Η παράσταση του Αμύντα του Γεωργίου Μόρμορη (1720-1790), που ανέβηκε προχτές, Παρασκευή, στο Ηρώδειο στο πλαίσιο των φετινών εκδηλώσεων του Φεστιβάλ Αθηνών, σε σκηνοθεσία Σπύρου Ευαγγελάτου, υπήρξε γεγονός αξιολογότερο απ’ ό,τι η συνήθης σκηνική παρουσίαση ενός έργου. Διότι απέρρεε από ένα φιλολογικό γεγονός, από την έκδοση ενός σημαντικού κειμένου του 18ου αιώνα, την οποία (επειδή, όταν εμφανίστηκε, δεν προσέχτηκε όσο θα έπρεπε) ελπίζει κανείς ότι η εν λόγω παράσταση θα κάνει καλύτερα γνωστή. Το κείμενο είναι η δημιουργική ανάπλαση του Aminta (1573), ποιμενικού δράματος του Τορκουάτο Τάσο, η οποία εκδόθηκε ανωνύμως το 1745 στη Βενετία και την οποία έφερε ουσιαστικά στο φως, ταυτίζοντας μετά ενδελεχή έρευνα και τον ποιητή της, ο Σπύρος Ευαγγελάτος.
Με την παράσταση αυτή, η οποία αποτελεί και την πρώτη θεατρική παράσταση του έργου, ο Ευαγγελάτος συνεχίζει ακαταπόνητος την εργασία του στη μελέτη και τη σκηνική παρουσίαση παλαιών έργων της νεοελληνικής παράδοσης, δραστηριότητα που αποτελεί ένα σημαντικό μέρος της όλης θεατρικής δουλειάς του. Αναδεικνύεται έτσι ένα από τα αξιολογότερα κείμενα της δραματουργίας της βενετοκρατούμενης Επτανήσου –«υπολογίσιμος «κρίκος» στη σύνθεση της παλαιότερης θεατρικής ιστορίας μας» –ενώ συγχρόνως ενισχύεται η παράδοση της βουκολικής μας ποίησης, καθώς το ποιμενικό αυτό δράμα έρχεται να προστεθεί δίπλα στην αγνώστου πατρότητος Βοσκοπούλα (1627), στο Πάστορ φίδος του Σουμμάκη (1658) και στην Πανώρια του Χορτάτση (π. 1690). Εργο ελκυστικό, με ζωντανή γλώσσα, υποδόριο χιούμορ και ενδιαφέρουσα στιχουργία, ο Αμύντας διεκδικεί μια πρέπουσα θέση στις Ιστορίες της λογοτεχνίας και του θεάτρου μας.
Η παρούσα επιφυλλίδα γράφτηκε πριν από την παράσταση του Αμύντα, που η ποιότητά της είμαι βέβαιος ότι θα ήταν η ποιότητα των παραστάσεων του Ευαγγελάτου. Αλλωστε ο σκοπός του κειμένου μου δεν είναι να μιλήσει γι’ αυτή την παράσταση, αλλά για την καλλιτεχνική περίπτωση Ευαγγελάτου, που είναι σήμερα μοναδική, όχι μόνο μέσα στα όρια της χώρας μας –μοναδικότητα που τη συνθέτει όχι τόσο η διπλή ιδιότητα του σκηνοθέτη-φιλολόγου, που τον χαρακτηρίζει, όσο το ισοδύναμο του φιλολόγου με τον σκηνοθέτη. Διότι ο Ευαγγελάτος είναι φιλόλογος όχι με την τρέχουσα έννοια του όρου αλλά με την ουσιώδη, την πλήρη έννοιά του· με εκείνη δηλαδή που καλύπτει όλο το φάσμα της φιλολογικής δραστηριότητας, από την έρευνα του ιστορικοφιλολογικού πεδίου και την κριτική έκδοση των κειμένων ώς την ερμηνεία και την κριτική τους αξιολόγηση. Και αν είναι σπάνιο στην εποχή μας, εποχή νεφελωδών θεωριακών επαναπαύσεων, να βρεθούν άνθρωποι που να καλύπτουν επάξια όλη την κλίμακα αυτής της δραστηριότητας –ή, τουλάχιστον, το μεγαλύτερο μέρος της -, είναι ακόμη πιο σπάνιο να βρούμε έναν φιλόλογο του είδους του Ευαγγελάτου που να είναι και καλλιτέχνης. Ή να βρούμε έναν καλλιτέχνη που να είναι και φιλόλογος αυτού του είδους. Σκέφτομαι ότι στην περίπτωση του Ευαγγελάτου ο καλλιτέχνης δεν θα ήταν αυτός που είναι αν δεν ήταν φιλόλογος του είδους που προσδιόρισα, και ότι ο φιλόλογος δεν θα ήταν του είδους που προσδιόρισα αν δεν ήταν καλλιτέχνης ανάλογου βεληνεκούς. Δεν πρόκειται για δύο ιδιότητες συγκοινωνούσες μεταξύ τους, αλλά κεκραμένες σε μία.
