Οσα χρόνια είμαι δημοσιογράφος έχω γνωρίσει πολλές κυβερνήσεις. Καλές και κακές. Χρήσιμες και επικίνδυνες. Εχθρικές και φιλικές προς τον Τύπο.
Ολο αυτό το διάστημα έκλεισαν εφημερίδες και κανάλια, άνοιξαν άλλα –με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία…
Ο καθένας μας, μαζί και η κάθε κυβέρνηση, είχε τη γνώμη του για τον Τύπο και για κάθε μέσο χωριστά. Τους άρεσε ή δεν τους άρεσε, γκρίνιαζαν ή δεν γκρίνιαζαν και πηγαίναμε παρακάτω.
Ολα ήταν μέρος ενός άγραφου δημοκρατικού αυτονόητου και οι όποιες αντιδικίες ή συγκρούσεις εξελίσσονταν μόνο στο πλαίσιο της παραδοχής του αυτονόητου αυτού. Κανείς δεν επιβουλευόταν την υπόσταση του άλλου.
Ετσι, τα χρόνια της καλύτερης δημοκρατίας που γνώρισε ποτέ η Ελλάδα, καμία κυβέρνηση δεν μεθόδευσε τον γενικό έλεγχο του Τύπου.
Υπήρξαν αψιμαχίες, πιέσεις, συναλλαγές ή προσπάθειες επηρεασμού, ακόμη και ανοιχτές επιθέσεις ή υπόθαλψη ανταγωνιστικών εκδοτικών σχεδίων αλλά κανείς πρωθυπουργός ή κυβέρνηση της Ελληνικής Δημοκρατίας δεν διανοήθηκε ποτέ να ενεργοποιήσει τη φανερή και υπόγεια ισχύ της Πολιτείας για να οργανώσει την επιβολή του στον Τύπο. Ποτέ και κανείς.
Μπορεί να τσακωνόμασταν για την διαπλοκή, να προτιμούσαμε τον Λαμπράκη από τη Βλάχου ή τον Αλαφούζο, να βλέπαμε MEGA ή Ant1, να κατηγορούσαμε τους «νταβατζήδες» ή τον Κουρή, να διαλέγαμε «Βήμα», «Πρώτο Θέμα» ή «Ελευθεροτυπία».
Μπορεί όλοι αυτοί να τσακώνονταν και μεταξύ τους, να ανταγωνίζονταν ο ένας τον άλλον.
Μπορεί να αποδείχθηκαν καλοί ή κακοί επιχειρηματίες, εργοδότες ή δημοσιογράφοι. Αλλοι έντιμοι και άλλοι ανέντιμοι.
Αλλά συνολικά, πολύ κακό για το τίποτα. Ολοι συνυπήρχαν. Κι όλους τους έκριναν τελικά οι αναγνώστες και οι τηλεθεατές.
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ είναι η πρώτη κυβέρνηση από το 1974 που διέρρηξε τους άγραφους κανόνες του δημοκρατικού αυτονόητου.
Η πρώτη κυβέρνηση που ομολογημένα και ρητά μεθοδεύει τη βίαιη μεταβολή του επικοινωνιακού τοπίου υπό το πρόσχημα αντιμετώπισης παθογενειών που ακόμη κι αν υπάρχουν δεν είναι δουλειά της.
Προφανώς ο Τύπος δεν είναι κοινωνία αγγέλων, όπως κανένα άλλο τμήμα της ελληνικής κοινωνίας. Αλλά μόνο η δημοκρατία επιτρέπει να συνυπάρχουν οι άγγελοι με τους διαβόλους, μόνο η ελευθερία επιλογής και η ανεπηρέαστη Δικαιοσύνη μπορεί να κάνουν τον διαχωρισμό τους.
Οχι η εκάστοτε κυβέρνηση. Για έναν πολύ απλό λόγο: διότι η πολιτική εξουσία είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική με τον Τύπο. Δεν μπορεί ο αντίπαλος να κάνει τον διαιτητή.
