Ελεγα στην προηγούμενη επιφυλλίδα μου («Το έμαθαν από τους ξένους», 20.8.2017) ότι η βεβαιότητα των περισσότερων σήμερα ιστορικών μας η απορρέουσα από τη μεταμοντέρνα (ως επί το πλείστον) θεωρία ότι οι Ελληνες πριν από τον 19ο αιώνα δεν είχαν εθνική συνείδηση παρά μόνο πολιτισμική είναι μύθος· όπως μύθος είναι και το ότι έλαβαν το όνομά τους και την εθνική τους ταυτότητα από τους Ευρωπαίους του Διαφωτισμού και του περιηγητισμού, μέσω μιας ελληνόφωνης ελίτ που, έχοντας ταξιδέψει ή/και σπουδάσει στην Ευρώπη, «απέκτησε πρόσβαση στο αρχαιοελληνικό «παρελθόν»», το οποίο τους ήταν άγνωστο προηγουμένως.
Οι θιασώτες αυτής της βεβαιότητας δεν τεκμηριώνουν τις διαπιστώσεις τους ή, όταν αισθάνονται την ανάγκη να προσκομίσουν κάποιο αποδεικτικό στοιχείο, αυτό είναι ασήμαντο ή ιδεοληπτικό. Επαναπαυόμενοι στην αυθεντία της προκρούστειας κατασκευής τους κοιτάζουν αφ’ υψηλού όσους την αμφισβητούν χαρακτηρίζοντάς τους συλλήβδην «θετικιστές παρωπιδοφόρους της κοινής λογικής».
Αλλά ας δούμε τι λέει η καταφρονούμενη σήμερα στο ελληνικό πανεπιστήμιο (και όχι μόνο σε αυτό) κοινή λογική. Οι μορφωμένοι ελληνόφωνοι, λέει, δεν χρειάζονταν τους ξένους για να μάθουν ότι είναι Ελληνες, γιατί ήξεραν αρχαία ελληνικά και είχαν άμεση πρόσβαση στο αρχαιοελληνικό παρελθόν, ενώ είναι απίθανο οι ξένοι περιηγητές στην Ελλάδα, που δεν γνώριζαν τη νέα ελληνική, να γνωστοποιούσαν στον αγράμματο λαό την ταυτότητά του. Είναι λογικότερο οι αγράμματοι να το μάθαιναν αυτό από τους μορφωμένους Ελληνες. Για να το πούμε ιστοριογραφικότερα:
Αν λάβουμε υπόψη ότι «η αντίθεση ανάμεσα σε κάποια λόγια, επίσημη παράδοση, και σε κάποια λαϊκή παράδοση, με ενιαία και ακίνητα στοιχεία, είναι ιστορικά ανυπόστατη, γιατί η ώσμωση και η αλληλοδιείσδυση ανάμεσα στον λαϊκό και τον λόγιο πολιτισμό επιτελείται πάντα» (Σβορώνος)· ότι «η κυρίαρχη εντύπωση ότι η εγγραμματοσύνη στην ελληνική κοινωνία των αιώνων της Οθωμανικής και της Βενετικής κυριαρχίας ήταν περιορισμένη είναι ψευδής» (Ασδραχάς)· και ότι ο νέος ελληνισμός είχε πριν από τον 19ο αιώνα περισσότερα από τριακόσια χρόνια έντυπης παράδοσης, τότε αντιλαμβανόμαστε την ερευνητική ολιγωρία των εν λόγω ιστορικών μας. «Δεν υπάρχει Ελληνας», έγραφε στις αρχές του 18ου αιώνα ο περιηγητής De Saint Maure, «που να μην ισχυρίζεται ότι η καταγωγή του κρατάει από τον Πρίαμο, τον Θησέα ή κάποιον άλλον ήρωα».
