Η Φωτεινή Κωνσταντοπούλου γράφει για την αρπαγή έργων τέχνης και για την εν γένει συμπεριφορά που επέδειξαν γερμανοί και ιταλοί κατακτητές απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου
Για την Ελλάδα η αντίσταση κατά των Γερμανών από τη στιγμή που απειλήθηκαν η ανεξαρτησία και η εδαφική της ακεραιότητα ήταν ένας αγώνας χωρίς τέλος, μια υπόθεση τιμής και χρέους. Οταν ολοκληρώθηκε η κατάκτησή της από τον Αξονα, με τριπλή ιταλική, γερμανική και βουλγαρική κατοχή, η χώρα βρέθηκε σε εξαιρετικά δεινή κατάσταση: με εξαρθρωμένη οικονομία, διαλυμένες υπηρεσίες και μια κυβέρνηση δοσιλόγων που αδυνατούσε να καλύψει έστω και στοιχειωδώς τις ανάγκες του πληθυσμού που κυριολεκτικά λιμοκτονούσε, στα μεγάλα κυρίως αστικά κέντρα. Το τέλος του πολέμου βρήκε τη χώρα σε ακόμα τραγικότερη μοίρα: ο πληθυσμός της είχε μειωθεί αισθητά και οι υλικές ζημίες ήταν ανυπολόγιστες. Για καθεμία από τις πτυχές, πολιτική, κοινωνική και οικονομική, της εποχής έχουν γραφεί δεκάδες μελέτες και άρθρα. Μια ωστόσο λιγότερο γνωστή υπόθεση παραμένει εκείνη της τύχης των ελληνικών αρχαιοτήτων και της συμπεριφοράς που επέδειξαν οι κατακτητές απέναντι στην πολιτιστική κληρονομιά του τόπου.
Στις 15 Φεβρουαρίου 1943 ανατέθηκε από το υπουργείο Παιδείας, στο οποίο υπαγόταν η διεύθυνση αρχαιοτήτων και ιστορικών μνημείων, το έργο της καταγραφής των ζημιών και καταστροφών των ελληνικών αρχαιοτήτων στους αρχαιολόγους (διαδοχικά) Χρ. Καρούζο, Ι. Μηλιάδη, Γρ. Ανδουτσόπουλο, Ν. Ζαφειρόπουλο και Μ. Καλλιγά. Οι καταστροφές που ως τότε είχαν διαπιστωθεί συνίσταντο σε κλοπές, παράνομες ανασκαφές, ζημίες από πολεμικές ενέργειες, αυθαιρεσίες και βαναυσότητες κατά νόμων, προσώπων και πραγμάτων. Για να επιτύχουν μάλιστα τον σκοπό τους, οι κατακτητές φρόντιζαν να εκφοβίζουν ή και να εκδιώκουν κάνοντας συχνά χρήση βίας το προσωπικό φύλαξης αλλά και τους επιμελητές αρχαιοτήτων, ο αριθμός των οποίων είχε έτσι κι αλλιώς μειωθεί σημαντικά (από 20 εφόρους αρχαιοτήτων είχαν μείνει 16 και από 31 επιμελητές υπηρετούσαν μόνον 11).
Δράστες οι «μορφωμένοι Γερμανοί»
Ο κατάλογος καθεμιάς ομάδας από τις καταστροφές που αναφέρθηκαν είναι μακροσκελής και δεν μπορεί παρά να γίνει απλή μνεία του στα περιθώρια που επιτρέπει ο περιορισμένος χώρος ενός άρθρου, όπως αυτό.
Οι Γερμανοί, για παράδειγμα, ως «πραγματικοί αρχαιολάτρες» και έχοντες γνώση της αρχαίας ιστορίας του τόπου, επέλεγαν πάντοτε τα καλύτερα αντικείμενα: μελανόμορφα αττικά αγγεία (Κεραμεικός), αλλά και γλυπτά (Τανάγρα, Κόρινθος, Ν. Αγχίαλος, Καστέλλι Κρήτης, Κνωσός, Γόρτυς, Αγία Τριάς και Φαιστός), μικροαντικείμενα (Θήβα, Λιβαδειά, Θέρμο, Ποτίδαια, Σάμος και Καστέλλι Κισσάμου), καθώς και νομίσματα (Κρήτη).
