Σήμερα θα κάνουμε μαζί ένα λογοτεχνικό πείραμα. Θα αλλάξουμε μια ιστορία. Συγκεκριμένα, θα αλλάξουμε το τέλος στο «Κοριτσάκι με τα σπίρτα». Είναι κρίμα να πεθαίνει ρακένδυτο και πεινασμένο εκεί, στα σκαλοπάτια του αρχοντόσπιτου. Θα διαβάσουμε, λοιπόν, την ιστορία σαν πολιτική αλληγορία και θα την αναπτύξουμε.
Είμαστε στη σκηνή, όπου περνάει μια άμαξα, το κορίτσι κάνει ένα άτσαλο βήμα προς τα πίσω, χάνει ένα τσόκαρο και όλα τα σπίρτα πέφτουν στον βρεγμένο πεζόδρομο. Είναι ο πεζόδρομος της Βουκουρεστίου. Το κοριτσάκι σκύβει να μαζέψει τα σπίρτα και βρίσκει μια πιστωτική κάρτα μαζί με το pin. Σηκώνει το κεφάλι, βλέπει τη βιτρίνα του Prada και σκέφτεται: «Αντί να ψάχνω για το τσόκαρο, δεν μπαίνω μέσα να πάρω μποτάκια με τακούνι σε σχήμα κύβου;». Είχε προσέξει ότι φέτος όλες φορούν τα ίδια χοντροκομμένα τακούνια. Μπαίνει, λοιπόν, μέσα στο κατάστημα και αγοράζει κάποια βασικά προϊόντα.
Τα τρύπια ρούχα, σε συνδυασμό με τα ακριβά αξεσουάρ τής προσδίδουν ένα κάποιο στυλ. Αποφασίζει να το ενισχύσει μπαίνοντας στο διπλανό μαγαζί. Σηκώνει το μισό Zadig & Voltaire και όταν τη ρωτούν «Πού να σας τα στείλουμε;» δεν έχει διεύθυνση να δηλώσει –είναι άστεγη. Προτείνει να γίνει η παράδοση στη «Mεγάλη Βρεταννία», όπου αποφασίζει να κλείσει δωμάτιο. Αναρωτιέται ποιος άγγελος από τον ουρανό έριξε τη μαγική κάρτα στα πόδια της. Το σύμπαν συνωμοτεί για την ευημερία της. Οπότε, αποφασίζει να κάνει μια στάση στον Καίσαρη, να αγοράσει ένα Tourbograph της A. Lange & Söhne. Η κάρτα είναι μαγική και σε λιγότερο από ένα δίωρο το κοριτσάκι έχει ξοδέψει περίπου μισό εκατομμύριο ευρώ, τα πιο πολλά για το ρολόι.
Το κοριτσάκι εγκαθίσταται στο ξενοδοχείο και τριγυρνάει κάθε μέρα εκεί στο κέντρο. Οι μαγαζάτορες βγάζουν συμπέρασμα: «Κοίτα αυτά τα πλουσιοκόριτσα πόσο παράξενα είναι, φορούσε τόσον καιρό τρύπια ρούχα και κάτι απαίσια τσόκαρα, ευτυχώς το ξεπέρασε και κάνει τη ζωή της». Κάποια στιγμή στην τράπεζα βλέπουν ότι έχει γίνει λάθος και συγκροτούν επιτροπή για να πάει να τη βρει στο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Δεν την καλούν σε υποκατάστημα, είναι μεγάλη πελάτισσα. Πάνε λοιπόν και της λένε: «Tο και το, έχει ξεφύγει η κατάσταση, πρέπει να αποπληρωθεί η κάρτα». Κι εκείνη πρόθυμα απαντά: «Μα, έχω δουλειά, έχω τον τρόπο να μαζέψω λεφτά, πουλάω σπίρτα». Κι έτσι ξεκινά μια τεράστια συζήτηση που διαρκεί αιώνια.
Το κορίτσι με τα σπίρτα είναι φιλότιμο και θέλει να επιστρέψει το χρέος. Δουλεύει ασταμάτητα. Οταν κλείνουν τα θέατρα, κάθεται εκεί, στο σκαλοπατάκι του Hermès, και συνεχίζει να πουλάει, φορώντας πάντα ένα φουλάρι που υπάρχει στη βιτρίνα. Αφού οι περαστικοί την κάνουν χάζι και λένε «Κοίτα πόσο κομψή είναι αυτή η ηθοποιός, κάνει ένα χάπενινγκ, παριστάνει τη φτωχή». Eχει συμβεί το εξής απολύτως λογικό. Η τράπεζα της δίνει ξανά και ξανά νέα πιστωτική κάρτα, με μικρότερο όριο. Το κοριτσάκι με τα σπίρτα βοηθάει τα μαγαζιά της περιοχής. Oσο εκείνη ψωνίζει, τόσο ευημερεί το εμπόριο και οι καταστηματάρχες είναι συνεπείς στις δικές τους υποχρεώσεις στην τράπεζα.
Τι θα γινόταν αν έφευγαν από το τοπίο οι καταναλωτές που ξοδεύουν αλόγιστα; Αλυσίδα αντιδράσεων… Ο χρόνος, λοιπόν, διαστέλλεται και η μικρή ηρωίδα του Χανς Κρίστιαν Αντερσεν κάθεται εκεί με τα σπίρτα της, πιο φτωχή από τους φτωχούς, με καταραμένο χρέος. Eνα αγόρι την πλησιάζει να ζητήσει φωτιά. Καθένας μπορεί να φανταστεί αν θα ανάψει τσιγάρο, αν θα ανάψει μολότοφ. Καθένας μπορεί να υποθέσει την τύχη του κοριτσιού, με δεδομένο ότι καλές νεράιδες και απλήρωτες κάρτες υπάρχουν μόνο στα παραμύθια.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 11 Δεκεμβρίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