Αγνωστες πλευρές της δημιουργίας του Νίκου Εγγονόπουλου περιλαμβάνονται σε ένα νέο λεύκωμα
Ο καλλιτέχνης που «κρύβεται» πίσω από το ολοκληρωμένο έργο, ο ζωγράφος που σκέπτεται, φαντάζεται, σχεδιάζει, ο δημιουργός που εργάζεται στο ατελιέ του, μακριά από τα μάτια του κόσμου. Αυτός είναι ο Νίκος Εγγονόπουλος, όπως παρουσιάζεται μέσα από ένα λεύκωμα που θα κυκλοφορήσει στις αρχές Δεκεμβρίου από τις εκδόσεις «Υψιλον». Ενα λεύκωμα που έρχεται να προσθέσει κάτι καινούργιο σε μια αγορά «πλούσια» τα τελευταία χρόνια από τέτοιου είδους εκδόσεις. Γιατί το συγκεκριμένο δεν αφορά το γνωστό ζωγραφικό έργο του Εγγονόπουλου, δεν είναι άλλη μια συγκέντρωση των χαρακτηριστικών δημιουργιών του. Περιλαμβάνει μια μεγάλη σειρά σχεδίων του καλλιτέχνη, τα οποία δημοσιεύονται για πρώτη φορά, μια ανθολόγηση των ιδιαίτερων εκείνων στιγμών κατά τις οποίες ο ζωγράφος προετοίμαζε τις μεγάλες δημιουργίες του.
«Είναι καθήκον του καλλιτέχνη, σαν έρχεται στη ζωή, να πιστεύει πως έχει κι αυτός να προσθέσει τη δικιά του προσπάθεια στον όγκο των αιώνων και της παραδόσεως», έχει γράψει ο ίδιος ο Εγγονόπουλος. «Ξέρει πως είναι ανάγκη ν’ αφιερώσει, με κάθε θυσία, όλες του τις δυνάμεις, στο «δράμα της τέχνης» και προχωρεί μπροστά, σεμνός πάντα, με τόλμη, με θάρρος και μ’ ενθουσιασμό». Είναι αυτή ακριβώς η πορεία που ξετυλίγεται στις σελίδες της νέας έκδοσης, μέσα από 134 σχέδια που φιλοτεχνήθηκαν σε διαφορετικές περιόδους της ζωής του της αφιερωμένης στο «δράμα της τέχνης».
Τα σχέδια βρίσκονταν στο ατελιέ του καλλιτέχνη, όπως μας πληροφορεί η κόρη του Ερριέττη Εγγονοπούλου. «Κατά καιρούς εγώ και η μητέρα μου τα συντηρούσαμε, χωρίς όμως να έχουμε σκεφτεί ιδιαίτερα την πιθανότητα να τα εκδώσουμε». Η ιδέα ξεκίνησε ένα βράδυ, από μια φιλική παρέα στην οποία συμμετείχε και ο συγγραφέας Δημήτρης Καλοκύρης, συνεργάτης των εκδόσεων «Υψιλον». Αποτέλεσμα εκείνης της ευχάριστης συνεύρεσης είναι ο χαρτόδετος μπεζ τόμος με την κόκκινη υπογραφή του Εγγονόπουλου τυπωμένη στο εξώφυλλο, ο οποίος σύντομα θα διατίθεται στα βιβλιοπωλεία.
Θα περιλαμβάνει όλα τα υπάρχοντα σχέδια και προσχέδια του δημιουργού. Εξι από αυτά ανήκουν στην περίοδο 1940-49, 34 (και ακόμη 21 αγιογραφικά) στην περίοδο 1950-59, 36 προέρχονται από το διάστημα 1960-69 (και δύο με τη σχετική χρονολόγηση 1965-75), 28 στη δεκαετία 1970-79 και έξι στα χρόνια 1980-84. «Φυσικά εδώ δεν πρόκειται ακριβώς για την παρουσίαση της ζωγραφικής του Νίκου Εγγονόπουλου στον βαθμό όπου δεν υπάρχουν στην έκδοση πίνακες με αρτιωμένη την προσωπική χρωματική του κλίμακα», σημειώνει στο σημείωμά του στην έκδοση ο Ιάκωβος Βούρτσης. «Λείπουν εκείνα τα καθαρά, με πάθος χρώματά του: το μπλε του κοβαλτίου, το κόκκινο της Βενετίας ή του καδμίου, η ουλτραμαρίνα, οι ώχρες, το κίτρινο του καδμίου ή το «κίτρινο χρυσό» και μαζί με αυτά λείπουν κυρίως οι ιδιάζοντες συμβολισμοί της εικόνας του».
Ο Ι. Βούρτσης επισημαίνει επίσης πως ίσως ο καλλιτέχνης να μη συμφωνούσε με την έκδοση, «καθώς στη ζωγραφική έδινε απόλυτη σημασία στην αξία του χρώματος έναντι του σχεδίου. «Ετσι, η ζωγραφική γίνεται με το χρώμα», έλεγε. «Το σχέδιο είναι το σχήμα που παίρνει η χρωματική κηλίδα για να συμβάλη συνθετικά με τις άλλες κηλίδες, στη νόμιμη αξιοποίηση της επίπεδης επιφάνειας του πίνακος. Σε μένα οι αντιδράσεις μπρος στα φαινόμενα της ζωής εκδηλώνονται σε χρωματικά σύνολα». Παρ’ όλα αυτά, όμως, ο Εγγονόπουλος φαίνεται, μέσα από άλλα γραπτά του, να εκτιμά ιδιαίτερα και τη σχεδιαστική ικανότητα στη ζωγραφική.
