Η ιστορία συνοπτικά: ένα εστιατόριο στις παρυφές του κέντρου της Αθήνας αποφασίζει πως για τη μέτρια γαστριμαργική πορεία του φταίνε τρεις νεραντζιές που έχουν μεγαλώσει με θράσος έξω από τα παράθυρά του. Κάποιος υπεύθυνός του, κυνηγημένος από τα νούμερα της πτώσης, άγνωστο γιατί, αποφασίζει πως αυτές φταίνε για όλα. Αυτές, με την άνοιξή τους, με τα κλαδιά τους και τη σκιά τους. Αποφασίζει να τις κόψει. Ζητάει άδεια; Υπερβαίνει την άδεια; Αυθαιρετεί; Δεν έχει τόση σημασία. Το ζήτημα είναι ότι το κάνει. Οτι βάζει κάτι ιδιωτικό επάνω από το δημόσιο. Τις κόβει. Και σύντομα το μετανιώνει.
Οχι για λόγους ενοχών, περισσότερο για λόγους επικοινωνίας. Ηταν απλώς τρεις νεραντζιές. Για μια κάπως αφυδατωμένη πόλη όπως η Αθήνα δεν είναι και τόσο μεγάλη είδηση το (έστω και ανατριχιαστικό) κλάδεμά τους. Και όμως, για κάποιον λόγο στα τέλη της προηγούμενης εβδομάδας τα social media αρχικά και στη συνέχεια και οι δημοσιογράφοι διόγκωσαν την οργή και την κακή δημοσιότητα.
Θα ήταν απλώς μια ιστορία δρόμου και πόλης, μια ιστορία καταπιεσμένης οργής, αν δεν ήταν ενδεικτική της κατάστασης.
Για ποιον λόγο ασχολούμαστε με τα μικρά; Εναν χρόνο πριν, τέτοιες μέρες, κρατούσαμε την ανάσα μας παρακολουθώντας την προσπάθεια μιας ερασιτεχνικής κυβέρνησης να φέρει τον κόσμο στα μέτρα της μέχρι να αλλάξει (ή να κρατήσει την αναπνοή της μέχρι να πεθάνει) και εφέτος, που η ίδια προσπαθεί να κάνει το ριμέικ ενός κακού έργου, κανείς δεν φαίνεται να ασχολείται με τα μεγάλα, η μόνη οργή είναι τοπική, για τις νεραντζιές, για τον γείτονα, για το micromanagement της ζωής. Γιατί ακριβώς;

Η αλήθεια είναι πως όλα τα πράγµατα κάνουν τον κύκλο τους. Και πως η ελληνική κοινωνία, αποκαμωμένη, ζαλισμένη απ’ όλα, έχει στραφεί στον ατομικισιμό. Η ελληνική κοινωνία, που μπαίνει στον έκτο χρόνο Μνημονίου και ζει μια διαρκή επανάληψη μέτρων, απειλών, ηρωικών διηγήσεων, αποτυχιών, βαρέθηκε. Κακώς ορισμένοι (κυβερνητικοί) θεωρούν πως ο κόσμος δεν διαμαρτύρεται επειδή «τώρα είναι καλύτερα τα πράγματα». Κακώς ορισμένοι (αντικυβερνητικοί) θεωρούν πως η σιωπή και η αμηχανία είναι η σιωπή πριν από μια μεγάλη επανάσταση. Στην πραγματικότητα, ο κόσμος απλώς κουράστηκε.
Η ελεύθερη πτώση των τελευταίων έξι χρόνων έχει δημιουργήσει μια ιδιότυπη ανοσία. Σε ποσοστό 77,8% (σύμφωνα με την Κάπα Research) ο μέσος Ελληνας ζει σε μόνιμη ανησυχία, αλλά δεν αντιδρά. Δεν φοβάται όταν το Μαξίμου αποφασίζει να βαρέσει τα τύμπανα μιας ασαφούς μάχης για επικοινωνιακούς λόγους. Δεν συσπειρώνεται πίσω από ένα κόμμα που μοιάζει να ψάχνει τρόπους επιβίωσης. Δεν επαναστατεί, δεν μιλάει, φοβάμαι πως δεν ψηφίζει πια. Η αποχή στις επόμενες εκλογές, όταν και αν γίνουν, προβλέπεται να είναι από τις υψηλότερες ιστορικά.
Ο γελοιογράφος Αρκάς, που ακόμη και αυτός έχει πάψει να σημειολογεί, να φιλοσοφεί, να σαρκάζει με απολαυστικό τρόπο τη ζωή και τα αδιέξοδά της και έχει μετατραπεί σε πολιτικό σκιτσογράφο, το έθεσε απολαυστικά τις προάλλες. Ενας ασθενής ξυπνάει από κώμα και ακούει τις ειδήσεις της πολιτικής διαπραγμάτευσης ενός ακόμη κόμματος –και αναρωτιέται πόσο καιρό είναι σε κώμα. Εναν χρόνο; Εναν μήνα; Μία ημέρα; Εξι χρόνια;
Και, κάπου εδώ, εμφανίζονται οι νεραν-τζιές. Οσο η κατάσταση παραμένει σε μια αιώνια λούπα, όσο οι άνθρωποι συνειδητοποιούν πως δεν ζούμε πια σε συνθήκες κρίσης, αλλά, το αντίθετο, πως αυτό που ονομάζουμε «κρίση» είναι μια πραγματικότητα με την οποία ο καθένας πρέπει να ζήσει παλεύοντας, τόσο θα στρέφονται σε προβλήματα γειτονιάς.
Θα παθιάζονται με τις κομμένες νεραντζιές έξω από ένα εστιατόριο και θα αγνοούν την κυβερνητική εκπρόσωπο που φωνάζει κάτι αντιπολιτευτικό. Θα οργανώνονται σε παρέες, σε κινήσεις αλληλεγγύης και θα αγνοούν την όλο και πιο γυμνή από αλήθεια εξουσία. Και αυτό δεν είναι απαραίτητα κακό. Πρώτα θα αλλάξει η γειτονιά και μετά η χώρα. Μοιάζει πιο κουραστικό, αλλά περισσότερο αποτελεσματικό. Στο κάτω κάτω, μόνο καλό είναι να οργίζεσαι για τα κομμένα δέντρα και όχι με ένα μάτσο καιροσκόπους. Αυτούς θα τους περιποιηθεί η Ιστορία.

* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 24 Απριλίου 2016

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