Ένας από τους πιονιέρους της μεταπολεμικής ανάπτυξης έφυγε πλήρης ημερών από τη ζωή ήρεμος και ήσυχος.
Ο Αριστείδης Αλαφούζος, γεννήθηκε το 1924 στην Οία της Σαντορίνης – την οποία υπεραγαπούσε – αλλά η οικογένειά του χρειάστηκε να μετοικήσει έπειτα από την έκρηξη του ηφαιστείου της Θήρας, πρώτα στον Πειραιά και αργότερα στην Αθήνα, όπου ανδρώθηκε στα σκληρά χρόνια της Κατοχής και του αδελφοκτόνου εμφυλίου πολέμου, σε καιρούς ανελευθερίας, πείνας και απόλυτης φτώχειας.
Έχασε τον πατέρα του νωρίς, το 1941, στην αρχή της γερμανικής Κατοχής και χρειάστηκε να δουλέψει στα καρβουνάδικα της Μαλακάσας για να επιβιώσει, πετυχαίνοντας ταυτόχρονα την εισαγωγή του το 1943 στη σχολή Πολιτικών Μηχανικών του Εθνικού Μετσόβιου Πολυτεχνείου.
Παρ’ ότι η σχολή έμεινε κλειστή, με μόνη λειτουργούσα την έδρα της Αντοχής των Υλικών, χάρις στον καθηγητή Νίκο Κιτσίκη, μπόρεσε να διατηρήσει την επαφή με τις σπουδές και να αποφοιτήσει το 1949, τη χρονιά λήξης του εμφυλίου.
Μαζί του αποφοίτησαν εκείνο το έτος μόλις δέκα πολιτικοί μηχανικοί από το Μετσόβιο.
Όπως διηγούνταν ο Αριστείδης Αλαφούζος οι περισσότεροι συμφοιτητές του είτε χάθηκαν σε εκείνα τα σκληρά χρόνια, είτε τραυματίστηκαν στη δεκαετία της εμπόλεμης κατάστασης και δεν κατάφεραν να τελειώσουν τις σπουδές τους.
Είχε λοιπόν το προνόμιο του διπλωματούχου μηχανικού στον καιρό της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης. Και το αξιοποίησε μη φειδόμενος κόπων και θυσιών.
Από την αρχή της σταδιοδρομίας του συμμετείχε στα μεγάλα έργα ανασύνταξης της καθημαγμένης Ελλάδας: Από τις μεγάλες ηλεκτροπαραγωγικές μονάδες της ΔΕΗ, τη Λάρκο και τα εγγειοβελτιωτικά έργα του Άξιου και του Στρυμόνα μέχρι τα κορυφαία για την εποχή ξενοδοχειακά συγκροτήματα του Αστέρα της Βουλιαγμένης και της Πάρνηθας.
Πειθαρχημένος,συνεπής, με πάθος δημιουργού, πρωταγωνίστησε επί σχεδόν μια δεκαπενταετία στον τομέα των δημοσίων έργων. Συντονίστηκε και συνεργάστηκε με τον πιο δυναμικό κύκλο κατασκευαστών εκείνης της περιόδου και παρήγαγε μοναδικά έργα.
Έχαιρε της εκτιμήσεως του Κωνσταντίνου Καραμανλή, τον οποίο δεν γνώριζε και έτυχε να τον συναντήσει κάποια στιγμή κατά την επιθεώρηση της περίφημης τρύπας της Βουλιαγμένης στο δρόμο του Σουνίου.
Ήταν τέτοιο το πάθος με τη δουλειά του μηχανικού που δεν έβλεπε τίποτε άλλο πέρα από την ολοκλήρωση των έργων που ανελάμβανε.
Χαρακτηριστικά μιλούσε για το έργο του Αστέρα της Βουλιαγμένης, το οποίο απαιτούσε επιχωματώσεις και απόλυτη αναδιαμόρφωση της βραχώδους περιοχής.
«Χρειαζόμαστε τότε χιλιάδες τόνους χώματος για να επιτύχουμε την αναδιαμόρφωση του χώρου και απευθύνθηκα στους αγρότες της Σαρωνίδας προκειμένου να το εξασφαλίσω. Μου πρόσφεραν να πάρω μόνο χώμα σκάβοντας ένα μέτρο τα χωράφια τους προς 3.000 δραχμές το στρέμμα και εναλλακτικά 5.000 δραχμές το στρέμμα αν αγόραζα τη γη. Προτίμησα να αγοράσω μόνο χώμα γιατί με ενδιέφερε να ολοκληρώσω το έργο. Αν αγόραζα τα χωράφια θα γινόμουν ένας από τους μεγαλύτερους ιδιοκτήτες γης στην Ελλάδα». «Άρα είμαι κακός επιχειρηματίας» προσέθετε χαριτολογώντας.