Η σχεδιαστική ικανότητα του ίδιου παρουσιάζεται εντυπωσιακά μέσα από τις σελίδες του λευκώματος, σε όλη σχεδόν την έκταση της καλλιτεχνικής δημιουργίας του μέσα στον χρόνο. «Οι καθαρές, ευανάγνωστες γραμμές των σχεδίων αφήνουν να προβάλει ρωμαλέα μια δύναμη χαρακτηριστική της ώριμης αντρικής σιγουριάς», γράφει στον πρόλογό του για την έκδοση ο Αγγελος Δεληβορριάς. «Στη σταθερή τους χάραξη και στην κινητική τους ευχέρεια, στην ελευθερία και στη μνημειακή ανάπτυξη της διαδρομής τους είναι διάχυτη ωστόσο και μια ευφρόσυνη εφηβική χάρη. Ενώ η χρωματική των φωτοσκιάσεων αυτό το τίποτα της αλλαγής των τόνων στα πεδία των επιφανειών που διευκολύνει την ανάδειξη των όγκων αφήνει στην αίσθηση το χάδι της γυναικείας θέρμης. Σε κάθε φύλλο χαρτιού, στην κάθε δοκιμή, την άρθρωση του κόσμου διέπει η αισθητική του απολύτως απαραίτητου, του εντελώς ουσιώδους· και τη λογική του η εκτονωτική ανάγκη ενός εικαστικού λόγου που μπορεί να εκφράζεται αυθόρμητα με τις αντιστοιχίες των ποιητικών αξιών. Πόσα προσχέδια να έχουν άραγε προηγηθεί; Πόσες ασκήσεις των ασκήσεων απαίτησαν οι τελικές εκδοχές; Πόσα μολύβια έλιωσαν επάνω στα στρατσόχαρτα; Πόσος βασανισμός ψυχής διοχετεύθηκε στις άκρες των δακτύλων;».
«Επικαλούμαι την επιείκειά σας, όχι μόνο για μένα, αλλά και για όλους τους συναδέλφους μου. Είναι αδύνατο να φανταστείτε, στον τόπο μας, με τι δυσκολίες, με τι στερήσεις, με τι θυσίες, με τι μαρτύρια ακόμη γίνονται αυτά τα έργα που κάθε τόσο έχουμε την τιμή να σας παρουσιάζουμε», είπε ο Εγγονόπουλος το 1963, στο τέλος μιας διάλεξής του κατά τα εγκαίνια έκθεσης ζωγραφικής του στο Αθηναϊκό Τεχνολογικό Ινστιτούτο. Τα σχέδια που τώρα δημοσιεύονται για πρώτη φορά είναι ντοκουμέντα γι’ αυτόν τον αγώνα.
Είναι όμως παράλληλα και ντοκουμέντα πάνω στον ιδιαίτερο τρόπο, στις τεχνικές που χρησιμοποιούσε ο καλλιτέχνης για να «χτίσει» το κάθε νέο έργο του. Ξεφυλλίζοντας το λεύκωμα συναντούμε τον Εγγονόπουλο που ξέρουμε από τους πίνακές του, «γνωρίζουμε» όμως και τον άλλο, την άγνωστη πλευρά του καλλιτέχνη που με επιμονή προσπάθησε να ζωντανέψει τη φαντασία, να χρωματίσει τις σκέψεις και τα οράματα. Προσχέδια που στη συνέχεια χρησιμοποιήθηκαν σε πίνακες, σχέδια που παρέμειναν σχέδια, μελέτες για την αγιογράφηση του τέμπλου του Αγίου Σπυρίδωνος στη Νέα Υόρκη, παρουσιάζονται σε μια ενότητα που «αποκαλύπτει» την επίπονη προσπάθεια του δημιουργού, πέρα από τις μεγαλοστομίες και τα μπράβο της δημόσιας αναγνώρισης.
«Ο ζωγράφος μεταχειρίζεται χρώματα και πινέλλα, λάδι, νεύτι και άλλα», έγραφε το 1938 ο Εγγονόπουλος. «Ξαίρει όμως ότι πίσω από το τελλάρο του υπάρχει μια φοβερή, βαθειά μαύρη τρύπα. Παραμερίζει, με την τόλμη του ονείρου, το τελλάρο και σκύβοντας μέσ’ στο σκοτεινό βάραθρο βλέπει μακρυά, πολύ μακρυά, κοντά στο βάθος, κάτι να φωσφορίζει αμυδρά. Στο συναμεταξύ πετούν αθόρυβα μαύρα πουλιά, φτερωτά ψάρια και φαντάσματα. Ξανάρχεται στο φως. Αναμεσίς σ’ αυτόν και το τελλάρο του βρίσκεται τώρα ένα θεριό. Αλλά και πάλι δεν φοβάται». Είναι η αγωνία μπροστά στη δημιουργία, η έμπνευση, η ένταση του καλλιτέχνη αυτή που περιγράφει με τα λόγια του. Είναι όλα αυτά, που χωρίς λόγια, γνήσια και τρυφερά (ακόμη και μέσα από τις μεγαλύτερες δυσκολίες), φαίνονται και στα σχέδιά του.