Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των διεθνών οργανισμών, η χώρα μας αναμένεται εφέτος, για πρώτη φορά μετά το 2007, να καταγράψει έναν καθαρά θετικό ρυθμό ανάπτυξης της τάξης του 2%. Πρόκειται για μια αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη, ύστερα μάλιστα από μια ολόκληρη δεκαετία βαθιάς κρίσης, ύφεσης ή και στασιμότητας.
Ωστόσο, προσπαθώντας να ανιχνεύσουμε το μέλλον, οφείλουμε να προβληματιστούμε για το τι μεσολάβησε όλο αυτό το διάστημα και κατά πόσον έχουν δημιουργηθεί οι προϋποθέσεις για μια σχετικά ασφαλή πορεία προς τα εμπρός. Αντλήσαμε όλα τα απαραίτητα διδάγματα της κρίσης, για μια ασφαλέστερη πορεία στο μέλλον;
Το πρώτο στοιχείο προβληματισμού είναι κατ’ αρχήν η διάρκεια και η ένταση αυτής της κρίσης. Γιατί χρειαστήκαμε μία ολόκληρη δεκαετία για να επανέλθουμε σε ρυθμό ανάπτυξης που να υπερβαίνει έστω το 2%;
Οι αναλυτές επισημαίνουν διάφορες παραμέτρους. Πέραν της έλλειψης εγχώριας συναίνεσης, από τις πιο σημαντικές είναι το γεγονός ότι η δημοσιονομική κρίση δεν ήταν παρά η κορυφή του παγόβουνου μιας ευρύτερης κρίσης που συνδύαζε μια πραγματική οικονομία με καταβαραθρωμένη ανταγωνιστικότητα, μαζί με αναιμικούς θεσμούς και έναν δημόσιο τομέα με χρόνιες παθογένειες.
Ολα αυτά τα χρόνια η προσοχή μας –δικαίως –επικεντρώθηκε σε μεγάλο βαθμό στη δημοσιονομική πτυχή της κρίσης και στη σχετική προσπάθεια. Αυτό όμως που συχνά διέφυγε της προσοχής στον δημόσιο διάλογο και πέρασε σε δεύτερη μοίρα είναι το γεγονός πως, πέραν των δημοσιονομικών, και η πραγματική οικονομία βάδιζε στον δρόμο της κατάρρευσης με ένα έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών της τάξης του 15% του ΑΕΠ το 2008. Το έλλειμμα αυτό σχετίζεται ευθέως με το ότι η μεταποίηση στην Ελλάδα έχει από τα μικρότερα ποσοστά συμμετοχής στο ΑΕΠ στην Ευρώπη (8,8% του ΑΕΠ, έναντι 17% κατά μέσον όρο στην ΕΕ).
Στην προ ΟΝΕ εποχή τόσο μεγάλο έλλειμμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας θα συνεπαγόταν άμεσα σημαντική διόρθωση στην ισοτιμία του εθνικού νομίσματος, με συνακόλουθη εκτίναξη του πληθωρισμού, των επιτοκίων αλλά και των κοινωνικών προβλημάτων.
Η συμμετοχή στην ΟΝΕ έκρυψε το πρόβλημα της ανταγωνιστικότητας για πολλά χρόνια. Εχοντας αδιάλειπτη πρόσβαση σε πηγές φθηνού δανεισμού, η χώρα δανειζόταν, εισήγε αθρόα και κατανάλωνε.
Τα χρόνια της κρίσης έγιναν πράγματι σημαντικά βήματα για την αποκατάσταση της ανταγωνιστικότητας της πραγματικής οικονομίας, γεγονός που αποτυπώνεται και σε ένα περίπου ισοσκελισμένο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ύστερα από πάρα πολλά χρόνια υψηλών ελλειμμάτων. Αυτό επιτεύχθηκε χάρη στις μεταρρυθμίσεις που έγιναν, καθώς και στην προσπάθεια των ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων που έδωσαν τη μάχη της επιβίωσης αλλά και της εξωστρέφειας μέσα στις πιο αντίξοες συνθήκες. Οι εξαγωγές αυξήθηκαν, ενώ σιγά-σιγά η βιομηχανική παραγωγή ανακάμπτει.
Ωστόσο η διόρθωση στο ισοζύγιο προήλθε σε μεγάλο βαθμό και από μείωση εισαγωγών, ως αποτέλεσμα της μείωσης της ζήτησης. Το μεγάλο ερώτημα και στοίχημα για το προσεχές μέλλον είναι κατά πόσον θα μπορέσουμε να διατηρήσουμε ισοσκελισμένο εμπορικό ισοζύγιο και σε συνθήκες θετικού ρυθμού ανάπτυξης.
Εχουμε την τύχη να ζούμε σε μια χώρα με απαράμιλλο φυσικό περιβάλλον και πλούσια ιστορία που αποτελεί μαγνήτη και έναν από τους ελκυστικότερους τουριστικούς προορισμούς. Ο τουρισμός συνιστά αναμφισβήτητα συγκριτικό πλεονέκτημα της χώρας που συμβάλλει καθοριστικά σε ένα πλεονασματικό εξωτερικό ισοζύγιο στις υπηρεσίες και πρέπει πλήρως να αξιοποιηθεί.
