Ο διαπρεπής κοινωνιολόγος έχει επιτύχει μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στη διεθνή ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και στις οξυδερκείς παρεμβάσεις του στα ελληνικά πράγματα


ΒΙΟΣ ΚΑΙ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ: Ο Νίκος Μουζέλης γεννήθηκε το 1939. Σπούδασε κοινωνιολογία στα Πανεπιστήμια της Γενεύης και του Λονδίνου. Είχε αρχίσει να προβληματίζεται για το αν θα έπρεπε να επιστρέψει στην Ελλάδα όταν πήρε μια θέση στο τμήμα κοινωνιολογίας του Πανεπιστημίου του Λέστερ. Το γεγονός αυτό του έδωσε την ώθηση να ακολουθήσει ακαδημαϊκή σταδιοδρομία. Σήμερα είναι καθηγητής κοινωνιολογίας στο London School of Economics του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Εχοντας διδάξει για περισσότερα από 30 χρόνια και με πλούσιο συγγραφικό έργο, ο Μουζέλης είναι μια από τις επιφανέστερες ελληνικές παρουσίες στον χώρο των κοινωνικών επιστημών διεθνώς. Ενεργός είναι η συμμετοχή του στις συζητήσεις για την κοινωνιολογική θεωρία, ενώ οι ξένες μονογραφίες ή μελέτες που αναφέρονται στη χώρα μας στο πλαίσιο της Νότιας Ευρώπης ή της Βαλκανικής παραπέμπουν στερεότυπα σε έργα του όπως «Νεοελληνική κοινωνία: Οψεις υπανάπτυξης» και «Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια». Βιβλία του συγκαταλέγονται στη βασική βιβλιογραφία που δίνει το Πανεπιστήμιο του Λονδίνου στους φοιτητές κοινωνικών επιστημών. Τακτική είναι η συνεργασία του με ξένα επιστημονικά περιοδικάΩ μπορούν να αναφερθούν χαρακτηριστικά η αρθρογραφία του στο «New Left Review», στο «Sociological Review», στο «TELOS» ­ αλλά και η επιφυλλιδογραφία του (εδώ και μια εικοσαετία) στο «Βήμα».


ΕΡΓΟ: Τα περισσότερα βιβλία του Μουζέλη κυκλοφορούν παράλληλα στο εξωτερικό και στην Ελλάδα. Μεταφραστής του (μετά το πρώτο βιβλίο του που κυκλοφόρησε στη χώρα μας) ο Βασίλης Καπετανγιάννης. Εργα του: «Organization and Bureaucracy: An analysis of Modern Theories» (Routledge and Kegan Paul), «Νεοελληνική κοινωνία: Οψεις υπανάπτυξης», μετάφραση Τζένη Μαστοράκη, Εξάντας), «Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια. Ελλάδα, Βαλκάνια, Λατινική Αμερική», Θεμέλιο), «Μεταμαρξιστικές προοπτικές», Θεμέλιο), «Ο Εθνικισμός στην ύστερη ανάπτυξη» (Θεμέλιο), «Back to Sociological Theory» (MacMillan), «Sociological Theory. What went wrong? Diagnosis and Remedies» (Routlege). Τη μετάφραση των δύο τελευταίων έργων (που μαζί με τις «Μεταμαρξιστικές προοπτικές» σχηματίζουν σημαντική τριλογία) επεξεργάζεται αυτόν τον καιρό ο ΚαπετανγιάννηςΩ πρόκειται να κυκλοφορήσουν στα ελληνικά από το Θεμέλιο.


ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΤΗΤΑ: Ο Νίκος Μουζέλης αναφέρεται στερεότυπα από φοιτητές και συναδέλφους του ως ένας άνθρωπος προσηνής, σεμνός και προσιτός, παρά το μέγεθος της επιστημονικής του παρουσίας. Ο νηφάλιος τόνος της σκέψης του διακρίνεται επίσης στη δημόσια γραφή του, παρ’ ότι αγγίζει συχνά φλέγοντα ζητήματα (Μακεδονικό, Εκκλησία, λαϊκισμός), λαμβάνοντας θέσεις όχι πάντοτε σύμφωνες με την κρατούσα άποψη.


