Εχω µια θεόρατη στοίβα επάνω στο κοµοδίνο µου. Τα περισσότερα μένουν εκεί να μαζεύουν σκόνη και αδιαφορία. Στο τέλος αποσύρονται για να αντικατασταθούν από άλλα. Η αλήθεια είναι ότι ουδέποτε υπήρξα ένθερμη φαν των εγχειριδίων αυτοβοήθειας, αν και έχω πλήρη επίγνωση ότι μεσούσης της κρίσης το είδος γνωρίζει πρωτοφανή άνθηση (λόγω της ανέχειας, της απελπισίας αλλά και της ανάγκης αναζήτησης γρήγορων, ενίοτε και εύπεπτων τρόπων διαφυγής). Περισσότερο καχύποπτη στέκομαι, βέβαια, απέναντι στις απανταχού βίβλους γονεϊκότητας –υπάρχουν και οι φωτεινές εξαιρέσεις, π.χ. το «Ρίζες και φτερά: Γράμματα σε γονείς» της «δικής» μας ψυχοθεραπεύτριας Ανθής Δοξιάδη (εκδ. Ποταμός) με τις παλαιάς κοπής σκέψεις περί μητρότητας, που μάχεται σθεναρά τις απτές «συμβουλές», τις οποίες μάλιστα χαρακτηρίζει έως και «επικίνδυνες». Απεχθάνομαι πρωτίστως τα (αμερικανικού) τύπου γονεϊκά βοηθήματα, π.χ. «100 συμβουλές για σκεπτόμενους γονείς που θέλουν να εξαργυρώσουν στο έπακρο το δυναμικό των παιδιών τους» ή «20 πράγματα που πρέπει να κάνεις τους πρώτους μήνες του μωρού σου για να είσαι βέβαιη ότι θα γίνει ένας επιτυχημένος, επικοινωνιακός και διεκδικητικός ενήλικος».
Το «Πώς να µιλάτε στα παιδιά ώστε να σας ακούν & πώς να τα ακούτε ώστε να σας μιλούν» που μόλις κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη (αν και στις ΗΠΑ λανσάρεται εδώ και καιρό ως must για ανθρώπους με παιδιά, ενώ έχει καπαρώσει υψηλές θέσεις στη λίστα με τα μπεστ σέλερ των «New York Times») εμπίμπει, ας μου επιτραπεί να πω, σε μια άλλη, πιο αξιόπιστη κατηγορία. Οι δύο αμερικανίδες συγγραφείς του, Αντέλ Φέιμπερ και Ιλέιν Μάζλις, δηλώνουν πεπειραμένες (έχουν διδάξει στο New School for Social Research και στο Family Life Institute, με μακρά θητεία δίπλα στον πρωτοπόρο παιδοψυχολόγο Χάιμ Ζινό) και απευθύνονται στους γονείς χωρίς ίχνος new age διδακτισμού και ντεμοντέ πατροναρίσματος. Στην πραγματικότητα παρέχουν ένα σετ εργαλείων και ασκήσεων (συχνά απεικονισμένων με κόμικς) για μαμάδες και μπαμπάδες που θέλουν να ακονίσουν τις επικοινωνιακές δεξιότητές τους.
Ομολογώ ότι ο τίτλος είναι από μόνος του αφάνταστα δελεαστικός όταν το «φωνή βοώντος εν τη ερήμω» βρίσκεται στην ημερήσια διάταξη (σας το επιβεβαιώνω ως μητέρα μιας 10χρονης προεφήβου που εσχάτως δεν ακούει γρι από αυτά που της λέω, ενώ εγώ εξίσου συχνά αδυνατώ να τείνω ευήκοον ους όταν εκείνη αποπειράται να μου μιλήσει). Οσο για το πνεύμα του βιβλίου, συμπυκνώνεται στην εισαγωγή (με τις δύο ειδικούς, αμφότερες τρίτεκνες, να μιλούν με αυτή τη μία οικεία φωνή της γονεϊκής ματαίωσης): «Ημουν ένας υπέροχος γονιός προτού αποκτήσω παιδιά. Ημουν ειδική στο γιατί όλοι είχαν προβλήματα με τα δικά τους. Μέχρι που απέκτησα τα δικά μου. Το να ζεις με πραγματικά παιδιά μπορεί να σε κάνει να ανακαλέσεις πολλές από τις προηγούμενες πεποιθήσεις σου. Κάθε πρωί έλεγα στον εαυτό μου «Σήμερα θα είναι διαφορετικά» και κάθε πρωινό ήταν μια παραλλαγή του προηγούμενου: «Tης έβαλες παραπάνω απ’ ό,τι σ’ εμένα!»… «Αυτό είναι το ροζ φλιτζάνι. Εγώ θέλω το μπλε φλιτζάνι»… «Ποτέ δεν τον άγγιξα!»… «Δεν πάω στο δωμάτιό μου. Δεν είσαι το αφεντικό εδώ μέσα»».
Το κλειδί στο νεοαφιχθέν «Πώς να μιλάτε στα παιδιά ώστε να σας ακούν & πώς να τα ακούτε ώστε να σας μιλούν» είναι οι ασκήσεις που σε εκπαιδεύουν να μάθεις να αποδέχεσαι ότι το παιδί έχει τα δικά του συναισθήματα. Χωρίς να του τα αρνείσαι, χωρίς να του τα «καπελώνεις» (δύο ποταπά, αλλά ενδεικτικά παραδείγματα: «Μαμά, είμαι κουρασμένος». «Δεν μπορεί να είσαι κουρασμένος. Μόλις πήρες έναν υπνάκο». «Μαμά, το πάρτι ήταν χάλια». «Οχι, μια χαρά ήταν»), αλλά και χωρίς να σπεύδεις να δώσεις άμεση ανακούφιση στη δυσαρέσκεια / θλίψη / απογοήτευση κ.ο.κ. του παιδιού, πιο πολύ επειδή εσύ δεν την αντέχεις (νομίζω από τις πιο προσφιλείς συνήθειες των ελλήνων γονέων).
Σίγουρα η σχέση γονέα – παιδιού είναι κάτι απύθμενα προσωπικό και εύθραυστο για να χωρέσει σε ένα και μοναδικό καλούπι. Πολλά καλούπια μαζί, όμως, μπορούν να αφήσουν επιτέλους να ακουστούν γονεϊκές και παιδικές φωνές που μέχρι τώρα «πνίγονταν» σε μια εκκωφαντική σιωπή.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 10 Απριλίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