Διαβάζουμε κουραστικές, ανούσιες και επαναλαμβανόμενες αναλύσεις για την άνοδο του Ντόναλντ Τραμπ στην προεδρία της Αμερικής. Η έννοια του λαϊκισμού με τη χρόνια κατάχρησή της έχασε κάθε ερμηνευτική δύναμη και ιδιαίτερα για τη χώρα της οποίας το Σύνταγμα αρχίζει εμβληματικά με τη φράση «We the people». Εκείνο που έχει σημασία ενδεχομένως να τονισθεί είναι ότι η Δεξιά στον αγγλοσαξονικό κόσμο, εκείνη που με το δίδυμο Ρίγκαν – Θάτσερ πραγματοποίησε τη θεαματικότερη πολιτική στροφή στον δυτικό μεταπολεμικό κόσμο δημιουργώντας -ισμούς με το όνομά τους, τώρα με τον Τραμπ και τη Μέι κάνει κάτι επίσης αδιανόητο: σηκώνει τη σημαία της κοινωνικής ανισότητας, της υπεράσπισης των φτωχών, την προστασία της εθνικής οικονομίας από τον κίνδυνο της παγκοσμιοποίησης και των ανέργων από τους μετανάστες. Δεν έχει σημασία που οι Τόρηδες συνώνυμο του ελιτισμού παρά του λαϊκισμού είναι, ή πως ο Τραμπ είναι βαθύπλουτος και επιδειξίας του πλούτου του. Στο κάτω-κάτω, η «Δυναστεία» ήταν η πιο δημοφιλής τηλεσειρά.
Γιατί όχι, αφού η ευπρεπής και καλλιεργημένη μεσαία τάξη, οι πολιτικοί και οι διανοούμενοί της, κεντροαριστερής ή κεντροδεξιάς απόχρωσης, κόπτονται μεν για τα δικαιώματα και τη διαφορετικότητα, αδιαφορούν δε εκκωφαντικά για οτιδήποτε αφορά την κοινωνική ανισότητα; Μοιάζει πια αγεφύρωτη η διάσπαση ανάμεσα σε αυτές τις δύο έννοιες. Η αδιαφορία για την κοινωνική ανισότητα οδηγεί σε μια ελιτίστικη αντίληψη της δημοκρατίας, στο άδειασμά της από κάθε λαϊκό περιεχόμενο. Υπήρξαν σχολιαστές που υποστήριζαν ότι και ο Σάντερς συνέβαλε στην εκλογή του Τραμπ, γιατί εξήπτε το ακροατήριό του με την κοινωνική κριτική. Είναι οι ίδιοι που θεωρούν ότι καμιά σοβαρή πολιτική απόφαση δεν πρέπει να τίθεται σε λαϊκή ετυμηγορία. Οι θιασώτες της μεταδημοκρατίας. Από την άλλη, η αδιαφορία για τα δικαιώματα, και κυρίως για τους μετανάστες, σημαίνει αδιαφορία για τις ελευθερίες και τη διαφορετικότητα, πολιτικό αυταρχισμό, αστυνομική αυθαιρεσία, εθνικισμό και Ακροδεξιά, ακυρώνει πολιτισμικές κατακτήσεις μισού αιώνα.
Αυτός ο διχασμός διαπερνά οριζόντια τις χώρες αλλά έχει διεισδύσει στις πολιτικές παρατάξεις και της Δεξιάς και της Αριστεράς, όπως ορίστηκαν ιστορικά. Και συνήθως κρύβεται κάτω από επίπλαστα διλήμματα που παρουσιάζονται ως εθνολαϊκισμός εναντίον μεταρρυθμίσεων, ως ορθός λόγος εναντίον ανορθολογισμού, ως η υπευθυνότητα εναντίον ανεύθυνων υποσχέσεων. Και καθώς οι μόνοι με μαζικό ακροατήριο που έμειναν για να καταγγέλλουν την κοινωνική αδικία, μετά και την παραδειγματική πειθάρχηση της ελληνικής Αριστεράς, είναι οι εθνικιστικές δυνάμεις, τότε η άνοδος του Τραμπ πιθανότατα θα σημάνει την ανασύνταξή τους.
