Στις υγιείς δημοκρατίες, ο κομματικός πλουραλισμός – ακόμα και στην εκδοχή του δικομματισμού – λειτουργεί προς όφελος των κοινωνιών, αφού μέσα από πολιτικές αντιθέσεις παράγονται συνθέσεις που οδηγούν στις βέλτιστες λύσεις για τα προβλήματα μιας χώρας.
Υπάρχει, όμως, και μια νοσηρή εκδοχή δικομματισμού. Είναι ένα τέρας που επιβιώνει και αυτοσυντηρείται καλλιεργώντας μεθοδικά την απαραίτητη τροφή του: τον διχασμό της κοινωνίας! Ένα τέρας που χωρίζει τους πολίτες σε «καλούς» και «κακούς» κατά περίπτωση και που, σε ακραίες περιπτώσεις, οδηγεί ακόμα και σε εμφύλιες συγκρούσεις και εθνικές τραγωδίες.
Ανθιστάμενος στον πειρασμό ιστορικών αναδρομών, έρχομαι απευθείας στη σύγχρονη εποχή. Η νέα Αριστερά (ο αναγνώστης μπορεί κατά βούληση να τοποθετήσει εισαγωγικά) κατάκτησε την εξουσία παίζοντας με απίστευτο φανατισμό και ρητορείες μίσους το χαρτί της διχοτόμησης των πολιτών σε «κακούς μνημονιακούς» και «καλούς αντιμνημονιακούς».Με αποκορύφωμα το παρανοϊκό δημοψήφισμα του καλοκαιριού του 2015, που οδήγησε τη χώρα στα πρόθυρα ενός ακήρυκτου εμφυλίου.
Όταν το αντιμνημονιακό αφήγημα κατέπεσε εκ των πραγμάτων, η εξουσία αναζήτησε, όπως ήταν φυσικό, νέες διχαστικές γραμμές. Έτσι επικέντρωσε τη ρητορεία της στο υποτιθέμενο δίπολο «κακός και ανάλγητος φιλελεύθερος» απέναντι στον «καλό και στοργικό κράτιστη».Το αποκορύφωμα αυτής της αντίληψης το βιώσαμε στην πρόσφατη πρωθυπουργική συνέντευξη τύπου στη ΔΕΘ, όπου με ιδιαίτερο κυνισμό (αν όχι και χαιρεκακία) ο ίδιος ο Πρόεδρος της Κυβέρνησης διαχώρισε τους ανέργους – ή εν δυνάμει ανέργους – της χώρας σε «καλούς που εργάζονται για το κράτος» (και, άρα, είναι μη – ηθικό να αποστερούνται το δικαίωμα στην εργασία) και «κακούς που εργάζονται για τα συμφέροντα ιδιωτών εργοδοτών» (άρα, «ας πρόσεχαν!»).
Το παραπάνω ιδεολογικό δίπολο, με αντιστροφή όμως των ηθικών προσήμων, το υιοθετεί και το απέναντι χαράκωμα του δικομματισμού. Ακούμε συχνά τους εκπροσώπους του «φιλελεύθερου» στρατοπέδου να χαρακτηρίζουν συλλήβδην τους κρατικούς λειτουργούς της χώρας ως «τεμπέληδες», «κηφήνες» και «άχρηστούς», τοποθετώντας εξ ορισμού φωτοστέφανο στους δραστηριοποιούμενους στην ιδιωτική οικονομία. (Για να ακριβολογούμε, βέβαια, η θετική διάθεση εξαντλείται στον επιχειρηματία. Ο πόνος που συχνά εκφράζεται για τους εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα είναι μάλλον προσχηματικός, αν όχι ξεκάθαρα υποκριτικός. Αυτοί οι άνθρωποι, τελικά, είναι τα αποπαίδια ολόκληρου του πολιτικού συστήματος…)
Σε πρόσφατη εκδήλωση με αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη θέσπιση ιδιωτικής ανώτατης εκπαίδευσης (ιδέα που, προσωπικά, με βρίσκει σύμφωνο), ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης – ένας άνθρωπος που, αν μη τι άλλο, μας έχει συνηθίσει σε προσεκτική χρήση του λόγου – αναφέρθηκε κάποια στιγμή στην «εκλογική πελατεία» (sic) της κυβέρνησης. Πρόκειται για ηθικά ανεπίτρεπτο γλωσσικό ατόπημα στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος, και θα εξηγήσω το γιατί:
Ο όρος «πελάτης» παρεμφαίνει συμφέρον, εξαγορά, συναλλαγή. Άρα, στο εννοιολογικό περιβάλλον στο οποίο εκφέρεται, ο όρος αυτός είναι αυτονόητα φορτισμένος με αρνητικό ηθικό πρόσημο. Όμως, σε όλα τα μήκη και τα πλάτη της Γης (τουλάχιστον, σε χώρες με δημοκρατικά καθεστώτα) ο ψηφοφόρος κάνει τις επιλογές του και (αν όχι κυρίως) με γνώμονα το ατομικό και οικογενειακό του συμφέρον. Οι ψηφοφόροι που, ενδεχομένως, θα φέρουν την νυν αξιωματική αντιπολίτευση κάποια στιγμή στην εξουσία, δεν θα είναι στο σύνολό τους αγνοί ιδεολόγοι αλλά, κατά κύριο λόγο, άνθρωποι που θα πιστέψουν πως με την αλλαγή διακυβέρνησης της χώρας θα καλυτερέψουν και οι δικές τους ζωές.
Έτσι, δεν υπάρχουν «κακοί πελάτες» που ψηφίζουν τους πολιτικούς μας αντιπάλους και «καλοί ψηφοφόροι» που εκλέγουν εμάς. Υπάρχουν μόνο άνθρωποι που εξασκούν ένα δημοκρατικό δικαίωμα χωρίς να οφείλουν να απολογούνται για τα κίνητρα των επιλογών τους. Αν θέλουμε να λεγόμαστε «φιλελεύθεροι», είναι η υπ’ αριθμόν ένα ελευθερία που θα πρέπει να υπερασπιζόμαστε! Είτε αυτή μας βολεύει, είτε όχι…
Είναι δυνατό να επιβιώσει ο εγχώριος δικομματισμός έξω από τη λογική τού «διαίρει και βασίλευε»; Κάτι τέτοιο προϋποθέτει ότι η εθνική συνείδηση τίθεται υπεράνω κομματικών ιδιοτελειών και πολιτικών σκοπιμοτήτων, έτσι ώστε τα κόμματα εξουσίας να συναγωνίζονται για το καλό του τόπου αντί να ανταγωνίζονται για την προς όφελος του καθενός διαίρεση της κοινωνίας. Όμως, από την εποχή των μεγάλων ιστορικών εθνικών διχασμών (σαν να λέμε, από ιδρύσεως του ελληνικού κράτους) τέτοιες προϋποθέσεις ουδέποτε ίσχυσαν.
Η αλλαγή, λοιπόν, του εκλογικού συστήματος (η οποία, όπως πρωτογενώς σχεδιάστηκε, υπήρξε ένα απλό αυτοσυντηρητικό τέχνασμα της παρούσας εξουσίας) ίσως τελικά αποδειχθεί (αν βέβαια προλάβει να επιβιώσει…) μια μεγάλη ευκαιρία για το πολιτικό μας σύστημα να αποδείξει ότι είναι εξίσου ικανό για συνθέσεις, όσο και για διχοτομήσεις. Ασφαλώς, μαντεύω την αναμενόμενη και δίκαιη αναφώνηση «κι ύστερα ξύπνησες!» που μου απευθύνει τούτη τη στιγμή ο αναγνώστης…