Οι όροι «ύφος» και «ύψος» ήταν κάποτε συνώνυμοι. Ωστόσο, μπορεί το «υψηλό» ύφος να ταυτίζεται πολύ συχνά με το μεγαλοπρεπές, πότε – πότε και με το μεγαλειώδες· όχι, όμως, με το μεγαλορρήμον. Ψεύτικο «ύψος», ο στόμφος δεν είναι ένα απλό ελάττωμα του ύφους· είναι η άρνησή του.


Το αληθινά μεγαλοπρεπές ύφος αρμόζει κατ’ εξοχήν στο έπος. Εκεί ο κίνδυνος του στόμφου είναι ελάχιστος. Γιατί η μεγαλοπρέπεια του επικού λόγου δεν απόκειται μόνο στις ίδιες τις λέξεις, αλλά κυρίως σε αυτό που οι λέξεις εκφράζουν: στο ίδιο το περιεχόμενο του έπους, μεγαλοπρεπές εξ ορισμού.


Από το έπος κατάγεται και η ιστορία, και ας έχει μετεξελιχθεί σε επιστήμη. Σε ιστορικές συγγραφείς, όπως είναι π.χ. η ιστορία ενός πολέμου, συχνά χρησιμοποιούνται, ακόμη και σήμερα, επικά υφολογικά στοιχεία.


Ωστόσο, στην ιστοριογραφία ενός πολέμου ή μιας επανάστασης, εκ φύσεως δραματική, ο επικός λόγος μπορεί να στηθεί με φυσικότητα και να είναι ωραίος. Αλλά σε μια μελέτη οικονομικής ιστορίας θα φαντάξει στομφώδης και, τελικά, γελοίος ­ κάτι σαν ειρωνική παρωδία.


Δεν είναι τυχαίο ότι η σάτιρα χρησιμοποιεί συχνά την παρωδία του επικού λόγου. Η βατραχομυομαχία παριστάνει κάτι που δεν είναι: παριστάνει έναν επικό πόλεμο ηρώων και ημιθέων. Η αντίθεση μεταξύ φαινομένου και πραγματικότητας είναι συστατικό στοιχείο της ειρωνείας. Ετσι, ο πειρασμός του επικού ύφους είναι μια παγίδα που η επιστήμη της ιστορίας στήνει ειρωνικά στον συγγραφέα ­ ακριβώς επειδή του επιτρέπει ένα ύφος ελευθεριότερο, «λογοτεχνικότερο» από τις άλλες κοινωνικές επιστήμες.


Εκτός από την άκριτη μεγαλορρημοσύνη, ωστόσο, υπάρχει και ένας άλλος στόμφος· που απαντάται όχι μόνο στην ιστορία, αλλά και στις λοιπές κοινωνικές επιστήμες. Μια μορφή του είναι η περιττή σώρευση εξειδικευμένης ορολογίας· και μια άλλη, παρόμοια, είναι η σοβαροφανής, περίπλοκη και στρυφνή διατύπωση. Αυτός ο «επιστημονικός» στόμφος είναι συνηθέστατος, αλλά πολύ πιο δυσδιάκριτος από τον «λογοτεχνικό»· επειδή τον συγκαλύπτει η επίφαση της επιστημονικότητας.


Πράγματι, ό,τι μπορεί να λεχθεί με όρους απλούς δεν χρειάζεται πασπάλισμα με περισπούδαστη ορολογία. Αυτό δεν σημαίνει ότι ο συγγραφέας ενός επιστημονικού κειμένου οφείλει, σώνει και καλά, να αποκλείσει από το λεξιλόγιό του όλους τους εξειδικευμένους όρους· απλώς θα αποφύγει τη συσσώρευσή τους, χρησιμοποιώντας όσους είναι απαραίτητοι, αποφεύγοντας έτσι την επιτήδευση, την εκζήτηση και την επίδειξη επιστημοσύνης.


