Ευτυχία του συγγραφέα είναι η σκέψη που μπορεί ολάκερη να γίνει αίσθημα, το αίσθημα που ολάκερο μπορεί να γίνει σκέψη.


ράφοντάς τα αυτά ο Τόμας Μαν στη νουβέλα του «Θάνατος στη Βενετία» εξέφρασε έναν τύπο συγγραφέα κατ’ εξοχήν μεσογειακό. Ο πρωταγωνιστής του στην παραπάνω νουβέλα, συγγραφέας Γκούσταβ Ασενμπαχ, περιμένοντας μια μέρα σε μια στάση του τραμ βλέπει απέναντί του έναν παράξενο άνθρωπο που εντελώς ανεξήγητα του γεννά την επιθυμία να βρεθεί αλλού. Ο Ασενμπαχ πάει κατακαλόκαιρο στη Βενετία να συναντήσει το ένοχο, βίαιο και σιωπηλό πάθος ­ και μαζί μ’ αυτό τον εκτυφλωτικό ήλιο, το απόλυτο φως της Μεσογείου που θα «κάψει» τον συγγραφέα του Βορρά.


Ο Θεός με τα φλογερά μάγουλα οδηγούσε καθημερινά το πυρωμένο τέθριππο άρμα του στις στράτες του ουρανού, και τα χρυσά δακτυλίδια της κόμης του ανεμίζανε στον ανατολικό άνεμο, που φυσούσε εκείνη την ώρα. Μια κατάλευκη μεταξένια λαμπράδα σκέπαζε από άκρη σε άκρη το πέλαγο, που κυμάτιζε νωχελικά. Η άμμος λαμπύριζε. Κάτω από τον ασημογάλαζο κρεμάμενο αιθέρα, βυσσινιές τέντες απλώνονταν μπροστά στις καμπίνες, και όλοι περνούσαν τις ώρες του πρωινού στην ξεκάθαρη κηλίδα της σκιάς τους.


Ομορφο όμως ήταν και το βράδυ, καθώς τα φυτά του πάρκου σκορπούσαν σαν βάλσαμο την ευωδιά τους, τα αστέρια ψηλά διαγράφανε την τροχιά τους και το μουρμούρισμα της θάλασσας, βυθισμένης στο σκοτάδι, αναδυόταν σιγανά και μιλούσε στις ψυχές. Μια τέτοια βραδιά κρατούσε μέσα της τη χαρούμενη υπόσχεση μιας καινούργιας ηλιόλουστης μέρας όλο ξεγνοιασιά, μιας μέρας προικισμένης με χίλιες δυο, αμέτρητες ευκαιρίες για χαρές και περιπέτειες.


Το φως και ο ήλιος του καλοκαιριού, που φανερώνει τα πάντα, φέρνει στην επιφάνεια το για χρόνια κρυμμένο πάθος της αυτοκαταστροφής του διάσημου συγγραφέα (που είναι ένα είδος αυτοπροσωπογραφίας του ίδιου του Τόμας Μαν). Θα μείνει στη Βενετία, παρά το γεγονός ότι όλα γύρω του λένε πως πρέπει να φύγει, παρά την επιδημία χολέρας που έχει ενσκήψει στην πόλη, παρά το παρελθόν και όλα όσα έχει αφήσει πίσω τουΩ και εδώ θα πεθάνει.


* Η γοητεία


της


Μεσογείου


Καλοκαίρι και Μεσόγειος είναι ταυτόσημες έννοιες. Ενας συγγραφέας του Βορρά, ακόμη και αν καταλάβει τον Νότο είναι δύσκολο, αν όχι αδύνατον, να τον αισθανθεί. Στη λογοτεχνία της Κεντρικής Ευρώπης οι σκηνές του καλοκαιριού ξετυλίγονται μέσα σε αποπνικτική ατμόσφαιρα. Οι άνθρωποι ασφυκτιούν χειρότερα από όταν, αναγκασμένοι από τις δύσκολες καιρικές συνθήκες του χειμώνα, περνούν μέρες πολλές κλεισμένοι στο σπίτι τους. Ακόμη και όταν φεύγουν για τον Νότο, κουβαλούν μαζί τους σαν σκιά την κληρονομιά του προπατορικού αμαρτήματος.


