Νέφη πυκνού σκότους αρχίζουν να σκεπάζουν πια τον ουρανό τόσο της Ελλάδας, όσο και της Ευρώπης. Οι αιτίες που τα γεννούν εν πολλοίς συναντώνται, όσο κι αν έχουν τις δικές τους ιδιαιτερότητες. Πάντως τα σημάδια τους ήταν ορατά εδώ και πολύ καιρό, μα, δυστυχώς, οι ηγεσίες, ειδικά στην Ευρώπη, δραματικά κατώτερες των περιστάσεων, έκαναν ότι δεν τα έβλεπαν: ήθελαν να επιβάλλουν προτεραιότητες άσχετες τόσο με την ανάγκη μιας τίμιας Ενωσης, όσο και πεισματικά προσανατολισμένες σε άλλες ατζέντες, οι οποίες άκριτα μονοπώλησαν μια ολόκληρη, χαμένη πια, εποχή, η οποία έχει τώρα διαμορφώσει συνθήκες που είναι εξαιρετικά δύσκολο, περίπου αδύνατο, να αναστραφούν, ακόμα κι αν γινόταν μια προσπάθεια προς αυτή την κατεύθυνση, που όμως ούτε καν γίνεται.
Η «συνάντηση» των δύο μεγάλων κρίσεων, αυτή των δημοσιών οικονομικών και του τρόπου με τον οποίο τα χειρίστηκε ως χαρτί ηγεμονίας η Γερμανία επικουρούμενη από τις παθητικές, υποταγμένες και άβουλες Βρυξέλλες, με εκείνη του μεταναστευτικού προβλήματος και τον τρόπο που το αξιοποίησε προς όφελός της η Τουρκία, γονάτισαν τελικά τα πάντα στο πέρασμά τους.
Η επιβολή ενός μοντέλου προσαρμοσμένο μόνον στις επιθυμίες της ισχυρής γερμανικής οικονομίας έσπειρε τη διάλυση στο νότο της Ευρώπης και αντί να τον βοηθήσει να διορθώσει τα δικά του μεγάλα λάθη, τον έσπρωξε ακόμα πιο βαθιά στο λάκκο της καταστροφής: η Ελλάδα είναι το πιο εκκωφαντικό παράδειγμα, αλλά, ασφαλώς, δεν είναι το μόνο.
Η πρωτοφανής υπεροψία όμως που γέννησε αυτή η αντιμετώπιση μέσα στην ίδια τη Γερμανία, έκανε το άλλο κακό: δημιούργησε τις προυποθέσεις να σηκωθεί η ακροδεξιά στη χώρα, η οποία πήρε μορφή και οργάνωσε πολιτικό λόγο και υπόσταση ακριβώς από την εχθρότητα με την οποία το Βερολίνο κινήθηκε όλα αυτά τα χρόνια – κι ας υποστηρίζει υποκριτικά ότι έπραξε το αντίθετο. Κι όταν το μεταναστευτικό χτύπησε την πόρτα της Γερμανίας, το έδαφος των μηχανισμών της μισαλλοδοξίας ήταν πια έτοιμο. Το μόνο που έλλειπε ήταν να στραφεί (και) σε έναν νέο εχθρό τον οποίο και βρήκε.
Ετσι φτάσαμε στα αποτελέσματα των δύο τελευταίων γερμανικών εκλογών, η σημασία των οποίων μακράν απέχει από το αν απλώς η καγκελάριος Μέρκελ θα μείνει η θα φύγει. Η ουσία είναι ότι σταδιακά, η μετεωρική άνοδος των νέων αυτών δυνάμεων θα οδηγήσει στο να επιβάλλουν συνολικά την ατζέντα τους στην πολιτική σκηνή της χώρας χωρίς καν να βρίσκονται κοντά στην απόκτηση εξουσίας: η χριστιανοδημοκρατία θα αναγκαστεί να κερδίσει το από τα δεξιά χαμένο κοινό της, αυτή είναι η μοναδική ελπίδα ανάκαμψής της.
Είναι μια ελπίδα ψεύτικη, η οποία όμως θα φέρει, με τη σειρά της, νέα προβλήματα: η ευρωπαική συνεργασία θα γίνει ακόμα δυσκολότερη, ενώ η στροφή και άλλων λαών προς τάσεις ακροδεξιές ή / και φυγόκεντρες θα ενισχυθεί: στην Αυστρία, οι προεδρικές εκλογές αναβλήθηκαν και όλοι γνωρίζουν τον πραγματικό λόγο αυτής της πρωτοφανούς απόφασης.
Μέσα σε αυτό το περιβάλλον κατάρρευσης που γέννησε η τραγική αδυναμία των «ηγετών» της εποχής μας να κοιτάξουν το πραγματικό συμφέρον της Ευρώπης και να φροντίσουν να την οργανώσουν ως μια συμπαγή και ειλικρινή ένωση που έχει συνείδηση των τεράστιων προκλήσεων, η Ελλάδα είναι η πρώτη χώρα που θα βιώσει τις αληθινές καταρρεύσεις, κάτω από πίεση που είναι πλέον αδύνατο να τη διαχειριστεί και να την απορροφήσει.
Οποιος δεν θέλει να κοροιδεύει τον εαυτό του – ή τους άλλους – βλέπει ξεκάθαρα ότι το τοπίο για τον τόπο μας είναι κάτι περισσότερο από ζοφερό. Η Ελλάδα, νομοτελειακά πλέον, διαλύεται: αυτή είναι η πραγματικότητα, όσο κι αν οι κυβερνώντες της δεν θέλουν, φυσικά, να το παραδεχθούν. Η διάλυση είναι πλέον τόσο προφανής, που δεν έχει νόημα καν να την περιγράψει κανείς με λόγια.
Το μόνο που μας μένει, είναι, όσο είναι δυνατόν, να ετοιμαστούμε πια για τα χειρότερα…