Επειδή οι μέρες είναι (πολύ) πονηρές, επειδή σήμερα βασικές ελευθερίες έχουν μπει στο στόχαστρο, με πρώτη εκείνη της Ελευθεροτυπίας, και επειδή, ότι κι αν λένε οι μαρξιστές, η ιστορία έχει επαναληφθεί όχι μία αλλά περισσότερες φορές και διεθνώς και στην Ελλάδα, αξίζει διπλά να σταθεί κανείς στη σημερινή επέτειο, όσο κι αν η παρούσα τουλάχιστον στήλη έχει αρκετές φορές επίμονα ασχοληθεί με το θέμα τα προηγούμενα χρόνια.
Σήμερα λοιπόν, συμπληρώνονται 80 χρόνια από την επικράτηση της δικτατορίας του Ιωάννη Μεταξά, στις 4 Αυγούστου 1936. Παρά το πέρασμα οκτώ ολόκληρων δεκαετιών, εντυπωσιακό είναι το γεγονός ότι οι η κοινή γνώμη εξακολουθεί και αγνοεί βασικές παραμέτρους εκείνης της δικτατορίας, ως προς το γιατί και το πώς επικράτησε, ενώ και η ιστοριογραφία έχει ελάχιστα ασχοληθεί με αυτές – σχεδόν καθόλου.
Καθώς όμως πρόκειται για παραμέτρους που σήμερα παρουσιάζουν εκ νέου εξαιρετική επικαιρότητα, αξίζει κανείς να σταθεί σε αυτές:
Πρώτον, ο Μεταξάς έγινε πρωθυπουργός όχι στις 4 Αυγούστου – τότε έγινε δικτάτορας. Είχε γίνει πρωθυπουργός στις 29 Απριλίου του 1936 και μάλιστα λαμβάνοντας 241 ψήφους από τους 300 της Βουλής!
Δεύτερον, η κοινοβουλευτική ανάδειξη του στην πρωθυπουργία, ήταν ευθύ αποτέλεσμα της απλής αναλογικής: με αυτό το σύστημα είχαν γίνει οι εκλογές του 1936 που οδήγησαν τελικά στην ψήφισή του έπειτα από σειρά αδιεξόδων.
Υπενθυμίζεται ότι η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμένου φλέρταρε ανοιχτά με τη Χρυσή Αυγή για την απλή αναλογική μόλις λίγες εβδομάδες πριν. Το φλερτ αυτό τελικά δεν προχώρησε όχι επειδή η κυβέρνηση έκανε πίσω, το ακριβώς αντίθετο συνέβη, ήλπιζε μέχρι τέλους, αλλά επειδή η Χρυσή Αυγή δεν ανταποκρίθηκε…
Τρίτον, το κύριο αίτιο που έφερε τον Μεταξά στην εξουσία, ειδικά δε τον Απρίλιο του 1936, δεν ήταν ο λεγόμενος κουμμουνιστικός κίνδυνος, αλλά η διαπραγμάτευση με τους δανειστές της και τότε πτωχευμένης Ελλάδας – μετά τον Απρίλιο του 1932, τέσσερα χρόνια πριν. Όλα αυτά τα χρόνια, όπως ακριβώς και από το 2010 και έπειτα, κυβερνήσεις ανέβαιναν και έπεφταν με κύριο άξονα τις διαπραγματεύσεις τους με το Συμβούλιο των Ομολογιούχων, την τρόικα της εποχής. Αυτό ήταν το κύριο θέμα που απασχολούσε τη χώρα. Η έλευση του Μεταξά ήταν το ευθύ αποτέλεσμα της αδυναμίας του πολιτικού κόσμου της εποχής να βρει μία βιώσιμη λύση απέναντι στους δανειστές.
Όμως, ως κοινοβουλευτικός πανίσχυρος πρωθυπουργός με διευρυμένες τυπικές και ουσιαστικές εξουσίες, ούτε καν ο Μεταξάς τα κατάφερε να καταλήξει σε συμφωνία. Ετσι, η δικτατορία του εκδηλώθηκε, έπειτα από πολύμηνες διαπραγματεύσεις, λίγο πριν από τη στιγμή που η Βουλή θα άνοιγε ξανά. Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ενώ η δικτατορία εκδηλώνεται στις 4 Αυγούστου, στις 20 του ίδιου μηνός, μόλις δύο εβδομάδες μετά, ο Μεταξάς αφήνει την Αθήνα για να ταξιδέψει στην Κέρκυρα. Δεν πήγε για διακοπές. Πήγε για να ανακοινώσει προσωπικά στον Βασιλιά Γεώργιο Β΄, αλλά και στον φιλοξενούμενό του βασιλιά της Αγγλίας Εδουάρδο Η΄, ότι η κυβέρνησή του, μέσα σε δύο εβδομάδες από την κήρυξη της δικτατορίας είχε καταφέρει αυτό που δεν είχε πετύχει ούτε ο ίδιος ως κοινοβουλευτικός πρωθυπουργός μέχρι τότε, αλλά ούτε και καμία άλλη κυβέρνηση από την πτώχευση του ’32 και μετά: μέσα στο μικρό εκείνο διάστημα είχε έρθει τελικά σε συμφωνία με το Συμβούλιο των Ομολογιούχων, δηλαδή τις αγγλικές τράπεζες που είχαν δανείσει την Ελλάδα με τα δάνεια που είχαν οδηγήσει στην πτώχευση.
