Οι συνεχιζόμενες δηλώσεις του τούρκου προέδρου Ερντογάν, κινούμενες σε αναθεωρητικό κλίμα, ακόμη και αν απευθύνονται σε εσωτερικό κοινό και ικανοποιούν τις ανάγκες του κομματικού του ακροατηρίου, δεν πρέπει να μας αποκρύψουν τα γεγονότα στα οποία στηρίζονται: το εντεινόμενο ελληνοτουρκικό χάσμα.
Η γειτονική μας Τουρκία δεν είναι η Τουρκία που γνωρίζαμε όλα αυτά τα χρόνια. Ο πληθυσμός της πλέον έχει υπερβεί τα 79 εκατομμύρια άτομα, ενώ το ΑΕΠ του 2016 κινείται περί τα 750 δισ. δολάρια. Δεν ήταν πάντα έτσι όμως: το 1983 το ελληνικό και το τουρκικό ΑΕΠ ήταν σχεδόν ίσα. Ακόμα και την εποχή της κρίσης στα Ιμια το 1996, η Τουρκία είχε μια οικονομία περίπου 50% μεγαλύτερη της ελληνικής. Σήμερα πλέον η Τουρκία είναι υπερτριπλάσια οικονομικά και η ψαλίδα ανοίγει συνεχώς εις βάρος μας. Η Τουρκία δεσπόζει και στον ισλαμικό κόσμο, με ΑΕΠ τριπλάσιο του Πακιστάν και υπερδιπλάσιο της Αιγύπτου. Το τουρκικό ΑΕΠ ισούται με το άθροισμα των ΑΕΠ Ελλάδας, Βελγίου και Σλοβενίας μαζί. Οι αριθμοί είναι πράγματι αμείλικτοι.
Ασφαλώς πρόκειται για μια μείζονα γεωπολιτική αλλαγή στη γειτονιά μας, μια αλλαγή που δεν πρέπει να μας αφήσει αδιάφορους. Η άνοδος του βιοτικού επιπέδου του τουρκικού λαού είναι ασφαλώς μια ευπρόσδεκτη εξέλιξη, πολλώ δε μάλλον που συνοδεύεται, όπως παντού στον κόσμο, από σαφή μείωση των δεικτών γονιμότητας. Ηδη η Τουρκία για πρώτη φορά στην ιστορία της κινείται στο όριο της αναπλήρωσης των γενεών (ο σχετικός δείκτης βρίσκεται στο 2,1 τα τελευταία χρόνια), πράγμα που συνεπάγεται τη σταθεροποίηση του πληθυσμού της μεσοπρόθεσμα στα επίπεδα των 80 εκατομμυρίων κατοίκων. Αυτό όμως σημαίνει ότι για κάθε Ελληνα που θα ζήσει τον 21ο αιώνα θα υπάρχουν τουλάχιστον επτά Τούρκοι (όταν διδασκόμουν εγώ Γεωγραφία στο σχολείο, η αναλογία ήταν ένας προς πέντε). Κατά συνέπεια, δεν είναι πλέον πραγματιστικός στόχος για τη χώρα μας να παραγάγει επταπλάσιο ΑΕΠ από την Τουρκία.