ταν ένα απόγευμα Παρασκευής, αρχές του περασμένου Νοεμβρίου, στο Κέιμπριτζ της Μασαχουσέτης. Μπρος στην κατάμεστη αίθουσα του Geological Lecture Hall, στο Πανεπιστημίο Χάρβαρντ, ο Νίκος Μουζέλης πραγματοποίησε διάλεξη με θέμα: «Η έννοια του εκσυγχρονισμού: Η σχέση της με την Ελλάδα». Ο επιφανής κοινωνιολόγος υπέδειξε τη θέση που έχει η συζήτηση περί εκσυγχρονισμού στον ελληνικό πολιτικό λόγοΩ υπενθύμισε ότι η σημασία που αποδίδει καθένας στον όρο εξαρτάται από τη θεωρητική του συγκρότησηΩ αναφέρθηκε διαδοχικά (και με τη γνωστή του νηφαλιότητα) στα ζεύγη: μοντέρνο και πρωτόγονοΩ μοντέρνο και παραδοσιακόΩ πρώιμη και ύστερη ανάπτυξηΩ επιτυχημένη και αποτυχημένη ύστερη ανάπτυξηΩ μοντέρνο και μεταμοντέρνο.


Το κοινό ­ επρόκειτο για την εορταστική εναρκτήρια ομιλία του συμποσίου της Εταιρείας Νεοελληνικών Σπουδών ­ παρακολούθησε συγκεντρωμένο τη συνέχεια της ομιλίας του Μουζέλη, που έφερε σε μεγάλο βαθμό τα διακριτά γνωρίσματα της σκέψης του. Ο ομιλητής αναφέρθηκε στη σύγχρονη Ελλάδα, με λόγο που αντλούσε σταθερά από τα σχήματα της σύγχρονης κοινωνιολογικής θεωρίας και με διάθεση να εντάξει τις εξελίξεις στη χώρα μας σε ένα ευρύτερο πλαίσιο. Μετά το τέλος της διάλεξης, ο Μουζέλης, ευγενής και προσιτός όπως πάντα, έμεινε για αρκετή ώρα περικυκλωμένος από συναδέλφους του πανεπιστημιακούς, φοιτητές ή άλλους ακροατές.


* Ο ελληνικός


εξαιρετισμός


Ομολογουμένως, στο πρόσωπο του Μουζέλη η ελληνική ακαδημαϊκή κοινότητα του εξωτερικού έβρισκε έναν ιδανικό συνδυασμό: έναν επιστήμονα αναγνωρισμένο με αυτόνομη παρουσία στον κλάδο του και ενεργό συμμετοχή στη διεθνή συζήτηση για τη θεωρία και τον προβληματισμό για τις σύγχρονες κατευθύνσεις της κοινωνιολογίαςΩ συνάμα όμως και έναν εγρήγορο παρατηρητή των ελληνικών πραγμάτων, ικανό να τα εντάξει στο πλαίσιο της ιστορικής και συγκριτικής κοινωνιολογίας. Ο συγκερασμός αυτός ιδιοτήτων ιχνογραφεί την τριαντάχρονη ακαδημαϊκή σταδιοδρομία του Μουζέλη στον ξένο πανεπιστημιακό, αγγλοσαξονικό κυρίως, χώροΩ υποδεικνύει τις δυσκολίες που αντιμετώπισε και συγχρόνως την προσφορά του. Η επισήμανση της συμβολής του Μουζέλη στην καταπολέμηση του ελληνικού εξαιρετισμού δεν είναι άλλωστε τυχαία.


Είναι γεγονός ότι ο επιφανής κοινωνιολόγος, καθηγητής σήμερα στο London School of Economics, οικοδόμησε τη σταδιοδρομία του έξω από την «ομπρέλα» των ελληνικών σπουδών. Οταν ενέταξε την Ελλάδα στο πεδίο της εργασίας του, το έκανε πάντα προκειμένου να διερευνήσει ένα ευρύτερο θεωρητικό ζήτημα. Στην εισαγωγή του, ο ίδιος ορίζει χαρακτηριστικά το βιβλίο του «Νεοελληνική κοινωνία: Οψεις υπανάπτυξης» ως «μια απόπειρα εκτίμησης των διαφόρων θεωριών που αφορούν προβλήματα ανάπτυξης των χωρών του Τρίτου Κόσμου, με την εξέταση της σημασίας και της χρησιμότητάς τους για την ανάλυση μιας συγκεκριμένης περίπτωσης ­ της Ελλάδας».


«Η αποκλειστική εξέταση μιας χώρας», συνεχίζει ο Μουζέλης, «που, με πολλούς και διάφορους τρόπους, έχει δοκιμάσει εδώ και αιώνες τη διαβρωτική επίδραση του δυτικού ιμπεριαλισμού, θα ήταν ένας χρήσιμος τρόπος αξιολόγησης, σε συγκεκριμένη βάση, των διαφόρων θεωριών της υπανάπτυξης, οι οποίες καταλαμβάνουν σημαντική θέση μέσα στη σημερινή κοινωνιολογική φιλολογία». Και καταλήγει μιλώντας για την προσπάθειά του να γνωρίσει καλύτερα «την ιστορική εξέλιξη της ελληνικής ταξικής δομής, χρησιμοποιώντας εννοιολογικά εργαλεία που πηγάζουν μέσα από τις διάφορες διαμάχες πάνω στα προβλήματα που οι τεχνολογικά καθυστερημένες χώρες αντιμετωπίζουν στην προσπάθειά τους να αναπτυχθούν».