Οσο κι αν οι περιστάσεις διαφέρουν ριζικά σε κρίσιμες παραμέτρους κι όσο κι αν δεν μπορεί κανείς να κάνει ευρύτερες προβολές, η ιστορία της μετάβασης από την πτώχευση του 1932 στη δικτατορία Μεταξά το 1936 μέσα από το εξωτερικό χρέος και την αυτοκτονία ενός ανάξιου των περιστάσεων πολιτικού συστήματος είναι ασφαλώς εξαιρετικά διδακτική.
Αντί λοιπόν άλλης αναφοράς στην 4ηΑυγούστου, αξίζει να θυμηθεί κανείς τι είχαν πει εκείνη την ημέρα που ο Μεταξάς έλαβε την ψήφο εμπιστοσύνης της Βουλής, στις 29 Απριλίου 1936, δύο σημαντικοί κοινοβουλευτικοί άνδρες, όπως αποτυπώνονται οι λόγοι τους στα πρακτικά της Βουλής:
Θεμιστοκλής Σοφούλης, διάδοχος του Ελευθερίου Βενιζέλου:
«Μέσα εις την ατμόσφαιραν η οποία περιβάλλει την ζωή μας, εισπέομεν όλοι, χωρίς να το καταλάβωμεν, μία γεναίαν δόσιν υποκρισίας. Κοπτόμεθα πάντες και εκτραγωδούμεν τον κίνδυνον τον απώτερον του κομμουνισμού, διά να καλύψωμεν τον κίνδυνον τον οποίον ημείς οι ίδιοι δημιουργούμεν, οι προστάται δήθεν και υπερασπισταί του αστικού καθεστώτος. Τα μίση μας, αι ασχήμιαι, η εμπάθεια η οποία έχει αποκορυφώσει τον διχασμόν του ελληνικού έθνους και δημιουργήσει τον κίνδυνον, έναν κίνδυνον σύροντα το έθνος εις την πλήρη καταστροφή και την τελείαν αποσύνθεσίν του, αυτός είναι ο προσεχής, ο ορατός, ο απτός κίνδυνος. Και η καταφρόνισις προς πάσαν ηθικήν αξίαν και προς πάσαν ηθικήν έννοιαν έχει κλονίσει πλέον τα θεμέλια του κοινωνικού καθεστώτος, ώστε να μη υπολείπεται πλέον εις τους ενδεχόμενους ανατροπείς του κοινωνικού καθεστώτος βαρύ το έργον».
Βάσος Στεφανόπουλος, βουλευτής της δεξιάς παράταξης:
«Χθες ακόμη εις μίαν μακράν ολονύκτιον συνεδρίασιν ηναγκάσθημεν να κηρύξωμεν την χρεοκοπίαν του λεγομένου κοινοβουλευτισμού. Είδομεν το θέαμα ενός κόμματος, το οποίον ο λαός επλούτισεν με 120 βουλευτάς και ένος άλλου με 80 και ενός άλλου με 40 να μη δύναται κανέν εξ αυτών αλλ’ ούτε, δυστυχώς, όλα μαζί, να δώσωμεν κυβέρνησιν εις τον τόπον. Και εκαλέσαμε τον αξιότιμον αρχηγόν των ελευθεροφρόνων. Αρχηγόν κατά πάντα βεβαίως άξιον τιμής και διά το ένδοξον παρελθόν και διά το τίμιον παρόν και διά το εύελπι
μέλλον, αλλά αρχηγόν εξ συναδέλφων εις την Βουλήν ταύτην και καταθέσαμεν εις τους πόδας αυτού άλλοι την εμπιστοσύνην μας διά διαμαρτυριών, όπως προσφυέστατα παρετηρήθη και άλλοι την ανοχήν μας μετά χειροκροτημάτων. Και τα 240 ΝΑΙ, τα οποία εξεφώνισαν εις την αίθουσαν ημών εις την ψήφον εμπιστοσύνης, ήσαν 240 υπογραφαί
κάτωθι της τρομεράς διαπιστώσεως ότι εχρεωκοπήσαμεν ως κοινοβουλευτισμός, εξεπέσαμεν ως συνέλευσις, εχάσαμεν την συνείδησιν του προορισμού μας ως εθνική κυριαρχία. Και έτι πλέον κύριοι βουλευταί. Εχάσαμεν ίσως και τον ψυχικόν σύνδε-
σμον προς τον λαόν, τον οποίον ενετάλημεν να διακυβερνήσωμεν. Διότι, τι είδος ψυχικός σύνδεσμος είναι δυνατόν να διατηρηθεί όταν ο μεν λαός φωνάζει “δεν θέλω να με κυβερνήσει ο κ. Μεταξάς’’, ημείς δε αδιαφορούντες προς την κραυγήν ταύτην απαντώμεν: “Και όμως θα σε κυβερνήσει ο Μεταξάς!’’»…