Aθήνα, 2016. Βρίσκομαι σε πάρτι μασκέ με οκτάχρονο οικοδεσπότη. «Μαζεμένο», σε ένα μικρό διαμέρισμα του κέντρου, με λίγους καλεσμένους και σπιτικό φαγητό, χωρίς paintball ή animatrice προς 170 ευρώ το τρίωρο. Τα παιδιά αυτοσχεδιάζουν, σκηνοθετώντας μίνι σκετς. Η σημειολογία της κρίσης δίνει εδώ «τα ρέστα της», κρίμα που «έφυγε» και o professore (σ.σ.: Ουμπέρτο Εκο). Σε ένα σκετς, δύο άστεγοι καβγαδίζουν ποιος θα πάρει την «είσπραξη» της ημέρας. Σε ένα άλλο, μια μικρή ντυμένη μπάτλερ –με σφιχτό κότσο, λευκό πουκάμισο και πλαστικό δίσκο με κολλημένα πάνω ποτήρια σαμπάνιας – κάνει ότι περιποιείται τους πελάτες ενός café. Της πέφτει όμως ο δίσκος, και οι πελάτες ουρλιάζουν: «Απολύεσαι… τώρα!». Η μικρή μπάτλερ τρέχει να φύγει ξεσπώντας δήθεν σε λυγμούς. Οι γονείς χειροκροτάμε. Είναι καθαρτήρια αυτή η δραματοθεραπεία.
Ποια είναι τελικά τα παιδιά της Υφεσης (η αποκαλούμενη «χαμένη γενιά του ευρωπαϊκού Νότου»); Πώς μεγαλώνουν όσα γεννήθηκαν από το 2008 και μετά, στην απαρχή της κρίσης των οικονομιών της Ευρώπης; Πώς «ανασταίνονται» τα τέκνα της Ελλάδας των τριών μνημονίων, των 420 ευρώ την εβδομάδα, της ανεργίας του 24,6% (ΕΛΣΤΑΤ, Νοέμβριος 2015), του Προσφυγικού, του επωαζόμενου Grexit; Και δεν αναφέρομαι εδώ στα μεγάλα, τα τρομακτικά προβλήματα (ανέχεια, υποσιτισμός, bullying, αυτοκτονίες, ενδοοικογενειακή βία κ.ο.κ.) που πλήττουν την παιδική ηλικία του ελληνικού «κραχ». Αναφέρομαι στην απλή καθημερινότητά της. Μια καθημερινότητα χωρίς καμία κανονικότητα, που εκτιμάται ότι θα διαρκέσει πολύ. Θυμίζω ότι σύμφωνα με πρόσφατη έρευνα του πρακτορείου Bloomberg –βασισμένη σε στοιχεία του ΔΝΤ για την ανάπτυξη μέχρι το 2020 –το ελληνάκι θα χρειαστεί να περάσει το 18ο έτος της ηλικίας του, να ενηλικιωθεί δηλαδή, για να δει μια άσπρη μέρα στην οικονομία της χώρας του.
Το µέσο παιδί της παρατεταµένης κρίσης βιώνει, δίπλα στην οικογένειά του, «την κοινωνία του ρίσκου» (όπως την είχε βαφτίσει ο γερμανός κοινωνιολόγος Ούλριχ Μπεκ). Ητοι, κάθε ημέρα όλα είναι πιθανό να συμβούν (και συμβαίνουν). Ξέρει απέξω και ανακατωτά τα ονόματα «Βαρουφάκης, Κωνσταντοπούλου, Ντάισελμπλουμ» (το τελευταίο πάντα το προφέρει λάθος) και απορεί: «Μα πού χάθηκαν όλα εκείνα τα μαγαζιά με frozen yogurt;». Δεν ζητάει ασύδοτα και έχει κάποια στιγμή της ζωής του ντυθεί με «ανακυκλώσιμα» (από μαμά σε μαμά) βρεφικά ή παιδικά είδη. Αν είναι από τα τυχερά, θα μεταφέρει στο σπίτι «θραύσματα» από τις ζωές των συμμαθητών του που το σοκάρουν και το πονούν. Θεωρεί μεγάλο έλληνα τραγουδιστή τον αδικοχαμένο Παντελή Παντελίδη («Αφού όλο το σχολείο μιλάει για αυτόν»).
Το παιδί της κρίσης µεγαλώνει σε µια πόλη των τριών «φ» (φούρνοι, φαγάδικα και φαρμακεία). Είναι πιθανότατα μοναχοπαίδι. Οι γονείς του το πήραν κάποια στιγμή από το ιδιωτικό και το πήγαν σε δημόσιο σχολείο. Εχει ακούσει εκατοντάδες φορές να μιλούν για την «κρίση» (ήδη από το 2012, η «Εl Μundo» έγραφε ότι το 90% των παιδιών της Ισπανίας είχαν ακούσει τη λέξη, περισσότερα δηλαδή από όσα είχαν ακούσει το όνομα Λιονέλ Μέσι). Γνωρίζει ότι το καλοκαίρι είναι πολύ πιθανό να μην πάει διακοπές και αν πάει θα είναι σε σπίτι «δανεικό». Μεγαλώνει δίπλα σε υπεραγχωμένους / υπεραπασχολημένους / απόντες γονείς. Αφουγκράζεται, χωρίς να το αντιλαμβάνεται πλήρως, ότι ζει σε μια χώρα ηττοπαθή («Μαμά, πεθαίνει η Ελλάδα;» ρωτούσε μια μαθήτρια της Ε’ Δημοτικού το περασμένο καλοκαίρι) και ότι γίνεται ένα μεγάλο «Αλμα προς τα πίσω» (η ελληνική οικογένεια έχασε 14 χρόνια προόδου, επιστρέφοντας στο επίπεδο ζωής του 1998). Το παιδί της Υφεσης διαισθάνεται ότι κάποιος «τρολάρει» επαίσχυντα την παιδική του ηλικία, αλλά δεν γνωρίζει ποιος ή τι ακριβώς.
Θυμάμαι το πρώτο παιδικό πάρτι στο οποίο παρευρέθηκα, στην Ελλάδα της αφασίας του 2006. Είχα ακούσει δίπλα μου μια μητέρα να λέει ότι ο δίχρονος γιος της φορούσε άρωμα «Βulgari παιδικό». Τώρα που το σκέφτομαι, μέσα στην παντελή μη κανονικότητά της, η παιδική ηλικία της παρατεταμένης Υφεσης μπορεί τελικά να παραγάγει πιο εύθραυστους, αλλά πιο κανονικούς ενηλίκους.
* Δημοσιεύθηκε στο BHmagazino την Κυριακή 6 Μαρτίου 2016
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