Ολα αυτά ανακλώνται φυσικά και στο αυτοείδωλο της σημερινής Τουρκίας. Η τελευταία δεκαετία, χονδρικά μετά τις μεταρρυθμίσεις που εισήγαγε με την καθοδήγηση του ΔΝΤ ο Κεμάλ Ντερβίς το 2001-2002, περιλαμβάνει ορόσημα μιας νέας τουρκικής αυτοπεποίθησης. Είτε μιλάμε για το Πανεπιστήμιο του Βοσπόρου, που καταλέγεται στα 200 καλύτερα του κόσμου, είτε για το υποθαλάσσιο μετρό Marmaray, είτε για το αεροδρόμιο της Κωνσταντινούπολης (11ο στον κόσμο με 62 εκατομμύρια επιβάτες το 2015 έναντι 18 εκατομμυρίων της Αθήνας), είτε για τις Τουρκικές Αερογραμμές, είτε για τους βαλλιστικούς πυραύλους Γιλντιρίμ να παρελαύνουν στην Αγκυρα, οι Τούρκοι βλέπουν γύρω τους πράγματα που τους κάνουν υπερήφανους. Αν προσθέσουμε σε αυτά τη Μις Κόσμος 2002 Αζρά Ακίν, το Νομπέλ Λογοτεχνίας του Ορχάν Παμούκ το 2006, το αργυρό μετάλλιο στο Παγκόσμιο Πρωτάθλημα Μπάσκετ του 2010, καθηγητές Οικονομικών όπως τον (Αρμένιο) Ατζέμογλου στο ΜΙΤ και τον (Εβραίο) Ρόντρικ στο Χάρβαρντ, τη συμμετοχή στους G20, αντιλαμβανόμαστε ότι η εικόνα επεκτείνεται σε πολλούς τομείς. Μπορούμε να αποτολμήσουμε τον εξής παραλληλισμό: η Τουρκία βρίσκεται σήμερα στο σημείο όπου βρισκόταν η Ελλάδα το 2004, δηλαδή στο αποκορύφωμα της προσπάθειάς της να αλλάξει παγκόσμια κατηγορία: από την ομάδα των χωρών τύπου «Εξπρές του Μεσονυκτίου» στην ομάδα χωρών τύπου BRIC, με αυτόνομη παρουσία και βαρύνοντα λόγο στη διεθνή σκηνή.
Είναι δύσκολο σε αυτό το σημείο να προβλέψει κανείς προς τα πού θα στραφεί ο οικονομικός και πληθυσμιακός δυναμισμός της σημερινής Τουρκίας. Το ανησυχητικό είναι ότι υπάρχουν ήδη σαφή σημάδια στη νεοθωμανική πολιτική του καθεστώτος Ερντογάν που ενδεικνύουν μια ιδιόρρυθμη πορεία της εξωτερικής της πολιτικής. Μια πορεία που, χωρίς να παραγνωρίζει πλήρως τον δυτικό της προσανατολισμό, τονίζει περισσότερο στοιχεία από το οθωμανικό παρελθόν και τους ισλαμικούς δεσμούς της, ελίσσεται (όχι πάντα επιτυχημένα…) μεταξύ Δύσης και Ανατολής και έχει γενικότερα χαρακτήρα ευρασιατικό.
Είναι μάλλον σαφές πλέον ότι το υπαρκτό γεωπολιτικό πρόβλημα της ανάσχεσης μιας δυναμικής οικονομικά και αναθεωρητικής πολιτικά Τουρκίας δεν μπορεί να λυθεί (πλέον!) μόνο με ευθύ ανταγωνισμό στους αριθμούς ούτε μόνο με την επίκληση της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης. Χρειάζονται πιο εξελιγμένες και ευέλικτες προσεγγίσεις. Μακροπρόθεσμα πρέπει να υιοθετήσουμε και να επιδιώξουμε φιλόδοξους στόχους, π.χ. έναν πληθυσμό 15 εκατομμυρίων με ΑΕΠ περί τα 500 δισ. δολάρια, ώστε να αναβαθμιστεί η γεωπολιτική μας θέση. Κάτι τέτοιο προϋποθέτει εκ μέρους της ελληνικής κοινωνίας στιβαρές δεσμεύσεις προς την κατεύθυνση της ενθάρρυνσης και ενσωμάτωσης περαιτέρω μετανάστευσης, ιδίως από τις βαλκανικές χώρες, της ενίσχυσης της επιχειρηματικότητας, της παραγωγικότητας, της εξωστρέφειας, της εφευρετικότητας.
Αλλά αυτή είναι μια άλλη συζήτηση.
Ο κ. Αθανάσιος Αναγνωστόπουλος είναι δικηγόρος – διδάκτωρ Νομικής.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