Η έννοια «απεχθής πολιτικός» έχει πλέον εγκατασταθεί για τα καλά –ως περίπου καταστατική αντιληπτική κατηγορία –στις συνειδήσεις των πολιτών του παγκοσμιοποιημένου Βορρά (διότι για τον Νότο, ούτε λόγος). Στο πλαίσιο αυτό, κορυφαία αναδεικνύεται προσώρας η μορφή του νέου αμερικανού προέδρου: ανέξοδοι και ευτελείς λεονταρισμοί, εθνικιστική ρητορεία, μισογυνισμός. Προκειμένου να αντιμετωπιστεί το φαινόμενο πρέπει πάραυτα να ερμηνευθεί –κι εδώ τα πράγματα δεν είναι διόλου ενθαρρυντικά. Πέντε είναι τα κρίσιμα σημεία της σχετικής συζήτησης, που από την έκβασή της μπορεί και να διακυβεύεται το μέλλον της ανθρωπότητας.
Το πρώτο αφορά στην άποψη ότι οι κοινωνίες –εν προκειμένω η αμερικανική –κινούνται προς την αντιδραστική Δεξιά. Πρέπει άραγε κανείς να υπενθυμίσει ότι, ακόμη και πριν από τις εκλογές, ο Τραμπ ήταν ο πλέον αντιδημοφιλής υποψήφιος (με δεύτερη, βέβαια, την αντίπαλό του) και ότι σήμερα, μετά την εκλογή, 20% των ίδιων των ψηφοφόρων του τον απορρίπτουν (συν, βέβαια, το ότι έλαβε 1,9 εκατομμύρια ψήφους λιγότερες από τον Ρεπουμπλικανό υποψήφιο του 2012); Ο Τραμπ είναι λοιπόν αναμφίβολα ένας πρόεδρος χωρίς χρίσμα, ένας πρόεδρος χωρίς το παραμικρό λαϊκό έρεισμα. Ομως το ότι η αμερικανική κοινωνία δεν κινείται στα δεξιά φαίνεται και από το γεγονός ότι στην ορκωμοσία του είχαμε, κυριολεκτικά, την ανάσταση του παρ’ ημίν ελάχιστα γνωστού αμερικανικού διεκδικητικού κινήματος, με τα μεγαλειώδη συλλαλητήρια των –κατά μέσο όρο –4 εκατομμυρίων συμμετεχόντων, τα μεγαλύτερα στην ως τώρα καταγραμμένη ιστορία των ΗΠΑ. Αν όμως η κοινωνία δεν κινείται στα δεξιά, πώς επέτυχε ο Τραμπ την εκλογή του (έστω και με 2,86 εκατομμύρια λιγότερες ψήφους από την άλλη υποψήφιο); Πρόκειται για το δεύτερο σημείο που πρέπει να μας απασχολήσει.
Η νίκη Τραμπ είναι μια κλασική –εγχειριδιακού τύπου –περίπτωση της «ήττας του αντιπάλου». Δεν νίκησε ο Τραμπ, έχασε δραματικά το προηγούμενο σύστημα: το σύστημα της μιντιακά προβαλλόμενης «ανάπτυξης» που στην Αμερική της τελευταίας περιόδου πράγματι υπήρξε –μιας ανάπτυξης που ήταν ταυτόσημη με τη διαρκή συρρίκνωση των εργασιακών δικαιωμάτων, την ελαστική απασχόληση, την αστυνομική βία και τις αέναες κατασχέσεις προκειμένου να σωθούν οι τράπεζες. Ας το σκεφτούν λίγο αυτό όσοι φαντασιώνονται και στα καθ’ ημάς μια «κανονικότητα» κοινωνικής ανασφάλειας και εξαθλίωσης, κι ας αναλογιστούν ότι είναι αυτοί που επωάζουν εγχώριους Τραμπ, με κάθε λέξη και πράξη τους.