Αλλά για να φύγουμε από τις γενικές παρατηρήσεις. Αν θέλαμε να προσδιορίσουμε με μία φράση το φιλολογικό στίγμα του Ευαγγελάτου, θα λέγαμε πως αυτό είναι η εύστοχη παρεμβατική ματιά. Η οποία, πατώντας σε γερές ιστορικοφιλολογικές βάσεις –και με αυτό εννοώ, βέβαια, την πρωτογενή έρευνα –και οδηγούμενη από την καλλιτεχνική του ευαισθησία, παρέχει καίριες λύσεις σε σημαντικά φιλολογικά προβλήματα· όπως είναι, λ.χ., η χρονολόγηση του Στάθη και του Ζήνωνα, οι ουσιώδεις συμβολές του στα θέματα της ταύτισης των Κορνάρων και των Χορτάτσηδων, ή η ταύτιση του ανώνυμου ποιητή του Αθέσθη με τον Πέτρο Κατσαΐτη, δηλαδή η ενίσχυση της εικόνας του ποιητή της Ιφιγένειας και του Θυέστη και η επαναξιολόγησή της. Οι εργασίες του Ευαγγελάτου πάνω στον Κατσαΐτη, μαζί με την υποδειγματική του έκδοση του Αμύντα, που έφερε ουσιαστικά στο φως έναν αξιόλογο ποιητή του 18ου αιώνα (όχι μόνο με την ταύτισή του με τον διαπρεπή κυθήριο ιατροφιλόσοφο Μόρμορη αλλά και με την κριτική εκτίμηση του έργου) καθιστούν πρωτεύουσα τη συμβολή του Ευαγγελάτου (μαζί με εκείνη των εργασιών του Γ. Π. Σαββίδη για τον Δαπόντε) στην αναθεώρηση του χαρακτηρισμού του ελληνικού 18ου αιώνα ως αιώνα αντιποιητικού.
Είναι το κράμα το οποίο ανέφερα εκείνο που καθορίζει και το σκηνοθετικό στίγμα του Ευαγγελάτου. Το οποίο είναι η επιτυχής στις παραστάσεις του συναίρεση του παραδεδομένου με το νεωτερικό, δηλαδή ο υγιής νεωτερισμός: παραστάσεις πραγματικά ανανεωτικές, απαλλαγμένες από ψιμύθια (πουτίγκες ή μπαχαρικά), δηλαδή ερμηνείες όπου το νεοφανές αναθρώσκει εκ των έσω ως οργανική απόληξη μιας ανάγνωσης του κειμένου που προϋποθέτει τη βαθιά καλλιέργεια του σκηνοθέτη. Είναι αυτό που κάνει τη διαφορά ανάμεσα στις παραστάσεις του Ευαγγελάτου και στις παραστάσεις της μεγάλης πλειονότητας των σημερινών σκηνοθετών, που διαλαλούν εν μια φωνή μιαν εικονική ανατρεπτικότητα, χωρίς να αντιλαμβάνονται ότι υπηρετούν την ακαδημία μιας υποτιθέμενης πρωτοπορίας.
Ο κ. Νάσος Βαγενάς είναι ομότιμος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