Σε εποχές ανταρσίας, ωστόσο, οι ποιητές και οι συγγραφείς πηγαίνουν στον Νότο, όπως έκαναν στα τέλη του δέκατου όγδοου και στις αρχές του δέκατου ένατου αιώνα οι ρομαντικοί. Βγαίνοντας από το προστατευτικό κουκούλι του σκοταδιού τραβούσαν προς τον ήλιο και το αιώνιο καλοκαίρι, στη μεγάλη θέα του κόσμου. Και μέσα σε τούτο το φως όλοι σχεδόν πέθαναν θεαματικά: Ο Κιτς στη Ρώμη, ο Σέλεϊ πνίγηκε στη Σπέτσια της Ιταλίας, ο Βύρων στην Ελλάδα. Ο Ρεμπό άφησε τη βροχερή Ευρώπη, στην οποία επέστρεψε για να πεθάνει σ’ ένα άθλιο γαλλικό νοσοκομείο. Πιο μπροστά όμως τον έφαγαν το φως, οι βράχοι και η έρημος στην Κύπρο και στην Αβησσυνία. Και κάτω από τον ήλιο των Πυραμίδων ο Φλομπέρ «ανακάλυψε» πως ο βιομηχανικός δέκατος ένατος αιώνας ήταν για πέταμα.


Ολοι τους βγήκαν στο καθαρό φως και έκαψαν τα φτερά τους. Σ’ αυτή τη διαπίστωση ένας Ανατολίτης ή ένας Μεσογειακός θα χαμογελούσε με σημασία. Ο βεδουίνος κάτω από τον ίσκιο της σκηνής του βλέπει το καραβάνι να περνάει, και να περνάει, και να περνάει ­ και αυτή είναι η αιωνιότητα.


Οταν διαβάζουμε συγγραφείς του Βορρά που γράφουν για τη Μεσόγειο, νιώθουμε κατά κανόνα ότι ανάμεσα σ’ εκείνους και σ’ εμάς μεσολαβεί ένας τοίχος. Οι φωτισμοί στο ευρωπαϊκό μυθιστόρημα είναι χλωμές αντανακλάσεις της ψυχής, φθορισμοί εννοιών και όχι φως των πραγμάτων. Ο Γκόλντινγκ έρχεται στους Δελφούς και δεν βλέπει το φως αλλά τη βροχή. Ο Χόφμανσταλ, που έγραψε μερικά θαυμάσια κείμενα για την Ελλάδα, είναι συγγραφέας του δειλινού, που εμφανίζεται παρατεταμένο στον Βορρά, ως προέκταση της χλωμής του μεσημβρίας. Και για να πάμε σ’ έναν σημερινό συγγραφέα, τον Αμερικανό Ντον Ντελίλο, στο μυθιστόρημά του «Τα ονόματα», που εκτυλίσσεται στην Ελλάδα, το φως του καλοκαιριού είναι ένα αδιαπέραστο τοπίο που απομονώνει τον ταραγμένο ψυχικό κόσμο του ήρωά του από τον έξω κόσμο.


* Η «ηλιακή»


φιλοσοφία


του Καμύ


Πόσο ελληνικό είναι το πλατωνικό φως του ευρωπαϊκού κλασικισμού; Πιο πολύ «μαύρο» παρά «αγγελικό» ­ για να θυμηθούμε τον Σεφέρη.


Ισως ο μόνος συγγραφέας της σύγχρονης Ευρώπης που είχε μια καθαρή αίσθηση του φωτός και του καλοκαιριού ­ και μιαν «ηλιακή» φιλοσοφία (την οποία ο Ελύτης ονόμασε «ηλιακή μεταφυσική») ­ να ήταν ο Καμύ. Συνέδεσε το φως με την εξέγερση, με τη διπλή φύση των πραγμάτων, με τη δημοκρατία και τις ατομικές αξίες, και όλα τούτα τα ονόμασε, στο βιβλίο του «Ο Επαναστατημένος άνθρωπος», «σκέψη του μεσημεριού». Ακούγεται σήμερα πολύ πιο επίκαιρος από τον καιρό που ζούσε:


Αλλά ο ιστορικός απολυταρχισμός, παρ’ όλους τους θριάμβους του, δεν έπαψε ποτέ να έρχεται σε σύγκρουση με μια αόρατη επιθυμία της ανθρώπινης φύσης, που το μυστικό της φυλάγεται στη Μεσόγειο, εκεί όπου η διάνοια είναι αδερφή του έντονου φωτός. Οι επαναστατημένες σκέψεις, όπως οι σκέψεις της Κομμούνας και του επαναστατικού συνδικαλισμού, δεν έπαψαν να κηρύσσουν μεγαλόφωνα αυτή την απαίτηση μπροστά στον αστικό μηδενισμό, αλλά και στον καισαρικό σοσιαλισμό. Η αυταρχική σκέψη, που ευνοήθηκε από τους τρεις πολέμους και από τη φυσική καταστροφή μιας διαλεχτής ομάδας στασιαστών, κατόρθωσε να καταπνίξει αυτή τη φιλελεύθερη παράδοση. Αλλά τούτη η φτωχή νίκη είναι πρόσκαιρηΩ ο αγώνας συνεχίζεται ακόμη. Η Ευρώπη ζούσε πάντα μ’ αυτόν τον αγώνα ανάμεσα στο μεσημέρι και τα μεσάνυχτα. Εκφυλίστηκε μόνο όταν λιποτάχτησε απ’ αυτόν τον αγώνα, σκοτεινιάζοντας την ημέρα με τη νύχτα. Η καταστροφή αυτής της ισορροπίας δίνει σήμερα τους ωραιότερους καρπούς της. Χωρίς μεσιτεύσεις πια, εξορισμένοι μακριά από τη φυσική ομορφιά, να που βρεθήκαμε πάλι στον Κόσμο της Παλαιάς Διαθήκης, αποκλεισμένοι ανάμεσα στους σκληρούς Φαραώ και τον ανελέητο ουρανό.


