Η χώρα μας δεν αντέχει πια με μπαλώματα και πορείες στην ομίχλη. Μπορεί να πήρε μια απαραίτητη ανάσα μετά την ολοκλήρωση της πρόσφατης –καθυστερημένης –αξιολόγησης, όμως αυτή δεν είναι αρκετή για να γυρίσουμε σελίδα. Από πουθενά δεν φαίνεται ότι γνωρίζουμε πού πάμε. Πολύ περισσότερο, δεν φαίνεται ότι γνωρίζουμε πού θέλουμε να πάμε, πού πρέπει να πάμε και ποια είναι η απόσταση μεταξύ των δύο.
Η στρατηγική που ακολουθούν οι κυβερνήσεις σε όλη τη διάρκεια της κρίσης –με προεξάρχουσα την κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –είναι λανθασμένη και οδηγεί στην αναπαραγωγή των αδιεξόδων που προκάλεσαν αλλά και συντηρούν την κρίση.
Τα λάθη αναπαράγονται σε δύο επίπεδα.
Πρώτον, οι πολιτικές που εφαρμόζουν οι κυβερνήσεις προτάσσουν τη δική τους επιβίωση έναντι της συλλογικής επιβίωσης. Θυσιάζουν τον ορίζοντα μιας λαβωμένης χώρας στον βωμό μικροκομματικών, βραχυπρόθεσμων, παραπλανητικών και ανέφικτων σκοπιμοτήτων. Η λεγόμενη «διαπραγμάτευση» που διεξάγει η παρούσα κυβέρνηση αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα: σπαταλήθηκαν χρόνος, ενέργεια, αξιοπρέπεια και αξιοπιστία για να γυρίσουμε πιο πίσω από εκεί που ήμασταν, με ένα βαρύτερο Μνημόνιο και έναν νέο κύκλο αβεβαιότητας.
Στον φαύλο οικονομικό κύκλο της λιτότητας που βαθαίνει την ύφεση, που φέρνει νέα λιτότητα, που αποτρέπει την ανάπτυξη προστίθεται έτσι ένας φαύλος πολιτικός κύκλος: τις αστοχίες των δανειστών μεγεθύνουν η έλλειψη προετοιμασίας, τόλμης και ιδεών του εγχώριου πολιτικού συστήματος, που διαρκώς φορτώνει με νέα βάρη και άγχη τις πλάτες της ελληνικής κοινωνίας, απομακρύνοντας ακόμα και την ελπίδα.
Αντί για εθνικός μπούσουλας, κομματική σύγχυση. Αντί για συσπείρωση, διαίρεση. Το νέο ξεκίνημα γίνεται ανέφικτο, ενώ θα έπρεπε να είναι νομοτέλεια.
Δεύτερον, δεν έχουμε επεξεργαστεί συγκεκριμένους και ρεαλιστικούς εθνικούς στόχους για να απαντήσουμε πειστικά στο ιδεολόγημα-αφήγημα περί μονόδρομου που επιβάλλεται έξωθεν για να μας τιμωρήσει. Ξεχνάμε πόσο λίγα μέτρα πήραμε εμείς οι ίδιοι για να έρθει η ανάκαμψη και πόσο πιο δύσκολη κατέστησαν την ανάκαμψη οι επιλογές της παρούσας κυβέρνησης.
Τα μέτρα που λαμβάνονται είναι άκριτα, βιαστικά και χωρίς ομαλές μεταβατικές περιόδους, υλοποιούνται χωρίς πίστη, χωρίς ιεράρχηση, με ιδεολογικές εμμονές και ρετσέτες που δεν απαντούν στις πραγματικές ανάγκες. Το ζητούμενο συνεπώς είναι να πάρουμε τη μοίρα στα χέρια μας.
Οι εθνικοί στόχοι πρέπει να τεθούν ξεκάθαρα:
  • Χωρίς χαλάρωση της προσπάθειας που έχει αρχίσει, τέλος στις δημοσιονομικές προσαρμογές, ύστερα από έξι χρόνια σκληρών μέτρων που έχουν σχεδόν καταστρέψει κάθε αναπτυξιακή προοπτική.
  • Μεσοπρόθεσμη και μετρημένη συνταγματική αναθεώρηση από μια κυβέρνηση και μια Βουλή που θα σέβονται τους θεσμούς.
  • Αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας χωρίς άλλες ιδιωτικοποιήσεις, με διαχείριση υπό όρους υπεύθυνου ιδιωτικού μάνατζμεντ και κοινωνική αναδιανομή του μερίσματος.
  • Αμεση αναβάθμιση όλων των δομών εξυπηρέτησης των πολιτών (ΕΣΥ, πρωτοβάθμια και δευτεροβάθμια εκπαίδευση, έσοδα, προνοιακές και άλλες κοινωνικές μεταβιβάσεις).
  • Αρση των εμποδίων στην πρόσβαση για τους ασθενεστέρους, μείωση των ανισοτήτων, μείωση του κόστους των υπηρεσιών για τη μεσαία τάξη, η οποία σήμερα πληρώνει όλο και περισσότερους φόρους την ίδια στιγμή που αναγκάζεται να αναλάβει όλο και μεγαλύτερο ιδιωτικό κόστος, ιδιαίτερα στην Παιδεία και στην Υγεία.