Τρίτο σημείο είναι ακριβώς αυτή η ζοφερή πραγματικότητα που όμως πρέπει να διατυπωθεί ρητά: ο Τραμπ, η Λεπέν και όλοι οι άλλοι ακροδεξιοί που με την παρουσία τους απειλούν και υπονομεύουν την ανθρώπινη υπόσταση (και που όντας τέκνα του συστήματος δεν πρόκειται σε καμιά περίπτωση να αντιμετωπίσουν τα συστημικά προβλήματα) δεν αντανακλούν και δεν θα μπορέσουν ποτέ να εκφράσουν τις κοινωνίες· σηματοδοτούν, αντίθετα, την ιστορικά ανεπίστρεπτη κατάπτωση της σοσιαλδημοκρατικής επαγγελίας που ανερυθρίαστα εξακολουθεί να προβαίνει σε αντιποίηση αριστερών οραμάτων και συμβόλων. Αντανακλούν την απόλυτη χρεοκοπία όσων πιστεύουν ότι με συστημικά τερτίπια, με προγραμματικές ακροβασίες και αντιστροφές της πραγματικότητας (και, όχι σπάνια, απλώς ψέματα) είναι δυνατόν να αντιμετωπιστεί η οργανική καπιταλιστική κρίση. Η πολιτική ανυπαρξία και –κυρίως –η διανοητική οκνηρία και ο συμβιβασμός τους δημιουργούν μείζον πολιτικό κενό που, αν πάραυτα δεν καλυφθεί, θα τείνει να οδηγεί σε αντιδραστικές παλινδρομήσεις.
Ομως οι κοινωνίες αντιδρούν: με κινητοποιήσεις, με ανειρήνευτες δράσεις, με καθημερινές θυσίες –και αυτό στοιχειώνει όλα τα συστημικά επιτελεία. Πασχίζουν οι απανταχού της γης προπαγανδιστές –ενσυνείδητοι και μη –να υπαγάγουν τη λαϊκή αντίσταση στην αδιαφοροποίητη και γνωστικά ανερμάτιστη έννοια του «λαϊκισμού» (: ότι για τους Τραμπ δεν ευθύνεται το τοξικό σύστημα, αλλά όσοι αντιστέκονται στα τελεσιγραφικά αιτήματα των ηγεμόνων «επενδυτών»). Ομως μάταιος κόπος. Στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη οι κοινωνίες αναζητούν και διαμορφώνουν τη διέξοδο: εμπράγματες επιτακτικές παρεμβάσεις στη ροή του πολιτικού χρόνου, κινήματα εκατομμυρίων, κολοσσιαίες ανατροπές κομματικών συστημάτων. Ομως η διέξοδος δεν θα έρθει μόνο από τις κινητοποιήσεις. Το πρόβλημα είναι πολιτικό –κι αυτό το κρίσιμο συμπέρασμα είναι το τέταρτο κομβικό σημείο της συγκυρίας, που από τη φύση του εκβάλλει στο μείζον τελευταίο. Δεν είναι άλλο αυτό από την απαιτούμενη πολιτική απάντηση.
Στις ΗΠΑ και διεθνώς χρειάζονται νέοι πολιτικοί φορείς –πέρα από το Δημοκρατικό Κόμμα, πέρα, βέβαια, και από τον σοσιαλδημοκρατικό αυτισμό με όλες τις ευρωκομμουνιστικές του παραφυάδες. Απαιτείται ενότητα στη δράση και πρόγραμμα που συγκεκριμενοποιεί το αίτημα της δημοκρατικής εμβάθυνσης: του κοινωνικού ελέγχου πάνω στον κοινωνικά παραγόμενο πλούτο. Εκατό χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση, αυτό είναι το μείζον αίτημα των καιρών.
Ο κ. Σεραφείμ Ι. Σεφεριάδης είναι αναπληρωτής καθηγητής Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Life Member στο Πανεπιστήμιο του Cambridge (CLH).
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