Τότε μέσα στην κοινή δυστυχία αναγεννάται πάλι η παλιά επιθυμίαΩ η φύση ξεσηκώνεται πάλι ενάντια στην ιστορία. Δεν πρόκειται βέβαια να περιφρονήσει τίποτε, ούτε να υμνήσει έναν πολιτισμό ενάντια σε κάποιον άλλο, θέλει όμως μονάχα να πει πως υπάρχει μια σκέψη που ο σημερινός κόσμος δε θα μπορέσει να στερηθεί για πολύ ακόμη. Υπάρχει οπωσδήποτε αρκετή δύναμη αναδημιουργίας στην Αμερική. Αλλά τα νιάτα του κόσμου βρίσκονται πάντα γύρω από τις ίδιες ακρογιαλιές. Μέσα στην ανάξια Ευρώπη, όπου χωρίς ομορφιά και φιλία πεθαίνει η πιο περήφανη φυλή, εμείς οι Μεσογειακοί ζούμε πάντα κάτω από το ίδιο φως. Στην καρδιά της ευρωπαϊκής νύχτας, η ηλιακή σκέψη, ο πολιτισμός με το διπλό πρόσωπο, περιμένει την αυγή του. Φωτίζει κιόλας τους δρόμους της αληθινής κυριαρχίας.


* Σεφέρης


και


Ελύτης


Στην ελληνική λογοτεχνική παράδοση, το καλοκαίρι είναι συνεχώς παρόν: στις αναμνήσεις, στα βιώματα, ακόμη και μέσα στην καρδιά του χειμώνα. Είναι αυτό που υπάρχει αλλά κι εκείνο που μένει. Το μεγάλο αίθριο της ψυχής, το ανοιχτό διάστημα, εκεί που σταματά ο χρόνος, όπως η στιγμή που ο κορυδαλλός, ανεβαίνοντας ψηλά, τη μεγαλύτερη μέρα του καλοκαιριού, για να συναντήσει και να υμνήσει τον ήλιο, ακινητεί μια στιγμή πριν αρχίσει να κατεβαίνει. Το ελληνικό καλοκαίρι προεκτείνεται στις αναμνήσεις γιατί είναι η δόξα και η ακμή της φύσης. Τη συναντούμε στο δοξαστικό βιβλίο του Ζακ Λακαριέρ, «Το ελληνικό καλοκαίρι».


Στον στοχαστικό, ακόμη και γαλήνιο Σεφέρη:


Μένει ακόμα το κίτρινο απόσταγμα το καλοκαίρι


και τα χέρια σου αγγίζοντας μέδουσες πάνω στο νερό


τα μάτια σου ξεσκεπασμένα ξαφνικά, τα πρώτα


μάτια του κόσμου, κι οι θαλασσινές σπηλιές


πόδια γυμνά στο κόκκινο χώμα


Μένει ακόμα ο ξανθός μαρμαρωμένος έφηβος το καλοκαίρι


λίγο αλάτι που στέγνωσε στη γούβα ενός βράχου


λίγες βελόνες πεύκου ύστερα απ’ τη βροχή


σκόρπιες και κόκκινες σα χαλασμένα δίχτυα Ενας λόγος για


το καλοκαίρι


Στα εκτυφλωτικά πρίσματα της ελυτικής κοσμολογίας:


