Πολλοί μιλούν απαξιωτικά και επικριτικά για «Το τέλος της Ιστορίας» του Φουκουγιάμα, λίγοι όμως το έχουν διαβάσει και ακόμη λιγότεροι έχουν καταλάβει την προβληματική του. Το βασικό του επιχείρημα είναι ότι η φιλελεύθερη κοινωνία φτάνει σε ένα σημείο στο οποίο λειτουργεί ως ένας μηχανισμός που δεν χρειάζεται έξωθεν ρυθμίσεις, ή τουλάχιστον μεγάλες ρυθμίσεις που να προκαλούν αντίστοιχου μεγέθους διαμάχες. Αν η οικονομία είναι στον αυτόματο πιλότο, αυτορρυθμίζεται υπό τον όρο ότι δεν νοθεύεται ο αυτοματισμός της από εξωγενείς παράγοντες και δεν γίνονται υποχωρήσεις από τους κανόνες που έχουν τεθεί. Κι αν εξασφαλίζεται αυτή η λειτουργία, τότε η πολιτική είναι λιγότερο συγκρουσιακή και έχει ως κύριο καθήκον να εξασφαλίζει το απρόσκοπτο του αυτοματισμού. Η πολιτική έχει επομένως όχι τον κύριο, αλλά συμπληρωματικό ρόλο. Υγιές νόμισμα και τραπεζικό σύστημα θα εξασφαλίζουν την αειφορία του συστήματος.
Πηγή έμπνευσης του Φουκουγιάμα είναι ο Αλεξάντρ Κοζέβ, από τους πρώτους που προϊδεάστηκαν το μοντέλο της ευρωπαϊκής ένωσης ως έναν μηχανισμό με αυτά τα χαρακτηριστικά, αμέσως μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, και εγκατέλειψε την ακαδημαϊκή καριέρα στη Γαλλία για να εργαστεί στις Βρυξέλλες ως γραφειοκράτης. Το τέλος της Ιστορίας επομένως δεν είναι μια χρονική στιγμή όπου υποτίθεται ότι τελειώνει η Ιστορία παντού, αλλά μια συνθήκη στην οποία προσχωρεί κανείς και η οποία επιβάλλεται με ακατάβλητη δύναμη. Είναι χαρακτηριστικό ότι κάθε φορά που η ελληνική κυβέρνηση ήθελε να διαπραγματευθεί τους όρους των μνημονίων σε πολιτικό επίπεδο την παρέπεμπαν στα τεχνικά κλιμάκια. Στη συνθήκη αυτή τα πολιτικά ζητήματα είναι τεχνικά ζητήματα, λύνονται με προκαθορισμένους κανόνες. Από αυτή την πλευρά ασκείται κριτική από το Βερολίνο στον Γιούνκερ και στην Κομισιόν ότι ρόλος τους δεν είναι να κάνουν πολιτική αλλά να εξασφαλίζουν την τήρηση των κανόνων. Η συναίνεση που εξασφαλίζεται στις συναντήσεις κορυφής, η συναίνεση ανάμεσα στις δύο μεγάλες πολιτικές οικογένειες της Ευρώπης, την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, εκφράζει αυτό το τέλος των ιδεολογικών αντιπαραθέσεων. Η ελληνική κυβέρνηση το έμαθε αυτό το μάθημα σκληρά στο πρώτο εξάμηνο του 2015 και τα capital controls δείχνουν ότι η τιμωρία δεν έχει λήξει. Το νόημα των μεταρρυθμίσεων, με το νόημα που τους αποδίδουν οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις και η γραφειοκρατία που φροντίζει τους αυτοματισμούς, είναι αυτό ακριβώς: μπείτε στη συνθήκη του αυτοματισμού, αποδεχθείτε τη σταθερότητα των κανόνων της οικονομίας, δεν έχετε άλλη επιλογή από εκείνη που εξασφαλίζει την αξία του νομίσματος, τερματίστε τις πολιτικές αναζητήσεις και αντιρρήσεις, εισέλθετε στην εποχή του τέλους της Ιστορίας. Αυτή είναι η σημασία της αποδοχής της «ιδιοκτησίας του προγράμματος». Δεν σας το επιβάλλουμε, το θέλετε μόνοι σας.
