Οι ενστάσεις στην πρόταση που περιέχεται στα πορίσματα του διαλόγου για την πρόσβαση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση είναι ευπρόσδεκτες.
Αναδείξαμε τις βλαβερές συνέπειες των εξετάσεων. Τόσο τις γνωστές (ματαίωση του λυκείου, οικονομικό και ψυχολογικό κόστος στις οικογένειες, φροντιστηριοποίηση της γνώσης) όσο και μια καινούργια: το πρόβλημα δεν είναι ποιοι μπαίνουν στο πανεπιστήμιο και ποιοι μένουν απέξω (γιατί τελικά σχεδόν όλοι μπαίνουν). Το αίτημα της ελεύθερης πρόσβασης στα πανεπιστήμια έχει ικανοποιηθεί. Το πρόβλημα είναι πού μπαίνουν και τι σπουδάζουν. Οι 8 στους 10 νέους που εισέρχονται στα πανεπιστήμια δεν σπουδάζουν αυτό που θέλουν και επομένως από τους περίπου 70.000 υποψηφίους σχηματίζεται μια χιονοστιβάδα, περίπου 50.000 νέων, η οποία εν είδει domino effect καταλήγει στα πανεπιστημιακά τμήματα χαμηλής ζήτησης, τα οποία είναι πάνω από τα μισά των συνολικών τμημάτων ΑΕΙ και ΤΕΙ. Εκεί υπάρχουν πολύ καλά τμήματα, τα οποία δεν αξιοποιούνται από τους φοιτητές που δέχονται κατά τύχη, αλλά και τμήματα χωρίς σαφές αντικείμενο ή επαρκές πρόγραμμα που επιβιώνουν ακριβώς χάρη στο σύστημα αυτό. Συνέπειες βαριές και για όλους, φοιτητές, ΑΕΙ και ΤΕΙ, κοινωνία.
Η πρότασή μας είναι να σχετικοποιήσουμε το βάρος του βαθμού στη διαδικασία της πρόσβασης, ώστε να ληφθεί υπόψη και η πρόθεση των υποψηφίων. Η πρόθεση και η κλίση των νέων είναι κάτι που λαμβάνεται σοβαρά υπόψη σε συστήματα με λιγότερο μαζικές και γραφειοκρατικές διαδικασίες. Το ερώτημα που συνήθως προβάλλεται είναι: «Μα έχουν τα παιδιά στην ηλικία αυτή την ωριμότητα να επιλέξουν;». Η απάντηση είναι ότι μερικά είναι πιο ώριμα, άλλα λιγότερο. Η ωριμότητα σχετίζεται και με τον κοινωνικό περίγυρο, αλλά και με την καλλιέργεια της ευθύνης να σχεδιάζεις και να παίρνεις αποφάσεις. Και αυτή, η πρόταση την καλλιεργεί. Εκτός τούτου, μέρος της πρότασης είναι η δυνατότητα της κινητικότητας εντός του πανεπιστημίου και της ευελιξίας των πτυχίων. Αλλά το ζήτημα της ωριμότητας δεν αντιμετωπίζεται με αυταρχικά και αυθαίρετα επιχειρήματα: «Δεν σε θεωρώ ώριμο να κρίνεις, σε στέλνω στην τύχη». Δίνοντας τη δυνατότητα δεκάδων επιλογών, το σύστημα παίζει με την ανασφάλεια των υποψηφίων.
