Δύο «πράγματα» πουλούσε όλα αυτά τα χρόνια η Αριστερά και με αυτά ευαγγελιζόταν το διαφορετικό, το νέο, το ανώτερο ηθικά και πολιτικά.
Το ένα ήταν στα χρόνια της κρίσης: το διαβόητο «σκίσιμο» των μνημονίων, το οποίο έφτασε στον ακραίο αμοραλισμό με το δημοψήφισμα στο οποίο ο Τσίπρας κάλεσε τους Έλληνες να ψηφίσουν «όχι», πήρε ένα τρομακτικό ποσοστό σε αυτό που ζήτησε και μέσα σε λίγες ημέρες το είχε κάνει ένα άνευ όρων και αντιστάσεων τεράστιο «ναι».
Η πολιτική αυτή στροφή 180 μοιρών εκτός από όλα τα άλλα τα οποία έφερε, ροκάνισε και το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα»: δηλαδή, το άλλο, το κύριο προιόν που πουλούσε διαχρονικά η Αριστερά. Αυτό το «βαρύ χαρτί» της «πρώτης φοράς αριστερά» τέθηκε υπό έντονη αμφισβήτηση, την οποία δεν κατάφεραν να σιγάσουν οι αλχημείες της κυβερνητικής προπαγάνδας ότι κι αν επιχείρησαν.
Το τελειωτικό χτύπημα όμως ήρθε προχθές με τη διάταξη για τις οφσόρ εταιρίες η οποία έφερε πολιτικό σεισμό στη χώρα. Εκεί ήταν που το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» τούμπαρε πλέον κι αυτό 180 μοίρες και κατέστη ηθικό μειονέκτημα για την κυβερνώσα «αριστερά» του Τσίπρα.
Οι άνθρωποι πέρασαν κυριολεκτικά νύχτα και στα μουλωχτά διάταξη νόμου η οποία όχι μόνον δείχνει τις προθέσεις τους για το τι σημαίνει διαφάνεια στο δημόσιο βίο και το δημόσιο χρήμα, αλλά και ήδη έχει ξεπλύνει πολλούς οι οποίοι εις το εξής θα δύνανται ενδεχομένως να επικαλούνται αυτόν τον νόμο έστω κι αν η ισχύς του ήταν για λίγα 24ωρα μέχρι την άρον άρον κατάργησή του υπό καθεστώς γενικευμένης κατακραυγής.
Οι άνθρωποι πήγαν και νομοθέτησαν κάτι το οποίο όποιος άλλος και να το νομοθετούσε θα τον είχαν πετάξει – και δικαίως – στην πυρά.
Όταν όμως έχεις καταλάβει την εξουσία με ένα «πόδι» αυτό το λεγόμενο «ηθικό πλεονέκτημα» το οποίο για χρόνια και χρόνια επικαλείσαι, το να κάνεις κάτι σαν αυτό το μετατρέπει αυτόχρημα σε οξύ ηθικό μειονέκτημα.
Και με αυτό το φορτίο θα ζήσει από εδώ και στο εξής η ελληνική αριστερά…