Απέναντι από τον Αγιο Ελευθέριο ήταν δύο σχολεία, το ένα κολλημένο στο άλλο, τα χώριζε μόνο ένας ψηλός τοίχος: «Το κάτω» –έτσι το λέγαμε –ήταν το 41ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών και «το πάνω» ήταν το 42ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών. Εγώ πήγαινα «στο κάτω». Με τα παιδιά «του πάνω» δεν είχαμε πολλά πολλά, μόνο καταβρεχόμασταν στα διαλείμματα πετώντας μπουγέλα πάνω από τον ψηλό τοίχο. Ημασταν αντίπαλοι, στην ίδια γειτονιά. Ολοι οι φίλοι μου, λοιπόν, ήταν από «το κάτω». Ομως δεν έχω κρατήσει κανέναν, σκορπίσαμε, χαθήκαμε. Τους τελευταίους μήνες σταμάτησα να βλέπω στον δρόμο και τους γονείς ορισμένων εξ αυτών, που όλα αυτά τα χρόνια συναντιόμασταν αλλά δεν χαιρετιόμασταν, επειδή δεν με αναγνώριζαν κι εγώ ντρεπόμουν να τους πιάσω την κουβέντα γιατί μπορεί και να μη με θυμούνταν.
Σταμάτησα, λοιπόν, να τους βλέπω (ελπίζω απλώς να μετακόμισαν σε άλλη γειτονιά), και αυτό σαν να πυροδότησε την άτιμη τη μνήμη: Δεκαετία του ’70 –πόσο μακρινή ακούγεται. (Φταίει, νομίζω, και η μεθεορταστική περίοδος που ευνοεί τη νοσταλγία). Στου Γκύζη μεγάλωσα, στου Γκύζη κατοικώ ακόμη. Που θα έπρεπε να λέγεται Γύζη, αλλά όταν το βάφτισαν προς τιμήν του τηνιακού ζωγράφου, «παρασυρμένοι» από τα λατινικά γράμματα (Gyzis) της υπογραφής του (έζησε πολλά χρόνια στη Γερμανία), έκαναν το αρχικό γάμα «Γκ», τραχύ και πιθανώς άκομψο.
Η γειτονιά άκοµψη δεν ήταν. Δεν είχε αρχοντικά, είχε όμως συμπαθητικά χαμηλά σπίτια με αυλές. Τα πρόφτασα προτού γκρεμιστούν. Δύο είναι οι πιο δυνατές εικόνες που έχω από εκείνα τα χρόνια: τις οικογένειες να βγαίνουν και να καίνε τους Μάηδες, του Αϊ-Γιάννη του Φωταρά, στους δρόμους, πηδώντας πάνω από τις φλόγες, και την ημέρα, εκείνο το φοβερό 1973, που έγιναν τα γεγονότα στο Πολυτεχνείο: ήμουν στο 41ο Δημοτικό Σχολείο Αθηνών όταν διακόπηκε το μάθημα και μας δασκάλεψαν να περιμένουμε τις μαμάδες μας να μας πάρουν στο σπίτι. Είχα χαρεί που δεν θα κάναμε μαθηματικά. Εμείς τα παιδιά, γελαστά, με τις τσάντες μας στο χέρι, τρέχαμε στα πεζοδρόμια και οι μαμάδες εξαιρετικά ανήσυχες έτρεχαν πίσω μας, φωνάζοντας «γρήγορα, γρήγορα». Τα τανκς έφταναν στη λεωφόρο Αλεξάνδρας, λίγα μέτρα από το σχολείο. Είχα νιώσει τότε πως η γειτονιά μου ήταν στο επίκεντρο των γεγονότων, μεγάλη υπερηφάνεια.
Ως Γκυζιώτες ήμασταν, βεβαίως, υπερήφανοι κυρίως για το Αλσος στο Πεδίον του Αρεως, για το δασάκι πίσω από τη Σχολή Ευελπίδων και για τον λόφο Φινοπούλου. Πολύ πράσινο. Η πιο πράσινη γειτονιά στο κέντρο της Αθήνας, όχι; Ημασταν επίσης υπερήφανοι για τον Παναθηναϊκό στη λεωφόρο Αλεξάνδρας. Ακόμη πιο έντονο… πράσινο εκεί. Βλέπαμε σινεμά στην «Ιριδα» (τη μετέπειτα μουσική σκηνή «Μετρό») και στον «Αχιλλέα» (απέναντι από την «Ιριδα», εκεί που στεγάστηκε το «Ανοιχτό Θέατρο» του Γιώργου Μιχαηλίδη). Αγοράζαμε είδη σπιτιού από τον «Χρηστίδη» και γλυκά από τον «Μαρέτση». Ο «Μαρέτσης» και ο «Χρηστίδης» υπάρχουν ακόμη, είναι από τα ελάχιστα εναπομείναντα ίχνη του παλιού Γκύζη.
Γιατί τα γράφω αυτά; Για τις γειτονιές που γνωρίσαμε και χάσαμε –το δικό μου Γκύζη είναι για κάποιον άλλον η Κυψέλη ή η Νεάπολη, τα Εξάρχεια, τα Πατήσια… Τα γράφω γιατί όταν ξημέρωσε 2017, κοιτώντας έξω από την μπαλκονόπορτα τα διαμερίσματα στις απέναντι πολυκατοικίες, σκέφτηκα πως οι περισσότεροι ιδιοκτήτες που γνώριζα, που χαιρετούσα και με χαιρετούσαν γιατί με ήξεραν από παιδί, δεν ζουν πια εκεί. Στα σπίτια τους έχουν εγκατασταθεί ένοικοι που δεν νιώθουν καμία τρυφερότητα για αυτή την αρκετά άσχημη πλέον περιοχή, επειδή δεν έχουν κανένα συναισθηματικό δέσιμο μαζί της. Οπως είναι άσχημο να μην αγαπάς τη γειτονιά όπου ζεις, έτσι είναι άσχημο και άδικο για τη γειτονιά να μην αγαπιέται από τους κατοίκους της. Γιατί οι γειτονιές έχουν ψυχή. Εχουν ψυχές. Την πιθανώς ισχνή αλλά και ανεξίτηλη αύρα εκείνων που έζησαν εκεί, που έβγαλαν το φαράσι με τον πυρπολημένο «Μάη» στην εξώπορτά τους και κάλεσαν τα παιδιά να πηδήσουν πάνω από τις φλόγες, που στόλισαν το χριστουγεννιάτικο δέντρο τους δίπλα στο παράθυρο. Μπορεί το δικό τους δέντρο να ήταν εκείνο που θαύμασα όταν, παιδάκι, περνώντας έξω από το σπίτι τους σηκώθηκα στις μύτες των ποδιών μου για να κοιτάξω μέσα. Είναι, είπαμε, η μεθεορταστική περίοδος που ευθύνεται για αυτή τη μελαγχολική επιστροφή. Φτάνει, πάμε για άλλα.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino το Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