Συμπληρώνονται φέτος εκατό χρόνια από τη γέννηση του Καρυωτάκη, και όμως το γεγονός πάει να περάσει απαρατήρητο. Με την εξαίρεση ενός άρθρου του Γ. Κουβαρά («Καθημερινή», 23 Ιουλίου) το μόνο, από όσο γνωρίζω, έντυπο που έχει θυμηθεί ότι έχουμε μια σημαντική λογοτεχνική επέτειο είναι «Το Βήμα» με το σημερινό του αφιέρωμα. Ούτε κάποιο συνέδριο έχει αναγγελθεί, πλην μιας ημερίδας της Εταιρείας Σπουδών, η οποία όμως θα διεξαχθεί στις αρχές του 1997. Είναι φανερό ότι πρόκειται για αμέλεια, αν σκεφτεί κανείς αφενός τις υψηλές επετειακές επιδόσεις μας και αφετέρου το σημερινό ποιητικό status του Καρυωτάκη. Ο ποιητής των Ελεγείων και σατιρών (1927) μολονότι από την άποψη της τεχνοτροπίας ανήκει στην «παλαιά», στην προνεοτερική ποίηση, είναι και σήμερα από τους πλέον σύγχρονους ποιητές μαςΩ θέλω να πω πιο ζωντανός από πολλούς νεοτερικούς ποιητές, που ο στίχος τους ­ ο ελεύθερος στίχος ­ είναι περισσότερο απ’ ό,τι ο έμμετρος σύμφωνος με τις εκφραστικές διαθέσεις της εποχής μας.


Καθώς αυτό δεν παρατηρείται σε κανέναν από τους άλλους «παλαιούς» ποιητές του αιώνα μας (από τους ποιητές μας του 19ου αιώνα συμβαίνει μόνο με τον Κάλβο), η περίπτωση του Καρυωτάκη αποκτά τον χαρακτήρα ενός φαινομένουΩ για την ακρίβεια ενός παραδόξου, η ανεπίγνωστη προσπάθεια επίλυσης του οποίου έχει ταλαιπωρήσει και εξακολουθεί να ταλαιπωρεί την κριτική μας. Λέω ανεπίγνωστη γιατί, μολονότι η κριτική αντιμετωπίζει την ασυμφωνία ανάμεσα στη μορφή των καρυωτακικών ποιημάτων και στο αποτέλεσμά τους ως ένα πρόβλημα, δεν φαίνεται να έχει αντιληφθεί ότι το μέγεθος του προβλήματος φτάνει τις διαστάσεις του παραδόξου. Ετσι προσπαθεί να εξηγήσει το παράδοξο με τα μέσα με τα οποία επιχειρεί να λύσει κανείς ένα πρόβλημα, με επακόλουθο να οδηγείται σε άστοχες ή ασύστατες διαπιστώσεις.


Τίποτε δεν δείχνει καλύτερα την αμηχανία των νεοτερικών απέναντι στην ποίηση του Καρυωτάκη από τη στάση του νεαρού Ελύτη στα μέσα της δεκαετίας του ’30: «Ναι, χωρίς αμφιβολία, ήταν μια καινούργια γλώσσα. Ομως κάτι μ’ ενοχλούσε εκεί μέσα. Δεν ξέρω να το πω, αλλά ίσως είναι αυτό: δεν εύρισκα να υπάρχει καμιά αναλογία ανάμεσα στο ύφος που είχε η ποίηση του Καρυωτάκη και στο ύφος που έπαιρνε η ζωή μας εκείνα τα χρόνια».


Το ερώτημα λοιπόν τίθεται ως εξής: πώς η ποίηση του Καρυωτάκη (τα ποιήματα της τελευταίας περιόδου του) κατορθώνει να δίνει την αίσθηση του καινούργιου με μιαν έκφραση που δεν απομακρύνεται από τα σχήματα της παλαιάς ποίησης και που δεν έχει τίποτε το κοινό με την έκφραση των νεοτερικών; Οι προσπάθειες της κριτικής μας να απαντήσει στο ερώτημα αυτό συνθέτουν ένα από τα πιο ενδιαφέροντα κεφάλαια της ιστορίας της. Θα αναφέρουμε τις τοποθετήσεις εκπροσώπων τριών κριτικών γενεών.