Η κατασκευαστική δράση του έληξε στα μέσα της δεκαετίας του 60. Διεκόπη σχεδόν βίαια από τη χούντα των συνταγματαρχών, η οποία τον αντιμετώπισε με εχθρότητα ως εργολάβο του Καραμανλή.
Θέλησε μάλιστα να τον εμποδίσει στην επέκταση της ναυτιλιακής δραστηριότητας που είχε ξεκινήσει το 1964.
Αυτός ήταν και ο λόγος που επέβαλε την απόλυτη στροφή του στη Ναυτιλία.
Επιμελής και μεθοδικός όπως ήταν εξελίχθηκε ταχύτατα, χτίζοντας πλοία κυρίως στην Ιαπωνία και δημιουργώντας δεσμούς και σχέσεις ακόμη και με τους δύσπιστους κομμουνιστές της Λαϊκής Κίνας.
Έκτοτε διακρίθηκε για την εξωστρέφεια και τον κοσμοπολιτισμό του. Ήταν τέτοια η ανάπτυξή του στον τομέα της ναυτιλίας που κάποια στιγμή το ΤΙΜΕ του αφιέρωσε την πρώτη του σελίδα.
Παρά ταύτα παρέμεινε προσεκτικός και κατά βάση λιτός. Ουδέποτε παρασύρθηκε από τα πλούτη, επέκρινε την επίδειξή τους, δεν ήθελε να προκαλεί το κοινό αίσθημα.
Σε όσους τον ρωτούσαν σχετικά έλεγε θυμόσοφα ότι «τα λεφτά είναι μπελάς», συμπληρώνοντας ότι «ποτέ μην κάτσεις πάνω στα λεφτά γιατί απλούστατα τα λεφτά χάνονται».
Στη βάση αυτού του δόγματος επέλεγε τη δημιουργία, υπό τον όρο όμως ότι «η δουλειά πρέπει να βγαίνει και για να βγαίνει πρέπει να είναι καλά οργανωμένη και οι υπεύθυνοι να τη σκέφτονται και να την φροντίζουν όλο το 24ωρο».
Πλήρης επιτυχιών και επιχειρηματικών διακρίσεων και θέλοντας να μεταδώσει τις αντιλήψεις που είχε κατακτήσει δημιουργώντας διεθνώς, αποφάσισε να επενδύσει στον Τύπο.
Αγόρασε σε μια κρίσιμη φάση, το 1988, την «Καθημερινή», την οποία ήθελε κοσμοπολίτικη, διεθνώς προσανατολισμένη και ανεξάρτητη, στα πρότυπα των μεγάλων αξιόπιστων αγγλοσαξονικών εφημερίδων.
Την παρέλαβε σχεδόν πτωχευμένη και απαξιωμένη και την κατέστησε σε σύντομο χρόνο μοντέρνα, δυναμική και αξιόπιστη.
Με τον καιρό η εφημερίδα που εξέδιδε πλέον ο Αριστείδης Αλαφούζος απέκτησε ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, αποτέλεσε μια από τις αιχμές του ευρωπαϊκού προσανατολισμού της χώρας χωρίς να θυσιάσει τον πλουραλισμό της και έφτασε κάποια στιγμή να διεκδικεί χαρακτηριστικά εθνικής εφημερίδας.
Είχε μάλιστα την πρόνοια να την ασφαλίσει οικονομικά όταν, διαβλέποντας την επερχόμενη κρίση του Τύπου, διεκδίκησε και επέτυχε την αλλαγή της χρήσης των κεφαλαίων που η «Καθημερινή Α.Ε.» απορρόφησε από το Χρηματιστήριο Αθηνών, τοποθετώντας το μεγαλύτερο μέρος αυτών στη ναυτιλία.
Την προικοδότησε έτσι με ανεξάρτητους πόρους, που ακόμη και σήμερα απολαμβάνει, εξασφαλίζοντας ανεξαρτησία και μακροημέρευση.
Ο Αριστείδης Αλαφούζος ήταν μια ξεχωριστή προσωπικότητα.
Επέζησε της πολεμικής θυέλλης, εξοπλίστηκε στα χρόνια της καταστροφής και δημιούργησε με πάθος στα χρόνια της ειρήνης, ξεπερνώντας κατά τα πολύ τα σύνορα της μικρής πατρίδας.
Ανήκει στη γενιά των μεγάλων παραγωγών και δημιουργών που ξανάχτισαν την μεταπολεμική Ελλάδα.
Το παράδειγμά του έχει ίσως μεγαλύτερη αξία τώρα, στον καιρό της μεγάλης κρίσης.