Η σημερινή κυβέρνηση όμως καινοτομεί. Χρησιμοποιεί απροκάλυπτα την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, τη διοίκηση, τη Δικαιοσύνη και το τραπεζικό σύστημα για να εξοντώσει τον Τύπο που δεν της αρέσει.
Ενα μοντέλο έμμεσης επιβολής που χρησιμοποιήθηκε από τα λαϊκίστικα αυταρχικά καθεστώτα της Λατινικής Αμερικής.
Ο Πρωθυπουργός επαίρεται δημόσια ότι «η κυβέρνηση αρνήθηκε να τους κάνει τη χάρη και να τους χαρίζει δάνεια», λες και η δανειοδότηση ιδιωτικών επιχειρήσεων αποτελεί κυβερνητική δραστηριότητα.
Η Βουλή φτιάχνει επιτροπές που εκφοβίζουν χωρίς να αποκαλύπτουν. Κάποιοι εισαγγελείς και στελέχη τραπεζών κουβαλούν την τσάντα της κυβέρνησης.
Ενώ τουλάχιστον δύο υπουργοί δηλώνουν δημοσίως ότι αντιτίθενται στην «αυτονόμηση» ιδιωτικών συμφερόντων στον χώρο της ενημέρωσης –όταν η αυτονομία είναι το ζητούμενο, όχι το πρόβλημα.
Πρόκειται για μια αντίληψη πρωτοφανή μετά τη χούντα αλλά και ανάρμοστη σε μια δημοκρατική πολιτεία.
Δεν είναι τυχαίο ότι το κυβερνητικό σχέδιο συναντά την αποδοχή μόνο ενός δημοσιογραφικού υποκόσμου ή κάτι βλαμμένων φανατικών.
Αλλά δημιουργεί προηγούμενο. Αν η σημερινή κυβέρνηση δεν μείνει αιωνίως στην εξουσία (μάλλον δύσκολο…) είναι προφανές πως όσοι, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, συμπράττουν σήμερα στο σχέδιό της θα δυσκολευτούν να μετοικήσουν το βράδυ των εκλογών.
Διότι τότε το προηγούμενο θα εκληφθεί ως κεκτημένο. Με επιπτώσεις και συνέπειες. Οχι για λόγους αντεκδίκησης ή απειλής αλλά απλής λογικής ακολουθίας.
Καλώς ή κακώς, οι κυβερνήσεις δεν κυβερνούν ποτέ για πάντα, κι όταν φύγουν έρχονται άλλοι.
Ψυχάρες!
Εξελίξεις δρομολογεί η προειδοποίηση της «Αυγής» πως «ήλθε η ώρα να αποδείξει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι έχει ωριμάσει οριστικά».
Εξελίξεις δρομολογεί η προειδοποίηση της «Αυγής» πως «ήλθε η ώρα να αποδείξει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε ότι έχει ωριμάσει οριστικά».
Αυτό συνέβη στις 13 Δεκεμβρίου και, μεταξύ μας, δεν κατάλαβα έκτοτε τον Σόιμπλε να δίνει δείγματα ωριμότητας –τουλάχιστον όπως την εννοεί η «Αυγή».
Πράγμα που σημαίνει δύο πράγματα.
Είτε ο Σόιμπλε δεν ωρίμασε οριστικά.
Είτε έχει ωριμάσει αλλά δεν διαβάζει «Αυγή» για να ξέρει τι πρέπει να αποδείξει.
Υποθέτω ότι η καλή εφημερίδα θα το λάβει υπόψη της.
Διότι αυτοί μπορεί να έχουν πλεονάσματα σε ευρώ αλλά εμείς έχουμε πλεονάσματα ψυχής –όπως εξήγησε ο Πρωθυπουργός…
Ή, όπως έλεγε κι ο Πορτοκάλογλου, «ήμασταν πάντοτε ψυχάρες / μα δεν αλλάζαμε μπαλιές» .
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