Ο ατυχής συνδυασμός της κλασικής παιδείας που διέθεταν οι Γερμανοί με την περιφρόνηση και την έλλειψη σεβασμού για τους δεινοπαθούντες Ελληνες οδήγησε σε μεγαλύτερες καταστροφές από εκείνες των Ιταλών και των Βουλγάρων. Στην περίπτωση της μεγάλης κλοπής του Μουσείου της Ελευσίνας από γερμανούς αξιωματικούς, που παραβίασαν το παράθυρο του μουσείου και διέφυγαν με μοτοσικλέτα όταν έγιναν αντιληπτοί από τον φύλακα, δόθηκε δι’ εγγράφου (27 Φεβρ. 1942) από τον καθηγητή Kraiker η παρακάτω εξήγηση (επί λέξει):
«Η προκειμένη περίπτωσις δέον να μη θεωρηθή ως κλοπή, δι’ ης θα επλούτιζον οι δράσται. Τούτο συνάγεται εκ του γεγονότος ότι πρόκειται περί μορφωμένων ανθρώπων, οίτινες έχουν ενδιαφέρον διά την ελληνικήν αρχαιότητα, όπερ συνάγεται εκ του ότι εγνώριζον την αγγλικήν και έκαμον χρήσιν του αγγλιστί γραμμένου οδηγού. Οι αποκομίσαντες θα είχον προφανώς την πρόθεσιν να αποκτήσουν διά του τρόπου τούτου εν ενθύμιον». Ευτυχώς δηλαδή που οι μορφωμένοι εκείνοι άνθρωποι γνώριζαν αγγλικά και ήξεραν τι ακριβώς να κλέψουν!
Αυθαίρετες ανασκαφές και κλοπές
Η τακτική συγκαλύψεως των καταστροφών που ακολούθησαν τόσο ο καθηγητής Kraiker όσο και ο αρχαιολόγος Dr von Schonebeck είχε άλλωστε την έγκριση και ενθάρρυνση των γερμανικών αρχών που, συνθλίβοντας την αρχαιολογική υπηρεσία του ελληνικού κράτους, διενεργούσαν αυθαίρετες ανασκαφές (Αίγινα, Χαλκίδα, Κωπαΐδα, Τιθορέα, Λακωνία, Αρτα, Ζάκυνθος, Παραμυθιά, Ν. Αγχίαλος, Λάρισα, Βόλος, Θεσσαλονίκη, Βεργίνα, Κρήτη) με στρατευμένους γερμανούς αρχαιολόγους, διεκδικώντας μάλιστα και επισήμως την κυριότητα των ευρημάτων τους. Οταν δε το υπουργείο Παιδείας, στις 3 Ιουλίου 1942, διαμαρτυρήθηκε στις γερμανικές αρχές για την τακτική αυτή, έλαβε πίσω το έγγραφό του (36260/1198), αν και πρωτοκολλημένο από τους Γερμανούς, με τη σημείωση να μη θιγεί ξανά το ίδιο θέμα «… για να μη λάβετε τραχείαν απάντησιν, διά την οποία θα ελυπείσθε πολύ».
Την καταστροφή που υπέστησαν οι ελληνικές αρχαιότητες από τις κλοπές και αυθαίρετες ανασκαφές Γερμανών και Ιταλών (εκείνες των Βουλγάρων ήσαν αριθμητικά λιγότερες) συμπλήρωσε η ατυχής χρήση των αρχαιολογικών χώρων ως αποθηκών πυρομαχικών, καταφυγίων και στρατώνων (χώρος του Ολυμπιείου, μουσείο Φαιστού και Ηρακλείου, ναός Ποσειδώνα στο Σούνιο, ιερό Ολυμπίας κ.ά.) αλλά και ως χώρων διασκέδασης: το μουσείο Ηρακλείου χρησιμοποιήθηκε από τους Γερμανούς για επιδείξεις μπαλέτου. Κατόπιν μετετράπη σε πρόχειρο νοσοκομείο και αργότερα στέγασε σχολή χημικού πολέμου. Στη Λυκόσουρα τον Μάρτιο του 1942 400 ιταλοί στρατιώτες, αφού γευμάτισαν πάνω σε αρχαιότητες, στο τέλος χάριν παιδιάς έριξαν τρεις όρθιους κίονες ναού της Δεσποίνης και τέσσερις μαρμάρινες πλάκες. Εξάλλου πολλά είναι τα μάρμαρα στα οποία ακόμα και σήμερα ο επισκέπτης τόσο στον λόφο της Ακροπόλεως όσο και στις Μυκήνες, την Ασίνη και αλλού μπορεί να δει χαραγμένα ονόματα ιταλών στρατιωτών, διευθύνσεις και τηλέφωνα. Αλλοτε πάλι χρησιμοποιήθηκαν μάρμαρα για τη διαμόρφωση χώρων για τη στάθμευση των οχημάτων των κατακτητών.
Ουρητήρια και σκύλοι στην Ακρόπολη
Στις 14 Νοεμβρίου 1941 απαγορεύθηκε η είσοδος στην Ακρόπολη σε όλους τους Ελληνες, πλην των γυναικών ελευθερίων ηθών. Δεν έφτανε όμως αυτό. Η Ακρόπολη γρήγορα μετετράπη σε ουρητήρια ιταλών και γερμανών στρατιωτών και σε χώρο φιλοξενίας των εκπαιδευμένων σκύλων του γερμανικού στρατού.