Από μόνο του όμως αυτό δεν αρκεί. Είναι αναγκαίο να επικεντρωθούμε στη συνέχιση της προσπάθειας μείωσης του ελλείμματος στο ισοζύγιο αγαθών, είτε με ενίσχυση των εξαγωγών είτε με υποκατάσταση εισαγωγών.
Επί πολλά χρόνια και ειδικά στα χρόνια της επίπλαστης και δανεικής ευημερίας, η σημασία της παραγωγής διεθνώς εμπορεύσιμων αγαθών υποβαθμίστηκε στη χώρα μας και ιδίως στον δημόσιο διάλογο.
Η αστική μη κερδοσκοπική εταιρεία Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη δημιουργήθηκε ακριβώς για να επαναφέρει στον δημόσιο διάλογο τη σημασία της ενίσχυσης της εγχώριας παραγωγής, της βιομηχανίας, της μεταποίησης.
Η προσπάθεια ξεκίνησε πρόσφατα με πρωτοβουλία ομάδας επιχειρήσεων και των τεσσάρων βασικών περιφερειακών βιομηχανικών συνδέσμων της χώρας και σήμερα αριθμεί δεκάδες επιχειρήσεις, όλων των μεγεθών και των κλάδων της, από όλη τη χώρα που εκπροσωπούν την κοινότητα των μαχόμενων ελληνικών παραγωγικών επιχειρήσεων.
Φιλοδοξούμε να συμβάλουμε στην ανάδειξη και ενίσχυση του ρόλου της μεταποιητικής βιομηχανίας στην ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Να εξηγήσουμε και να πείσουμε πως η μεταποίηση μπορεί και πρέπει να ενισχυθεί ως ασφαλιστική δικλίδα για μια διατηρήσιμη έξοδο από την κρίση.
Μετά τη διεθνή κρίση του 2008, η Ευρωπαϊκή Ενωση έχει κάνει στροφή, υιοθετώντας μια στρατηγική για την «Ευρωπαϊκή Βιομηχανική Αναγέννηση» και στοχευμένες πολιτικές για την αύξηση της συμβολής της μεταποίησης στο 20% του ευρωπαϊκού ΑΕΠ ως το 2020. Αύριο η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ανακοινώνει τη νέα της στρατηγική για τη βιομηχανική πολιτική της Ευρώπης. Θέλουμε η χώρα να συμμετέχει συντεταγμένα σε αυτή την προσπάθεια με εθνικό στόχο και σχέδιο για τη μεταποίηση.
Παρά το συγκριτικά μικρό μερίδιο της μεταποίησης στην Ελλάδα, σύμφωνα με πρόσφατη μελέτη που εκπόνησε ο ΙΟΒΕ με τη στήριξη της Ελληνικής Παραγωγής, η συνεισφορά της στην οικονομία και στην κοινωνία είναι ιδιαίτερα σημαντική λόγω πολλαπλασιαστικών επιδράσεων. Προκύπτει πως το συνολικό αποτύπωμα της παραγνωρισμένης μεταποίησης (συμπεριλαμβανομένων των έμμεσων και προκαλούμενων επιδράσεων) ανέρχεται περίπου στο 30% του ΑΕΠ και της απασχόλησης.
Η βιομηχανία είναι από τους μεγαλύτερους εργοδότες της χώρας, προσφέροντας καλύτερες αμοιβές, ποιοτικές και πιο σταθερές θέσεις εργασίας, ανάσχεση του brain drain, προοπτικές καριέρας για τις νέες και τους νέους, και ειδικά για τους επιστήμονες. Η ενίσχυση της εγχώριας παραγωγής θα ενδυναμώσει και τις συνέργειες με άλλους κλάδους της οικονομίας καθώς και τις αλυσίδες αξίας που αναπτύσσονται γύρω από τη βιομηχανία, συμπεριλαμβανομένων πολλών κλάδων των υπηρεσιών.
Η Ελλάδα της επίπλαστης ευημερίας και κατανάλωσης ούτε μπορεί ούτε πρέπει να επιστρέψει. Η μελλοντική μας ευημερία και τα εισοδήματά μας θα εξαρτώνται από το αν παράγουμε, αν καινοτομούμε και αν εξάγουμε.
Οπως οι εποχές του έτους, η κυκλικότητα της οικονομίας είναι σε κάποιον βαθμό αναπόφευκτη. Αλλά σε αντίθεση με την εναλλαγή των εποχών, πολλά μπορούμε να κάνουμε έτσι ώστε η άνοιξη της οικονομίας να είναι πραγματική και διατηρήσιμη. Βασική προϋπόθεση, να βάλουμε ως στόχο μια Ελλάδα που δημιουργεί, καινοτομεί και παράγει.
Ο κ. Κώστας Θέος είναι διευθυντής της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας Ελληνική Παραγωγή – Συμβούλιο Βιομηχανιών για την Ανάπτυξη.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