Γύρισα Παρασκευή από τη βραδινή του «La La Land» στο Embassy. Mε μια διάθεση αέρινη –ποτέ μου άλλωστε δεν έκρυψα την έφεσή μου στην technicolor μακαριότητα του χολιγουντιανού μιούζικαλ. Ξύπνησα το πρωί του Σαββάτου με την ίδια διάθεση· σχεδόν ήθελα να χορέψω πάνω στους καναπέδες. Το σπίτι μοσχομύριζε φρέσκο καφέ και post-Christmas οικογενειακή θαλπωρή –αυτή την πιο συμπαγή που αποκτάς μέσα από λίγες παραπάνω ποιοτικές ώρες μαζί, παίζοντας επιτραπέζια και ρουφώντας ζεστή σοκολάτα. Είδα τον οκτάχρονο γιο μου στο κρεβάτι με τις πιζάμες και το κλασικό ύφος του στον ύπνο –αυτό του μπίζνεσμαν που έχει μόλις κλείσει ένα καλό deal -, την κόρη μου να γελάει με τον μπαμπά της. Σε λίγη ώρα εκείνος ξύπνησε απαιτώντας καινούργια αυτοκόλλητα χαρτάκια NBA, εκείνη δήλωσε ότι αρνείται να διαβάσει για το διαγώνισμα των αγγλικών, γκρίνια, φωνές, ακαταστασία… Το ρολόι δεν είχε δείξει ακόμη 10 το πρωί και το σύμπαν του «La La Land» είχε εξελιχθεί σε ιαπωνικής έμπνευσης βασανιστήριο του 17ου αιώνα (κατευθείαν από τη νέα ταινία «Σιωπή» του Μάρτιν Σκορσέζε).
Οι παρενέργειες της γονεϊκότητας στη ζωή του ζευγαριού προσομοιάζουν σε αυτές του δάκου στην παραμεσόγειο ελαιοπαραγωγή. Οχι, τα παιδιά δεν είναι πάντα η συγκολλητική ουσία. Συχνά σε απομακρύνουν από τον άλλο, ενίοτε τον μεταμορφώνουν σε έναν ασυνεννόητο συνέταιρο που θα προτιμούσες να βλέπεις σε ολόγραμμα (όπως είναι κοινή πρακτική στo «Star Wars» franchise). Ισως δε μία από τις πλέον αποκαρδιωτικές πραγματικότητες του μοντέρνου parenting να είναι ο αριθμός των ωρών που περνούν οι παντρεμένοι γονείς μόνοι μαζί. Εννέα ώρες σήμερα σε σχέση με δώδεκα το 1975. Σύμφωνα με τον Τόμας Μπράντμπερι (εκ των συντακτών της γνωστής έρευνας «Everyday Lives of Families» του UCLA, 2010), οι μπαμπάδες και οι μαμάδες περνούν λιγότερο από το 10% του χρόνου τους στο σπίτι μόνοι οι δυο τους. Εξυπακούεται πως και αυτό το ακριβοθώρητο 10% δεν επενδύεται όπως θα το περίμενε κανείς, π.χ. σε μια συναρπαστική συζήτηση για την υποδαύλιση της ξενοφοβικής ρητορικής στην Ευρωπαϊκή Ενωση ή σε έναν μαραθώνιο σεξουαλικής αφύπνισης. Συνήθως, ύστερα από μία ημέρα όλο παιδιά, μένεις στραγγισμένος και από την τελευταία σταγόνα επιθυμίας για πνευματική, σαρκική ή οιαδήποτε άλλη αλληλεπίδραση. Πας για ύπνο ή κάθεσαι σαν «φυτό» στον καναπέ. Θέλει διπλό κόπο και ατσαλένια θέληση να διατηρήσεις ζωντανές τις σπίθες οικειότητας μεταξύ σας.
Στο βιβλίο της «All Joy and No Fun: The Paradox of Modern Parenthood», η Τζένιφερ Σίνιορ κατέγραψε, μέσα από συνεντεύξεις με παντρεμένα ζευγάρια με παιδιά, τις αντιξοότητες του να είσαι γονιός στη νέα χιλιετία. Σε μια εποχή δηλαδή που, σύμφωνα με την εξαιρετικά κυνική διατύπωση της κοινωνιολόγου Βιβιάνα Α. Ζέλιζερ, «τα παιδιά είναι από οικονομικής άποψης χωρίς καμία αξία, από συναισθηματικής υπερπολύτιμα». Το να είσαι γονιός, λέει η Σίνιορ, είναι πιο σκληρή δουλειά σήμερα που οι ανήλικοι είναι τα νέα αφεντικά. Σύμφωνα δε με τις έρευνες που παραθέτει, τα παιδιά είναι η πιο συχνή αφορμή για τις ενήλικες αψιμαχίες: «Περισσότερο και από τα λεφτά, περισσότερο και από τη δουλειά, από τα πεθερικά, από τις ενοχλητικές προσωπικές συνήθειες, τα διαφορετικά στυλ επικοινωνίας, τα χόμπι, περισσότερο από τα θέματα συζυγικής πίστης, τους κουραστικούς φίλους, περισσότερο και από το σεξ».
Αυτή είναι η κατεξοχήν αρνητική επίδραση της γονεϊκότητας. Η καθημερινότητα της ανατροφής των τέκνων σε φέρνει αντιμέτωπο με το χάσμα ανάμεσα στη φαντασιακή φαμίλια που φτιάχνεις με το μυαλό σου και σε αυτή που τελικά βιώνεις. Νόμιζες πως θα διήγες τον βίον σου σε μια οικόσιτη La La Land, με μονίμως υπέροχα χαμογελαστά παιδιά και μια υπερβατική βερσιόν του εαυτού σου –στην οποία θα είχες τόση υπομονή, γενναιοδωρία και αυτοκυριαρχία που θα «έσβηνες» με τη μία τη θεία Λένα και τον Ζαν Πιαζέ μαζί. Αντ’ αυτού, ζεις μια απομυθοποιημένη καθημερινότητα με ολίγον La La La και μπόλικο ιταλικό νεορεαλισμό.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 15 Ιανουαρίου 2017.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