Αλλά και όταν ακόμη δεν υπάρχουν εξειδικευμένοι όροι, ένα κείμενο είναι καμιά φορά περίπλοκο χωρίς να το απαιτεί η πολυπλοκότητα του θέματός του, απλώς και μόνο επειδή η διατύπωσή του είναι άνευ λόγου συγκεχυμένη και στρυφνή: πρόκειται για έναν συνηθισμένο επιστημονικό μανιερισμό.


Με ή χωρίς εξειδικευμένη ορολογία, ο μανιερισμός αυτός είναι ένα είδος στόμφου. Επειδή παριστάνει με σοβαροφάνεια τον επιστημονικό λόγο, ενώ στην ουσία δεν είναι. Και δεν είναι επειδή η περιπλοκότητά του περιορίζει τη σαφήνεια του κειμένου ή και την εξαφανίζει. Ενώ μόνο με τη σαφήνεια ένας συγγραφέας εκθέτει καθαρά και τίμια στον αναγνώστη τις υποθέσεις, τις μεθόδους, τις αποδείξεις και τα πορίσματά του. Και μόνο έτσι ο αναγνώστης μπορεί να ελέγξει την ορθότητα των όσων γράφονται· και ο μελλοντικός μελετητής μπορεί να τα επικυρώσει, να τα βελτιώσει ή να τα διαψεύσει ξαναπιάνοντας το ίδιο θέμα.


Πρόκειται για τον διάλογο και τη διάψευση, θεμελιώδεις επιστημονικές λειτουργίες: το ασαφές ούτε να συζητηθεί μπορεί ούτε να διαψευστεί. Στην επιστημονική συγγραφή, επομένως, η σαφήνεια είναι συστατικό στοιχείο του ύφους και όχι ένας απλός υφολογικός τρόπος που επιλέγουμε ή παραμελούμε ανάλογα με τις διαθέσεις της στιγμής.


Αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο στην περίπτωση των κοινωνικών επιστημών και της ιστορίας. Ο πολιτειολόγος, ο κοινωνιολόγος, ο ιστορικός δεν γράφουν μόνο για το συνάφι τους, αλλά και γι’ αυτόν που ονομάζουμε «μορφωμένο αναγνώστη». Το κοινό στο οποίο απευθύνονται είναι δυνάμει ευρύ· και πρέπει να είναι, επειδή οι κοινωνικές επιστήμες διαμορφώνουν τις αντιλήψεις της κοινωνίας για τον εαυτό της, προάγουν (ή διαστρεβλώνουν) την αυτογνωσία της, επηρεάζουν την πολιτική πράξη των πολιτών της και το ιστορικό της μέλλον. Αυτούς τους σκοπούς τους επιτελεί καλύτερα ένα κείμενο ­ πολιτειολογικό, κοινωνιολογικό, ιστορικό ­ όταν είναι προσπελάσιμο, λιτό και σαφές.


Ο επιστημονικός στόμφος είναι πολλές φορές σύνδρομο ανασφάλειας. Αυτό δεν είναι περίεργο. Ο συγγραφέας, αμυνόμενος χωρίς ίσως και να το ξέρει, θωρακίζει τα επιχειρήματά του μέσα στην περιπλοκή και στους εξειδικευμένους όρους. Ετσι, ελπίζει, κατά βάθος, να τα καταστήσει απρόσβλητα από τον αναγνώστη.


Αλλοτε πάλι η ανασφάλεια οδηγεί ακόμη και σε συνειδητές προσπάθειες παραπλάνησης: ο συγγραφέας επιδιώκει ενσυνειδήτως να καταστήσει απροσπέλαστη τη διατύπωσή του. Είπαμε, το ασαφές ούτε να συζητηθεί μπορεί ούτε να διαψευστεί. Ετσι, στις ενδιαφέρουσες αυτές περιπτώσεις, η έλλειψη συγγραφικού ύφους συναντάται ωραία με την έλλειψη επιστημονικού ήθους.


Ο κ. Γ. Β. Δερτιλής είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.