Είδαμε την αμηχανία του Ελύτη. Κάτι ανάλογο βλέπουμε και στη στάση του Καραντώνη, του κυρίαρχου κριτικού της γενιάς του ’30. Μολονότι πιστεύει ότι «τα στοιχεία της ανανέωσης που έφερνε ο Καρυωτάκης δεν ήταν ούτε αρκετά και, προ παντός, δεν ήταν καινούργια, ώστε να δικαιολογούν ένα νέο ξεκίνημα», ο Καραντώνης διαπιστώνει ότι η εμφάνισή του «γέμιζε τον χώρο της απουσίας του νέου ποιητή», γιατί ο Καρυωτάκης «είχε αρθρώσει το αντιπροσωπευτικό ποίημα, που άλλοι τόσα χρόνια μισοσυλλάβιζαν και προετοίμαζαν». Οπως και ο Ελύτης, ο Καραντώνης δεν επιχειρεί να εξηγήσει το ασύμβατο που υπάρχει ανάμεσα στις δύο διαπιστώσεις του (παρότι είναι βέβαιο ότι το αισθάνεται).


Δεν συμβαίνει το ίδιο με τον Ζ. Λορεντζάτο, η ιδέα του οποίου για τον Καρυωτάκη διαμορφώνει, περισσότερο από κάθε άλλη, την έπειτα από το 1960 εικόνα της κριτικής για τον ποιητή. Η ερμηνεία του φαινομένου από τον Λορεντζάτο είναι κυρίως αυτή που καθιερώνει το Ελεγεία και σάτιρες ως σημείο μετάβασης από την παλαιά ποίηση στη νεοτερική. «Ολοι οι δρόμοι», γράφει, «που οδηγούν από τον Παλαμά ή το Σικελιανό και τους Minores του δημοτικισμού στον Σεφέρη και στον ελεύθερο στίχο περνούν από τον Καρυωτάκη. Δεν υπάρχει άλλο διάβα. […] Σ’ αυτόν έλαχε ο κλήρος να φανερώσει ανάγλυφα τα όσα συμβαίνουν την εποχή εκείνη στον χώρο της νεοελληνικής προσωδίας. […] Κανένας άλλος δεν αποτόλμησε πριν από αυτόν τους παρατονισμούς που τόλμησε αυτός ή ένα συστηματικό, σχεδόν μουσικό, contrattempo καταπάνω στο μετρονόμο».


Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι αν τα πράγματα είχαν έτσι η αίσθηση του καινούργιου που αναδίδουν τα ποιήματα του Καρυωτάκη θα ήταν ως έναν βαθμό εξηγήσιμη. Ο Καρυωτάκης όμως ούτε το μόνο πέρασμα είναι από την παλαιά στη νέα ποίηση ούτε το πιο σημαντικό. Για την ακρίβεια δεν αποτελεί καν πέρασμα, αφού η στιχουργία άλλων ποιητών πριν από αυτόν είχε ήδη θέσει τις βάσεις για τη μετάβαση στη νεοτερική έκφραση, ενώ η δική του, όπως είπαμε, δεν απομακρύνεται από τις παραδοσιακές μορφές. Ο Λορεντζάτος παραβλέπει τις μεγάλες προσωδιακές ζυμώσεις που τελούνται στην ποίησή μας από τις αρχές του αιώνα με τον Παλαμά και τον Σικελιανό, οι οποίες φτάνουν σε ριζικές ανακατατάξεις ήδη πριν από το 1927 με τον Καβάφη και τον Παπατσώνη, σε σύγκριση με τον στίχο των οποίων ακόμη και ο πλέον παρατονισμένος στίχος του Καρυωτάκη αποδεικνύεται συντηρητικός.