  • Δημιουργία ενός πραγματικού επιτελικού κράτους. Καμία απόλυση δημοσίων υπαλλήλων πλην των επιόρκων. Αφαίρεση της δυνατότητας επηρεασμού του ανθρώπινου δυναμικού και του χειρισμού τεχνικών υποθέσεων από την κυβέρνηση. Δημιουργία ειδικής στρατηγικής δομής για τις μεγάλες αποφάσεις και την υποβοήθηση της κυβέρνησης –κάθε κυβέρνησης
  • Παραγωγικό μοντέλο που θα δημιουργήσει και θα προστατεύσει μια νέα υγιή μικρομεσαία τάξη που με τη σειρά της θα δώσει βάθος στην οικονομία μας και θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Υγιείς μικρομεσαίες επιχειρήσεις, μεγαλύτερες από τις σημερινές, χωρίς τη γραφειοκρατία να τις στραγγαλίζει, με δυνατότητα να στηρίζουν και να υποστηρίζουν τις μεγαλύτερες στην προσπάθεια για εξωστρέφεια.
  • Εμφαση και προτεραιότητα στα δύο αγαθά που έκαναν και μπορούν πάλι να κάνουν την «ελληνική διαφορά»: Παιδεία και Πολιτισμό. Εκτός από επιταγή της Ιστορίας και του κοινού νου είναι και οικονομική αναγκαιότητα: εμπλουτίζουν το προϊόν της χώρας μας πολλαπλά.
Η ανάγκη για ανανέωση του πολιτικού προσωπικού, των ιδεών και της νοοτροπίας είναι παραπάνω από έκδηλη. Οχι γιατί την πιστοποιούν οι μετρήσεις γνώμης. Αλλά γιατί την επιβάλλουν οι συνθήκες της εποχής και οι αδυναμίες των υφιστάμενων πολιτικών σχηματισμών και συνασπισμών.
Το ζήτημα είναι πώς μπορεί μια προοδευτική, νέα, ολοκληρωμένη πρόταση να παρουσιαστεί και να πείσει. Για να γίνει αυτό, πιστεύουμε ότι πρέπει να προέρχεται από μια έντιμη πολιτική δύναμη, χωρίς εξαρτήσεις από συμφέροντα, χωρίς σύνδεση με τα λάθη του παρελθόντος. Με διάθεση προσφοράς και επίγνωση των εγχώριων και των διεθνών συσχετισμών, ώστε να βοηθήσει τη χώρα μας να ανακτήσει τη θέση που της αρμόζει στο διεθνές πολιτικοοικονομικό περιβάλλον.
Καλούμε τους πολίτες να αναρωτηθούν: Είναι δυνατόν οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις και η αναγκαία εντιμότητα της προσπάθειας να έρθουν από το πολιτικό προσωπικό που κυβέρνησε ή κυβερνά τη χώρα; Μπορεί η νέα πρόταση να είναι πειστική αν προέρχεται από μετασχηματισμό υφιστάμενων σχηματισμών και πρακτικών; Καλύπτει ο σημερινός διπολικός κατακερματισμός τις ανάγκες της χώρας και της κοινωνίας; Ειδικά στον προοδευτικό μεταρρυθμιστικό χώρο, ικανοποιεί η σημερινή κατάσταση και οι προσπάθειες που γίνονται για την υπέρβασή της;
Η πρόταση όπως την περιγράψαμε αντιμάχεται τα κόμματα-μηχανισμούς και γραφεία ευρέσεως εργασίας. Προϋποθέτει δομές οργάνωσης προσανατολισμένες στην έρευνα για τη στρατηγική κατεύθυνση της χώρας και για τις βέλτιστες πολιτικοοικονομικές πρακτικές, όχι στη διαχείριση της καθημερινότητας προς όφελος των μανδαρίνων. Δομές που δεν μπορούν να προέλθουν από απλό μετασχηματισμό υπαρκτών σχημάτων.
Μόνο μια νέα, ειλικρινής και έντιμη πολιτική κίνηση στον χώρο της σύγχρονης προοδευτικής παράταξης μπορεί να ενεργοποιήσει τις δυνάμεις που η κοινωνία ακόμη διαθέτει, παρά τα πλήγματα που δέχεται, για να δοθούν λύσεις που είναι ακόμη εφικτές, παρά τις υστερήσεις και τις καθυστερήσεις.
Μόνο από την αρχή, με σεμνότητα, ρεαλισμό και συλλογική αναζήτηση, μπορεί να χτιστεί μια σχέση εμπιστοσύνης με τους πολίτες. Χωρίς αποκλεισμούς αλλά και χωρίς συγκατάβαση για τα ψέματα, τις αβελτηρίες και την εξαπάτηση, από όπου και αν έχουν προέλθει. Με συνείδηση ότι το παρόν που δεν σέβεται το παρελθόν δεν έχει μέλλον.
Γιατί αυτό ζητά η κοινωνία σήμερα. Να ανακτήσει το παρόν της για να μπορέσει να διεκδικήσει το μέλλον της.
Ο κ. Χάρης Θεοχάρης είναι βουλευτής.

Ο κ. Κώστας Μποτόπουλος είναι δρ Συνταγματικού Δικαίου.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