Η κοινή λογική λέει, επίσης, ότι είναι πιθανότερο να είναι οι Ελληνες εκείνοι που πληροφόρησαν τους ξένους για την ταυτότητά τους. Πρώτον γιατί η συνείδηση ότι συνδέονται με σχέση συγγένειας με τους αρχαίους Ελληνες, που είχε εμφανιστεί με τη μορφωμένη ελίτ ήδη από τον 12ο αιώνα, είχε απλωθεί σε έκταση εθνικής κοινότητας ήδη από τον 16ο αιώνα· και δεύτερον γιατί ο φωτισμός των Ευρωπαίων σε ό,τι αφορά την ελληνική αρχαιότητα από τους ελληνομαθέστερους από αυτούς έλληνες λογίους που κατέφυγαν στη Δύση μετά την Αλωση δεν πρέπει να υποτιμάται. Η πιθανότητα γίνεται βεβαιότητα αν διαβάσει κανείς με –έστω στοιχειώδη –προσοχή τις γραπτές μαρτυρίες. Αφήνοντας κατά μέρος τις εκκλήσεις όχι λίγων μεταβυζαντινών προς ξένους ηγεμόνες να απαλλάξουν τους Ελληνες από τον οθωμανικό ζυγό, οι οποίες συνοδεύονταν συχνά από υπομνήματα για την κατάσταση των Ελλήνων, διαφωτιστική είναι η μελέτη της αλληλογραφίας πολλών ελλήνων λογίων (16ος-18ος αι.) με ξένους ομολόγους τους που τους ζητούν πληροφορίες για την Ελλάδα και τους Ελληνες. Οι Μ. Μουσούρος, Αρ. Αποστόλης, Φρ. Πόρτος, Αντ. Επαρχος, Ι. Διασωρηνός, Π. Ρουσσάνος, Θ. Ζυγομαλάς, Γ. Σεβήρος, Μ. Πηγάς, Ι. Καστρίτσιος, Κ. Λούκαρης, Μ. Κριτόπουλος, Φρ. Σκούφος, Αλ. Μαυροκορδάτος και άλλοι γίνονται για τους ξένους πηγές νεοελληνογνωσίας. Ενα εύγλωττο παράδειγμα: η δίψα του Μαρτίνου Κρούσιου (1526-1607), που ζητούσε από τους Ελληνες που έφταναν στην Τιβίκη να του στείλουν περιγραφές της ελληνικής πραγματικότητας της εποχής.
Συστηματικότερη πληροφόρηση των Ευρωπαίων για την ελληνική πραγματικότητα παρέχουν βιβλία που εκδίδονται σε ευρωπαϊκές χώρες από Ελληνες, με τίτλους χαρακτηριστικούς. Το 1619 ο Χριστόφορος Αγγελος τυπώνει στο Κέιμπριτζ το Εγχειρίδιον περί της καταστάσεως των σήμερον ευρισκομένων Ελλήνων, το οποίο, μεταφρασμένo, εκδίδεται στα λατινικά (1619), στα αγγλικά (1625), σε δίγλωσση έκδοση ελληνική και λατινική (1655· ανατυπώθηκε τέσσερις φορές: 1668, 1676, 1678, 1720) και στα γερμανικά (1659· ανατυπώθηκε το 1664). Το 1678 ο Ιωσήφ Γεωργιρήνης δημοσιεύει στο Λονδίνο το A Description of the Present State of Samos, Nicaria, Patmos and Mount Athos, επειδή «ουκ ολίγοι των Βρετανών φιλομαθών εξελιπάρησαν περιγράψαι ον τρόπον τον βίον πολιτεύεται το νυν έχον γένος των Ελλήνων υπό των ασεβών και βαρβάρων Αγαρηνών». Περί το 1710 ο Αναστάσιος Μιχαήλ τυπώνει στο Αμστερνταμ τον Λόγον περί ελληνισμού αντικρούοντας την άποψη διαφόρων ευρωπαίων ελληνιστών ότι οι Ελληνες είχαν πλέον πάψει να υπάρχουν. Το 1714 ο Αλέξανδρος Ελλάδιος δημοσιεύει στη Γερμανία το Status praesens Ecclesiae graecae, που παρέχει και πληροφορίες για το μορφωτικό επίπεδο των Νεοελλήνων και για τη λογοτεχνική τους ιστορία. Το 1793 ο Ι. Δονάς Πασχάλης δημοσιεύει τη Lettera in apologia (ελλην. μτφρ. Επιστολή απολογητική, 1802), που υπερασπίζεται την υπεροχή των Ελλήνων (αρχαίων και νέων) έναντι των Εβραίων και συστήνει στους Ευρωπαίους τα έργα της νεοελληνικής γραμματείας.
Ολα αυτά, και πολλά άλλα, δείχνουν το μέγεθος της θεωριακής αφέλειας των πρωτοπορούντων σήμερα ιστορικών μας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