* Καρποφόρες


συγκρίσεις


Αντίστοιχα, στο βιβλίο του «Κοινοβουλευτισμός και εκβιομηχάνιση στην ημι-περιφέρεια» ο Μουζέλης διερευνά το ζεύγος πρόωρη ανάπτυξη κοινοβουλευτικών θεσμών και καθυστερημένη εκβιομηχάνιση, με συγκριτικό πεδίο αναφοράς τη Λατινική Αμερική, τα Βαλκάνια και την Ελλάδα. Η ανάλυση του Μουζέλη εστιάζεται χρονικά σε «δύο ιστορικές καμπές»: στην προπολεμική, όταν τον ολιγαρχικό κοινοβουλευτισμό διαδέχεται ο αστικός λαϊκισμός στη Νότια Λατινική Αμερική, ο αγροτικός λαϊκισμός στα Βόρεια Βαλκάνια, τέλος «η διεύρυνση της πολιτικής συμμετοχής μέσω της επέκτασης των δικτύων πολιτικής πατρωνείας» στην ΕλλάδαΩ στην μεταπολεμική, που είδε την εγκαθίδρυση δικτατορικών καθεστώτων στην Αργεντινή, στη Χιλή και στην Ελλάδα. «Κύριος σκοπός του βιβλίου», γράφει ο Μουζέλης, «είναι να δείξει πόσο καρποφόρα μπορεί να είναι η σύγκριση μεταξύ μερικών βαλκανικών και λατινοαμερικανικών κοινωνιών, ερευνώντας και αναλύοντας τους πολύπλοκους τρόπους με τους οποίους μακρόχρονες και βαθιές αλλαγές στην οικονομική και κοινωνική δομή τους μπορούν να μας βοηθήσουν να εξηγήσουμε καλύτερα ορισμένες κρίσιμες πολιτικές μεταβάσεις που συντελέστηκαν την ίδια περίπου εποχή στις χώρες αυτές».


Είναι αυτονόητη η σημασία που έχει η ένταξη της Ελλάδας από τον Μουζέλη σε ένα ευρύτερο ερευνητικό πλαίσιο, όχι με στενά γεωγραφικά κριτήρια (Βαλκάνια, Μέση Ανατολή), αλλά με την υποστήριξη ενός θεωρητικού σχήματος που αντλεί από τη θεωρία της ανάπτυξης και βλέπει την Ελλάδα ως χώρα της ημιπεριφέρειας. Το ενδιαφέρον του Μουζέλη για τη θεωρία σημαίνει ότι επιχειρεί τη συγκριτική προσέγγιση προκειμένου να δικαιολογήσει ένα θεωρητικό εγχείρημα όχι απλώς και μόνο για να κατανοήσει την ελληνική περίπτωση.


* Ο δημόσιος


διανοούμενος


Βεβαίως, το ενδιαφέρον του Μουζέλη για τη θεωρία αναδεικνύεται καθαρό στην τριλογία που ξεκινάει με τις «Μεταμαρξιστικές προοπτικές», όπου ζητά να αντιμετωπισθεί ο Μαρξ ως κλασικός, όπως ο Μαξ Βέμπερ ή ο Εμίλ Ντιρκχάιμ, ιχνογραφώντας ένα μεταμαρξιστικό εννοιολογικό πλαίσιο. Το ενδιαφέρον του Μουζέλη να δοθεί νέα ώθηση στην κοινωνιολογική θεωρία, ενδεχομένως προς την κατεύθυνση μιας σύνθεσης, συναρτάται σαφώς με την έγνοια του για το κενό στην Αριστερά και την ανάγκη μιας απάντησης στην πρόκληση του νεοφιλελευθερισμού. Αξιοσημείωτο είναι, πάντως, ότι η θεωρητική δουλειά του Μουζέλη, σύμφωνα με τις γενικές γραμμές της αγγλοσαξονικής παράδοσης, αναζητά πάντα εμπειρικά στηρίγματα, βρίσκεται σε επαφή με την πραγματικότητα, μακράν των υπερβατικών σχημάτων ή μιας ορισμένης «θεοποίησης της θεωρίας» που χαρακτηρίζει συχνά τη γαλλόφωνη σκέψη.


