίνα (Ο Δον Τζιλ με το πράσινο παταλόνι).


Αλλά ο μεγάλος άθλος του ήταν πως δόθηκε σύψυχα στη μετάφραση του σαιξπηρικού έργου και μπόρεσε ν’ αποδώσει στη γλώσσα μας όλα τα δράματα, κωμωδίες, τραγωδίες του «βάρδου», όπως και όλα τα ποιήματα και σοννέτα του. Από το 1927 ως τα τελευταία χρόνια του (πρώτα μόνος, ύστερα με τη συνεργασία της Βούλας Δαμιανάκου), έστησε «ναόν περικαλλή», με την απόδοση των έργων του ελισαβετιανού, κρατώντας πιστά τη μορφή τους και με χυμώδη ποιητικό λόγο.


Την κατευθυντήρια γραμμή των μεταφράσεών του, την χάραξε στον Πρόλογο της Α’ έκδοσης του Αμλετ (Εστία, 1938): «Πρώτον, η ζωντανή γλώσσα, δεύτερον η ακρίβεια, τρίτον η πληρότητα και τέταρτον, αυτό που λίγοι μεταφραστές του Σαίξπηρ στα ελληνικά το ‘χουν καταφέρει, το ύφος του μεγάλου ποιητή, ένα ύφος λαμπρό, ζωηρό, παιχνιδιάρικο, πλούσιο και γενναίο, σοφό και δυνατό, ρωμαλέο και ευκίνητο, αγαθό και ωραίο και προπαντός θεατρικό». Κι αυτή τη γραμμή ακολούθησε απαρέγκλιτα και γόνιμα ως το τέλος. Χάρη στον Ρώτα, το ελληνικό θέατρο και ο έλληνας αναγνώστης κατέχουν πια το σύνολο του σαιξπηρικού corpus ­ ένα άλλο μέγιστον δώρημα και μάθημα για δραματουργούς, μεταφραστές, ηθοποιούς, θεατές.


Είκοσι χρόνια μετά την αποχώρησή του στον κόσμο των σκιών, ο Βασίλης Ρώτας μένει στη μνήμη και στην καρδιά μας, ο «ποιητής» με την πλατύτερη έννοια του όρου, ο τραγουδιστής και ο διδάχος, ο αγωνιστής και περγελαστής, ο «καλός σπορέας», που ο μόχθος του καρπισε και κάρπισε.


Αρχισα με λίγους στίχους του. Με δικούς του στίχους και θα τελειώσω. Απ’ το ποίημά του «Αν είσαι θάλασσα». Είναι γραμμένο για κάποιαν αγαπημένη, βέβαια, αλλά θα μπορούσε θαυμάσια να είχε γραφτεί για την άλλη του αγάπη, τη μεγάλη και ανέσπερη: το λαό. Τελειώνει έτσι:


«Δίνω και παίρνω, είσαι το ζύγι,


και του στραβού ‘σαι το παιδί


­ δο μου το χέρι σου κι οδήγει,


πιστή χαρά σ’ ακολουθεί».


ΣΗΜ. Το κείμενο αυτό δίνει τα κυριότερα σημεία ομιλίας στην έναρξη των εκδηλώσεων για τον Βασίλη Ρώτα, που οργάνωσαν η Νομαρχία Κορίνθου, οι Δήμοι Κορίνθου, Κιάτου, Χιλιομοδίου, τοπικοί πολιτιστικοί φορείς, συγγενείς, μαθητές και φίλοι του Ρώτα (10.11.-8.12). Βλέπε «Ανθολόγιο», σελ. 17.