Οπως έδειξε το παράδειγμα των γαλλικών εκλογών, και λίγο πριν των ολλανδικών, όπως θα δείξουν πιθανότατα και οι γερμανικές εκλογές, αυτή η λογική παραμένει πλειοψηφική, παρά τις αμφισβητήσεις. Γιατί; Οι άνθρωποι δεν είναι μόνο πολιτικά όντα (Αριστοτέλης: ο άνθρωπος φύσει πολιτικόν ζώον) αλλά και οικονομικά (homo economicus). Και ως οικονομικά όντα δεν μπαίνουν μόνο στις παραγωγικές σχέσεις ως ιδιοκτήτες μέσων παραγωγής και ιδιοκτήτες της εργατικής τους δύναμης (Μαρξ). Είναι και καταθέτες, είτε ατομικοί (αποταμιεύσεις) είτε συμμέτοχοι σε συλλογικά εγχειρήματα με χαρακτήρα αποταμιευτικό (κοινωνικές ή ιδιωτικές ασφαλίσεις) κ.λπ. Για όλους αυτούς, οποιουδήποτε μεγέθους καταθέτες, η σταθερότητα του νομίσματος και του τραπεζικού συστήματος που εξασφαλίζει την κυκλοφορία του προηγείται της ποιότητας της δημοκρατίας, και αντίστροφα, η σταθερότητα της δημοκρατίας γίνεται συνάρτηση της σταθερότητας του νομίσματος. Σταθερότητα του νομίσματος σημαίνει σταθερότητα της δημοκρατίας. Η κοινωνιολογική έννοια «κοινωνία του ρίσκου» είναι κλασική ιδεολογική αντιστροφή. Ασφάλεια σε όλες τις διαστάσεις είναι η μεγίστη επιδίωξη. Το ρίσκο έρχεται ως επιδόρπιο σε ένα εξασφαλισμένο γεύμα.
Αυτή η σταθερότητα είναι η δύναμη του Μακρόν, και του κάθε Μακρόν που εμφανίζεται στην Ευρώπη, απέναντι στην Ακροδεξιά. Γιατί και η Λεπέν υπόσχεται κι αυτή μιαν άλλη σταθερότητα, ψυχολογική, στην αγκαλιά του έθνους και όλων όσων μας γαλούχησε από την τρυφερή ηλικία ο πατροπαράδοτος εθνικός πατερναλισμός. Στον βαθμό που η Ακροδεξιά εμφανίζεται να αμφισβητεί το τέλος της Ιστορίας και τη σταθερότητα που εξασφαλίζει, ο τύπος του Μακρόν θα κερδίζει όχι γιατί συμβολίζει την Ευρώπη του διαφωτισμού και της δημοκρατίας, ούτε γιατί εκφράζει την απέχθεια στον ρατσισμό και στον εθνικισμό. Θα κερδίζει εξαιτίας του φόβου της αστάθειας, γιατί ανταποκρίνεται περισσότερο στον οικονομικά συναλλασσόμενο παρά στον πολίτη.
Αυτό το τέλος της Ιστορίας είναι η μεγάλη χοάνη που απορροφά και την Κεντροδεξιά και την Κεντροαριστερά, αν ακόμη μπορούμε να διακρίνουμε διαφορές. Αλλά το μείζον ζήτημα είναι ότι αυτό το τέλος της Ιστορίας το αμφισβητεί ο εθνικός αυταρχισμός και όχι η ριζοσπαστική δημοκρατία. Ή διαφορετικά, ο πρώτος το αμφισβητεί έμπρακτα, η δεύτερη θεωρητικά. Το πρόβλημα της Αριστεράς είναι ότι βλέπει στους ανθρώπους την πολιτική τους διάσταση, ενώ παραβλέπει την οικονομική. Απευθύνεται στο ακροατήριό της με πολιτικούς όρους, μεγάλο μέρος της ζωής του ίδιου ακροατηρίου της όμως εξελίσσεται στη σφαίρα της οικονομίας, για την οποία η Αριστερά δεν έχει και πολλά, ή διαφορετικά, να πει. Αυτό είναι παράδοξο, γιατί ιστορικά η Αριστερά είχε διαρρήξει την πολιτική ισότητα για να αναδείξει την οικονομική ανισότητα.
Ολα καλά λοιπόν; Τι μπορεί να διαταράξει το τέλος της Ιστορίας; Η ανερχόμενη ανεργία και η μεταναστευτική κρίση. Για να υπάρξουν όμως αλλαγές, και όχι απλώς κύματα διαμαρτυριών (γιατί φτωχοί και μετανάστες είναι εκτός πολιτικού συστήματος), χρειάζεται να μετακινηθούν τα όρια ανάμεσα στο πολιτικόν ζώον και στον homo economicus, ή να δημιουργηθεί η συνθήκη μιας νέας σταθερότητας που θα εγγυάται τη λειτουργία των οικονομικών δραστηριοτήτων, ώστε οι άνθρωποι να μπορούν να λειτουργούν πολιτικά διευρύνοντας συνεχώς τα δικαιώματα και περιορίζοντας τις στερήσεις. Εως τότε θα μάθουμε να συμβιώνουμε με το τέλος της Ιστορίας, θα φοβόμαστε μάλιστα μήπως τελειώσει. Μπρος Μακρόν και πίσω ρέμα!
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