Πάει καιρός που ακούστηκεν η τελευταία βροχή


Πάνω από τα μυρμήγκια και τις σαύρες


Τώρα ο ουρανός καίει απέραντος


Τα φρούτα βάφουνε το στόμα τους


Της γης οι πόροι ανοίγονται σιγά σιγά


Και πλάι από το νερό που στάζει συλλαβίζοντας


Ενα πελώριο φυτό κοιτάει κατάματα τον ήλιο


Ποιος είναι αυτός που κείτεται στις πάνω αμμουδιές


Ανάσκελα φουμέρνοντας ασημοκαπνισμένα ελιόφυλλα


Τα τζιτζίκια ζεσταίνονται στ’ αυτιά του


Τα μυρμήγκια δουλεύουνε στο στήθος του


Σαύρες γλιστρούν στη χλόη της μασχάλης


Κι από τα φύκια των ποδιών του αλαφροπερνά ένα κύμα Σώμα του καλοκαιριού


Αυτή «η όλο μέλι ανάσα του καλοκαιριού», όπως γράφει ο Σαίξπηρ, είναι που καθιστά τη Μεσόγειο μοναδική. Οι μύθοι του πολιτισμού, οι ατομικές και συλλογικές περιπέτειες, η δόξα ή η κατάπτωση των λαών απομακρύνονται στο βάθος του χρόνου.


* Υμνώντας


την ελληνική


ομορφιά


Το απόσπασμα από την Εξορία της Ελένης (το οποίο βρίσκεται στον τόμο Το καλοκαίρι) του Καμύ θα μπορούσε να έχει γραφεί από έναν Ελληνα, που φέρει το βάρος και μπορεί να αισθανθεί το μέγεθος της μεσογειακής κληρονομιάς:


Η τραγικότητα του μεσογειακού ήλιου έχει κάτι διαφορετικό απ’ την τραγικότητα της ομίχλης. Ερχονται στιγμές που πάνω στη θάλασσα και στους πρόποδες των βουνών η νύχτα πέφτει μέσα στην τέλεια καμπύλη ενός μικρού κόλπου. Υψώνεται τότε πάνω απ’ τα σιωπηλά νερά μια πλησμονή γεμάτη αγωνία. Σ’ αυτά τα μέρη μπορείς να καταλάβεις πως αν οι Ελληνες άγγιξαν την απελπισία, το ‘καναν πάντα με τη συνδρομή της ομορφιάς, κι η ομορφιά αποκτούσε τότε μια δύναμη καταπιεστική. Μέσα σ’ αυτή τη χρυσωμένη δυστυχία, η τραγωδία θριαμβεύει. Αντίθετα, η εποχή μας εξέθρεψε την απόγνωσή της μες στην ασχήμια και την αναστάτωση.


Εχουμε εξορίσει την ομορφιά, οι Ελληνες για χάρη της πήραν τ’ άρματα. Διαφορά πρώτη, που ‘ρχεται όμως από μακριά. Η ελληνική σκέψη χαράχτηκε πάντα πάνω στην ιδέα του περιορισμένου. Τίποτε δεν εξώθησε ως τα άκρα, ούτε τα ιερά, ούτε η λογική, γιατί τίποτε δεν αρνήθηκε, ούτε τα ιερά, ούτε η λογική. Απεκάλυψε τα πάντα, εξισορροπώντας τη σκιά με το φως. Αντίθετα, η Ευρώπη μας, εγκαταλειμμένη στην κατάκτηση της συνολικότητας, είναι γνήσια κόρη της αμετροέπειας. Αρνιέται κάθε δικό της που δεν εξυψώνει. Αν και διαφορετικά, μονάχα ένα πράγμα εξυψώνει: κείνο που αποτελεί τη μελλοντική αυτοκρατορία της λογικής. Μέσα στην τρέλα της, μεταθέτει προς τα πίσω τα αιώνια όριά της, κι αμέσως σκοτεινές Ερινύες τηνε χτυπούν και την ξεσκίζουν.


Ο ήλιος, το φως, το καλοκαίρι στη λογοτεχνία εκφράζουν μια μορφή της συνείδησης. Στη Μεσόγειο και στην Ελλάδα η συνείδηση αυτή είναι μυθολογικής τάξεως, συνείδηση τόπου, συνείδηση που περιγράφει, προσδιορίζει και υμνεί συνεχώς αυτό που έχει και κρατά. Ο νόστος, η αναμονή, η επιθυμία να επιστρέψουμε εκεί από όπου ξεκινήσαμε. Η απόφασή μας να κρατήσουμε αυτό τον τόπο, όπου, καθώς λέει πάλι ο Καμύ, «η θάλασσα βρίσκεται σε απόσταση χαδιού», όπου τα άστρα λάμπουν στο δυτικό ημισφαίριο, που οι ποιητές το αποκαλούσαν, παλαιότερα, «χώρα των Χερουβείμ» κι όπου οι πυγολαμπίδες χαμηλά στους θάμνους είναι το φως των αναμνήσεων πάνω από τη γη των παιδικών μας χρόνων.


Ο κ. Αναστάσης Βιστωνίτης είναι συγγραφέας.