Αν η προσπάθεια εξήγησης του καρυωτακικού παραδόξου οδηγεί τον Λορεντζάτο στη διαγραφή κάθε πριν από τον Καρυωτάκη νεοτερικής πράξης, ορισμένους κριτικούς της νεότερης γενιάς τους πάει ακόμη πιο μακριά: τους κάνει να ανακαλύπτουν στην ποίηση του Καρυωτάκη ανύπαρκτα προσωδιακά χαρακτηριστικά. Αναφέρομαι κατά κύριο λόγο στη μελέτη του Δ. Τζιόβα «Η ποίηση του Καρυωτάκη ως πρόκληση στον μοντερνισμό» (1986). Για τον Τζιόβα, που ακολουθεί μια γνωστή διάκριση της νεοτερικής λογοτεχνίας σε (τολμηρή) πρωτοποριακή και (συντηρητική) μοντερνιστική, η ποίηση του Καρυωτάκη είναι ριζοσπαστικότερη από εκείνη των Σεφέρη και Ελύτη (που ανήκουν στους μοντερνιστές) όχι μόνο ως προς το περιεχόμενο αλλά και ως προς τη μορφή της. Ο Καρυωτάκης είναι πρωτοποριακός. Θα πρέπει να συγκαταλεγεί στην ίδια κατηγορία στην οποία ανήκουν και «οι φουτουριστές, οι ντανταϊστές και οι υπερρεαλιστές», γιατί «είναι θιασώτης της στιχουργικής ανταρσίας» και γιατί «αρνείται την εξουσία κάθε αισθητικής σύμβασης […] που μπορεί να περιορίσει τη δημιουργική του ελευθερία». Βέβαια σε αυτή την πρωτοποριοποίηση φαίνεται να συντελεί και ένας άλλος παράγοντας, καθώς είναι πρόδηλο ότι ο σκοπός του Τζιόβα δεν είναι τόσο η μελέτη της ποίησης του Καρυωτάκη όσο η επίκριση του Σεφέρη και του Ελύτη για ποιητικό συντηρητισμό.


Καθώς το παράδοξο του Καρυωτάκη δεν είμαστε σε θέση να το εξηγήσουμε, πιστεύω πως το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να περιοριστούμε στην περιγραφή του. Η ικανοποιητική μέχρι στιγμής απεικόνισή του βρίσκεται στην παρατήρηση του Κ. Στεργιόπουλου ότι το περιεχόμενο της ποίησης του Καρυωτάκη «θαρρείς κερδίζει την έκφρασή του εκβιάζοντας τη μορφή της». Θα μπορούσε να προσθέσει κανείς και τα εξής: Κάθε λογοτεχνική μορφή καθορίζεται χρονικά από τα τεχνοτροπικά χαρακτηριστικά της εποχής της και περιέχει το στοιχείο της συμβατικότητας που προϋποθέτει (και ως εκ τούτου της παλαιότητας που ενέχει) κάθε καθιερωμένος τρόπος καλλιτεχνικής γραφής. Αυτό που αποτελεί την ιδιοτυπία της ώριμης ποίησης του Καρυωτάκη είναι ότι η γεύση της υπερβαίνει την τεχνοτροπία της και συνεπώς και εκείνο το στοιχείο της παλαιότητας που παράγεται αναπόφευκτα από αυτήν. Συμβαίνει εδώ το ίδιο που συμβαίνει με τον ΚάλβοΩ με τη διαφορά ότι η μοναδική στιχουργία του Κάλβου καθιστά αδύνατον να εντάξουμε την ποίησή του σε μια συγκεκριμένη τεχνοτροπική παράδοση, ενώ στον Καρυωτάκη η παράδοση είναι ορατή αλλά καθίσταται αδρανής.


Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι καθηγητής της Θεωρίας και Κριτικής της Λογοτεχνίας στο Τμήμα Θεατρικών Σπουδών του Πανεπιστημίου Αθηνών.