Με τη λήξη του πολέμου, μόλις η Ευρώπη χωρίς να μετράει άλλο τους νεκρούς της άρχισε να συνέρχεται, οι κυβερνήσεις των συμμάχων ξεκίνησαν τις διαδικασίες διεκδίκησης, με συντονισμένες ενέργειες, των πολιτιστικών τους θησαυρών από τις δυνάμεις του Αξονα και κυρίως τη Γερμανία. Η αλληλογραφία της εποχής, που βρίσκεται σε φακέλους των διπλωματικών εγγράφων στο Ιστορικό Αρχείο του υπουργείου των Εξωτερικών, είναι αποκαλυπτική: στο Βερολίνο οι σύμμαχοι είχαν εγκαταστήσει επιτροπή στην Υπάτη Αρμοστεία της οποίας έργο ήταν η ανεύρεση «αποδοτέων μορφωτικών αντικειμένων και αντικειμένων τέχνης». Από την αλληλογραφία προκύπτει ότι προκειμένου περί του εντοπισμού και της αποδόσεως των ελληνικών αρχαιοτήτων, σε σχέση με τους Βρετανούς και Αμερικανούς, εκείνοι που συνέπραξαν περισσότερο με τις ελληνικές αρχές για τον σκοπό αυτόν ήταν οι Γάλλοι (επικεφαλής R. Valland).
Ο αρχηγός της Ελληνικής Στρατιωτικής Αποστολής στο Βερολίνο Δημ. Παππάς σε αλλεπάλληλα έγγραφά του δεν παύει να υπομνήσκει τον ρόλο του Valland στον συντονισμό των ενεργειών προκειμένου να εντοπισθεί στη Βιέννη τόσο η σύζυγος του στρατηγού Von List όσο και η σύζυγος του διοικητή Σάμου Brunz, στην κατοχή των οποίων επιστεύετο ότι υπήρχαν σημαντικές αρχαιότητες, μεταξύ των οποίων και η κεφαλή μαρμάρινου λέοντος από το κάστρο των Κυθήρων. Οι αρμόδιες αυστριακές αρχές, που είχαν και την εντολή της κατ’ οίκον έρευνας, δήλωσαν αδυναμία να εντοπίσουν τα δύο αυτά πρόσωπα, τα οποία άλλαζαν διαρκώς διευθύνσεις.
Απώλεια σημαντικών έργων τέχνης
Γεγονός είναι ότι, παρά την επιστροφή πολλών αρχαιοτήτων (όπως η συλλογή του καθηγητή Gerstenberg που έγινε το 1950 με το πλοίο Juttescu από το Αμβούργο), τελικά ένας σημαντικός αριθμός έργων τέχνης δεν κατέστη δυνατό να εντοπισθεί. Η δε προσπάθεια των γερμανών αρχαιολόγων να διατηρήσουν καλές σχέσεις του λοιπού με τους έλληνες συναδέλφους τους, προτείνοντας διά του καθηγητή Welckert, διευθυντή του Γερμανικού Ινστιτούτου Αρχαιολογίας, την καταβολή χρηματικής αποζημιώσεως, προσέκρουσε στην ευαισθησία των ελλήνων εκπροσώπων οι οποίοι απήντησαν ότι οι αρχαιολογικοί θησαυροί δεν αποτιμώνται διά χρήματος και ότι η μόνη αρμόζουσα λύση, ικανή μάλιστα να υπομνήσκει στις μέλλουσες γενιές με έναν τόσο διαφορετικό τρόπο τις συνέπειες του πολέμου, θα ήταν η παραχώρηση στην Ελλάδα, ως αντισταθμίσματος, ελληνικών αρχαιοτήτων ισοδύναμης αξίας από τα γερμανικά μουσεία.
Τελικά το όλο θέμα παραπέμφθηκε να εξετασθεί συνολικά στο πακέτο περί πολεμικών επανορθώσεων, μετά και τη δήλωση (30.1.1947) του αμερικανού προέδρου ότι τα έργα τέχνης δεν θεωρούνται κατά κανόνα ανταλλάξιμα.
Ετσι στις μεγάλες απώλειες σε ψυχές και παντός είδους υλικά αγαθά που γνώρισε η χώρα μας σε αυτόν τον πόλεμο προστέθηκε μία ακόμη. Και η απώλεια αυτή τραυμάτιζε το ιστορικό παρελθόν της χώρας.
Η κυρία Φωτεινή Κωνσταντοπούλου είναι εμπειρογνώμων στο υπουργείο Εξωτερικών και διευθύνει το Ιστορικό Αρχείο του.