Προβλήθηκε η ένσταση («Τα Νέα», 6.6.2016) ότι το σύστημα αυτό δεν ευνοεί τους αριστούχους. Στην πρόταση αυτή, όμως, συγκρίνεται ένας αριστούχος που χρησιμοποιεί τον τελεστή βαρύτητας με άλλους αριστούχους που δεν τον χρησιμοποιούν. Η υπόθεση αυτή δεν μπορεί να υποστηριχθεί ούτε από τη λογική –αν το σύστημα μπει σε ισχύ, τότε όλοι θα σπεύσουν να το χρησιμοποιήσουν, επομένως αν όλοι εξίσου ευνοηθούν, τότε είναι η διαφορά βαθμολογίας που θα τους κρίνει εν τέλει. Δεν στηρίζεται όμως ούτε στα εμπειρικά δεδομένα. Οι επιτυχόντες στις σχολές υψηλής ζήτησης (18,4% των τμημάτων) ξέρουν τι θέλουν και επομένως περιορίζουν τις επιλογές τους κατά μέσο όρο σε λιγότερες από δέκα. Αν έχει κάποιο δίκιο η κριτική αυτή, είναι ότι ο υποψήφιος της Νομικής του Πανεπιστημίου της Θράκης, κάτοικος της περιοχής, θα επιδιώξει τη μεγαλύτερη δυνατή μοριοδότηση σε εκείνο το πανεπιστήμιο και θα αποκτήσει προτεραιότητα απέναντι στους συνυποψήφιούς του ομοιόβαθμους που έρχονται στη Θράκη ως «αποτυχόντες» της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, σκοπεύοντας να μεταγραφούν την επόμενη χρονιά. Αναφερόμαστε όμως σε οριακές περιπτώσεις και επίσης στο γεγονός ότι οι διαφορές δεκαδικών στη βαθμολογία είναι ζήτημα τύχης και λιγότερο προετοιμασίας ή ευφυΐας. Οσοι έχουν διδάξει στο πανεπιστήμιο γνωρίζουν πως οι καλύτεροι φοιτητές τους δεν είναι πάντα όσοι εισήχθησαν πρώτοι. Συντελεστής της αριστείας είναι η κλίση και το ενδιαφέρον. Επομένως, η μομφή ότι το σύστημα «κονταίνει τους ψηλούς» και «ψηλώνει τους κοντούς» δεν αφορά την πρόταση αυτή.
Εκείνο που έχει σημασία στην πρόταση αυτή είναι η φιλοσοφία της και όχι οι τεχνικές της λεπτομέρειες, οι οποίες προφανώς μπορούν να αλλάξουν. Δεν μπορείς να έχεις ένα εξεταστικό σύστημα που θυσιάζει την πλειονότητα των υποψηφίων και καθηλώνει την πλειονότητα των τμημάτων των τριτοβάθμιων ιδρυμάτων (στα τμήματα χαμηλής ζήτησης ανήκει το 57,4% των τμημάτων ΑΕΙ και ΤΕΙ). Δεν είναι τυχαίο ότι όλη η συζήτηση περιορίζεται στη Νομική και στην Ιατρική. Εχουμε όμως την πολυτέλεια ως κοινωνία (αλλά και ως εθνική οικονομία) να αγνοήσουμε το μεγάλο βάθος της εκπαιδευτικής θάλασσας; Ενστάσεις, ασφαλώς, αλλά να συνοδεύονται και από προτάσεις. Είναι όμως θετικό ότι η συζήτηση άνοιξε. Και το Ποτάμι στις θέσεις του για την Παιδεία θέτει ζήτημα αλλαγής τρόπου πρόσβασης στην ανώτατη εκπαίδευση. Ας πάρουν θέση και τα άλλα κόμματα καθώς και οι μεγάλες εκπαιδευτικές συλλογικότητες με συγκεκριμένες προτάσεις, όχι αφηρημένες ευχές. Ο διάλογος προτείνει ένα τρίπτυχο μεταρρυθμίσεων –διετές λύκειο, αλλαγή του τρόπου εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, κινητικότητα στα πανεπιστήμια -, το οποίο, αν εφαρμοστεί, αρχίζοντας βαθμιαία από το παρόν και όχι παραπέμποντας στο μέλλον, θα αλλάξει αμετάκλητα το τοπίο της εκπαίδευσης.
Ο κ. Αντώνης Λιάκος είναι καθηγητής της Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, πρόεδρος της Επιτροπής Διαλόγου για την Παιδεία.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