Για τον μέσο αναγνώστη τα γνωρίσματα αυτά της σκέψης του Μουζέλη πουθενά δεν φαίνονται καλύτερα παρά στην αρθρογραφία του στον Τύπο. Η παρουσία του Μουζέλη στις σελίδες των εφημερίδων υποδηλώνει ότι δεν περιορίζεται στον ρόλο του ακαδημαϊκού διδασκάλου, αλλά δραστηριοποιείται ως «δημόσιος διανοούμενος» (σύμφωνα με την ελληνική απόδοση του αγγλοσαξονικού όρου «public intellectual»). Και πάλι όμως η αρθρογραφία του Μουζέλη αγγίζει θέματα της πολιτικής και κοινωνικής επικαιρότητας, εντάσσοντάς τα στο πλαίσιο σχημάτων (εκσυγχρονισμός, ανάπτυξη, εθνικισμός, εξαιρετισμός, Εκκλησία) αλλά και ιδεών που έχει επεξεργαστεί ο ίδιος στα βιβλία του. Ο ίδιος γράφει χαρακτηριστικά για τις δημοσιευμένες στο «Βήμα» μελέτες του αυτές ότι «προσπαθούν να συνδέσουν το Σκοπιανό με μια πιο γενική προβληματική πάνω στη φύση της πολιτικής κουλτούρας, του εθνικισμού και της δημοκρατίας στην Ελλάδα σαν χώρα ύστερης ανάπτυξης / υπανάπτυξης».


* Η ώρα


της επιστροφής


Η επιφυλλιδογραφία του Μουζέλη, ένα απάνθισμα της οποίας συσσωματώνει η συλλογή «Ο εθνικισμός στην ύστερη ανάπτυξη» (Θεμέλιο), συνιστά, όπως αναγνωρίζουν οι συνάδελφοί του, τεκμήριο της ικανότητάς του να εκφράζεται με τρόπο λαγαρό και ευκολονόητο, καθιστώντας προσιτά τα πορίσματα των κοινωνικών επιστημών στον απλό αναγνώστη. Εμφανής είναι επίσης η έλλειψη δογματισμού της σκέψης του, ακόμη και όταν υποστηρίζει με οξύτητα τις θέσεις του. Οπως έχει επισημανθεί, ο Μουζέλης συμβάλλει με τη δημόσια γραφή του στη νέα ανάγνωση ή και στην αναδιαπραγμάτευση της έννοιας της ελληνικής κοινωνίας και ταυτότητας στο πλαίσιο των νέων πραγματικοτήτων που έχει δημιουργήσει η είσοδος της χώρας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, αλλά και οι πρόσφατες εξελίξεις μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου που είναι ήδη ορατές στα Βαλκάνια.


Ο επιφανής κοινωνιολόγος είναι επίσης «στρατευμένος» στην ενίσχυση της κοινωνίας πολιτών που είναι στη χώρα μας αδύνατη. Η δημόσια γραφή και παρουσία του Μουζέλη δηλώνει παράλληλα τον αναβαθμισμένο ρόλο των κοινωνικών επιστημόνων στη μεταπολιτευτική Ελλάδα, που τείνουν να αντικαταστήσουν τους διανοούμενους με φιλολογική παιδεία, οι οποίοι κυριαρχούσαν παλαιότερα, και να επιβάλουν τη δική τους ατζένταΩ η επιρροή αυτή είναι άλλωστε τα τελευταία χρόνια εμφανής και στη συζήτηση περί «εκσυγχρονισμού» που τείνει να δώσει τον τόνο στην εγχώρια πολιτική σκηνή.


Ποια τα μελλοντικά σχέδια του Μουζέλη; Επιθυμία τού επιφανούς κοινωνιολόγου, που μπόρεσε να κρατήσει μια θαυμαστή ισορροπία ανάμεσα στη διεθνή ακαδημαϊκή του σταδιοδρομία και στο ενδιαφέρον του για την Ελλάδα, είναι να βρίσκεται περισσότερο χρόνο στη χώρα μας. Εχοντας διδάξει για περισσότερα από 30 χρόνια, θα ήθελε επίσης να ρίξει μεγαλύτερο βάρος στη συγγραφή. Εν τούτοις, η Ελλάδα στην οποία ετοιμάζεται να επιστρέψει ο Μουζέλης είναι σαφώς διαφορετική από εκείνη που άφησε πίσω του. Οσα και αν χρειάζεται ακόμη να γίνουν, ο νηφάλιος κοινωνιολόγος συνέβαλε αποφασιστικά με την επιστημονική δουλειά και τη δημόσια αρθρογραφία του στο να σπάσουν τα στεγανά και ο δημόσιος διάλογος στη χώρα μας να εμπλουτισθεί με τους σύγχρονους προβληματισμούς. Ο ίδιος αρκείται να λέει σεμνά ότι έδωσε «πληροφόρηση που δεν δινόταν από αλλού».