Το στυλ Καμμένου, κακώς διακωμωδείται ως ελληνικό καπρίτσιο γιατί, όπως βλέπουμε και θα δούμε στις προσεχείς ευρωπαϊκές εκλογές, ανταποκρίνεται σε άποψη εμπεδωμένη και με έρεισμα. Η αυταπάτη τους βέβαια είναι ότι ο Τραμπ, το Brexit, η απευκταία μεν αλλά ενδεχόμενη επικράτηση της Λεπέν θα σταματήσουν την πορεία της παγκοσμιοποίησης για να επαναφέρουν την εθνική κυριαρχία και επομένως την προστασία της εργατικής τάξης από την παγκοσμιοποίηση. Η αυταπάτη αυτή βασίζεται στην αντίληψη, αρκετά διαδεδομένη και στην Αριστερά, ότι η παγκοσμιοποίηση είναι αποτέλεσμα αποκλειστικά πολιτικών αποφάσεων. Αν επομένως αρθούν, όπως π.χ. η απόσυρση της Αμερικής από τις διαπραγματεύσεις ελευθέρου εμπορίου του Ειρηνικού και τη NAFTA, αν υιοθετηθούν πολιτικές ενίσχυσης του εθνικού νομίσματος και της εθνικής αγοράς, τότε η εσωτερική παραγωγή θα ανακάμψει, η ανεργία θα περιοριστεί και οι παλιές καλές ημέρες θα επιστρέψουν.
Εκείνο που ένας ιστορικός θα είχε να αντιτείνει είναι ότι η παγκοσμιοποίηση περνά μέσα από πολιτικές αποφάσεις, επιταχύνεται ή επιβραδύνεται, ωστόσο δεν αναστέλλεται. Γιατί αποτελείται από διαδικασίες οι οποίες δεν άρχισαν βέβαια στη δεκαετία του 1990 αλλά πολύ νωρίτερα. Πρόκειται για βαθιές τεχνολογικές, παραγωγικές, πολιτισμικές αλλαγές που υπερβαίνουν γεωγραφικούς και πολιτισμικούς καταναγκασμούς. Αγκαλιάζουν το σύνολο της ζωής των σύγχρονων κοινωνιών, μειώνοντας το βάρος των πολιτικών αποφάσεων, αν και χρησιμοποιούν ως όργανο το κράτος. Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο εθνικισμός και ο προστατευτισμός κάλπαζαν. Αυτό όμως καθόλου δεν εμπόδισε την παγκοσμιοποίηση να τυλίγει τον πλανήτη με σιδηροδρομικά δίκτυα, ατμοπλοϊκά δρομολόγια, τηλεγραφικά σύρματα, διεθνή ομόλογα, εναρμονισμένα μέτρα και σταθμά, και ένα σωρό άλλα, αυτονόητα σήμερα. Δεν εμπόδισε η έξαρση του εθνικισμού τον Φιλέα Φονγκ το 1873 να κάνει τον γύρο του κόσμου σε 80 ημέρες, ούτε ο πόλεμος του 1914-18 τα ρολόγια των στρατιωτών που αλληλοσκοτώνονταν να δείχνουν ίδια ώρα.
Παγκοσμιοποίηση και εθνικισμός μπορούν να προχωρήσουν χέρι-χέρι. Οι πολιτικές αποφάσεις μπορούν να επιβραδύνουν ή να καθυστερήσουν αυτή τη διαδικασία, ή να επιχειρήσουν να θέσουν κανόνες, προς τη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Δεν μπορούν να την αναστείλουν ή να την ανατρέψουν. Οταν αλλάζει μια εποχή, πολλές εκδοχές δραστηριοποιούνται. Αλλά εν τέλει αποτελούν διαφορετικές εκφράσεις της μετάβασης αυτής. Χρειάζεται να καταλάβουμε ψύχραιμα τη νέα εποχή χωρίς ναρκισσιστικές επιδείξεις αγανάκτησης. Παγκοσμιοποίηση δεν σημαίνει διεύρυνση της ευημερίας και της ελευθερίας, όπως πίστευαν οι μεν, δεν σημαίνει όμως και μια ιδεολογική-πολιτική απόφαση που την αναιρείς βολονταριστικά με μιαν άλλη απόφαση.
Για να επιβιώσει η δημοκρατία χρειάζεται να κρατιούνται μαζί οι δύο άκρες του κομμένου νήματος, δηλαδή και η υπεράσπιση των δικαιωμάτων και της διαφορετικότητας, και η πολιτική καταπολέμησης των κοινωνικών ανισοτήτων, της ανεργίας, και των θυμάτων της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Δημοκρατία σημαίνει We the people, λαϊκή κυριαρχία. Αλλά για να επιβιώσουν οι δημοκρατίες στο παγκοσμιοποιημένο περιβάλλον χρειάζονται διεθνείς ρυθμίσεις, σύμφωνες με το διεθνές δίκαιο αλλά και εμπνεόμενες από βασικά ουνιβερσαλιστικά ιδεώδη όπως ο σεβασμός της ανθρώπινης ζωής και προσωπικότητας, η καταπολέμηση της παγκόσμιας φτώχειας και η έγνοια για το περιβάλλον.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