Οι σωστές διακρίσεις είναι για τη σκέψη ό,τι είναι το οξυγόνο για τη ζωή. Οσο πιο λεπτές οι διακρίσεις, τόσο πιο οξεία η αντίληψή μας. Η έλλειψη λεπτών διακρίσεων καθιστά τον φορέα της ανίκανο να δει την πολλαπλότητα του ανθρώπινου βίου.
Δείτε τις αντιδράσεις που προκάλεσε η παράσταση της Πειραματικής Σκηνής του Εθνικού Θεάτρου «Ισορροπία του Nash». Η παράσταση αυτή χρησιμοποιεί, εκτός από κείμενα του Καμί για την τρομοκρατία, αποσπάσματα από βιβλίο του τρομοκράτη-δολοφόνου Σ. Ξηρού για την, κατ’ ισχυρισμόν, βάναυση μεταχείριση που υπέστη από τις ανακριτικές Αρχές όταν νοσηλεύθηκε στο νοσοκομείο. Οι περισσότεροι από όσους επέκριναν συγκροτημένα την παράσταση δεν το έκαναν με όρους δραματουργικούς, αλλά πολιτικούς-θεσμικούς: ένας δημοσίως χρηματοδοτούμενος οργανισμός, όπως το Εθνικό Θέατρο, είπαν, δεν μπορεί να προβάλλει τις απόψεις ενός εγκληματία.
Μπορεί η φορολογία των πολιτών να χρηματοδοτεί έργα τέχνης που εξοργίζουν τους πολίτες; Σε μια ελεύθερη κοινωνία, όχι μόνο μπορεί αλλά επιβάλλεται. Η τέχνη –η πραγμάτευση, δηλαδή, θεμάτων που άπτονται της ανθρώπινης συνθήκης –δεν έχει όρια επειδή τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας δεν είναι γνωστά. Η φιλελεύθερη δημοκρατία θεμελιώνεται πάνω στην άρνηση της απόλυτης γνώσης: δεν ξέρουμε στ’ αλήθεια «τι είναι ο άνθρωπος», δεν γνωρίζουμε τα όρια της ανθρώπινης εμπειρίας, και γι’ αυτό διαρκώς αναζητούμε. Ο ανθρώπινος βίος είναι αυτοδημιουργία. Μέσα από την τέχνη πασχίζουμε να στοχαστούμε το μυστήριο της ανθρώπινης ύπαρξης.
Οσοι διαμαρτύρονται θεωρούν ότι δημόσιοι θεσμοί, όπως το Εθνικό, οφείλουν να λειτουργούν με βάση την εικαζόμενη εθνική συνισταμένη. Δεν καταλαβαίνουν ότι η καλλιτεχνική πράξη πειραματίζεται, λειτουργεί στα όρια, προκαλεί, και, ενδεχομένως, εξοργίζει. Αντιλαμβάνονται τα καλλιτεχνικά έργα ως κατανεμημένα σε μια κανονική κατανομή, με τους κρατικά χρηματοδοτούμενους θεσμούς να παράγουν έργα στη μέση της καμπύλης. Η τέχνη, όμως, απαιτεί outliers, όχι συνισταμένες.
Οταν ο Σαββόπουλος γράφει το «Μακρύ ζεϊμπέκικο για τον Νίκο» δεν εξυμνεί έναν μαχαιροβγάλτη, όπως ήταν ο Κοεμτζής, αλλά αναζητεί, με καλλιτεχνικούς όρους, τη διαμόρφωση του ψυχισμού του. Για έναν δικαστή, βέβαια, αυτό είναι (και πρέπει να είναι) δευτερεύουσας σημασίας, αφού, σε αυτό το θεσμικό πεδίο, προέχει η απόδοση δικαιοσύνης. Για τον καλλιτέχνη όμως δεν είναι η πράξη της δολοφονίας το μόνο στοιχείο που έχει ενδιαφέρον, αλλά και η κίνηση της ψυχής του δολοφόνου, η οποία πρέπει να κατανοηθεί ερμηνευτικά.
Στο μέτρο που κάθε πράξη ερμηνείας εμπεριέχει τη στοιχειώδη συμπάθεια, η κατανόηση ενός εγκληματία υπογραμμίζει ότι, παρά την απέχθεια που μας προκαλεί, δεν παύει να μετέχει της ανθρώπινης φύσης και, ως εκ τούτου, αξίζει, εκτός από την τιμωρία, τον οίκτο μας, ίσως και, υπό όρους, την ηθική συγχώρεσή μας. Στην ταινία Dead Man Walking η Σούζαν Σάραντον υποδύεται τον ρόλο μιας καλόγριας που προσεγγίζει αγαπητικά έναν θανατοποινίτη δολοφόνο, ο οποίος, λίγο προτού εκτελεστεί, μετανοεί και ζητεί συγχώρεση. Η μετάνοια είναι αδιάφορη για την εκτέλεση της δικαστικής απόφασης αλλά δεν παύει να συνιστά ένα πνευματικό-ηθικό γεγονός. Η τέχνη αναζητεί αυτό που οι άλλοι θεσμοί μας αφήνουν ανεξερεύνητο –το βάθος της ανθρώπινης εμπειρίας.
«Γιατί σε ενδιαφέρει περισσότερο η εμπειρία ενός εγκληματία όπως ο Ξηρός, στο νοσοκομείο που νοσηλεύθηκε, και δεν σε ενδιαφέρει το βίωμα του ανθρώπου που του δολοφόνησαν τον πατέρα;». Εύλογη η ερώτηση, αλλά τόσο πεπλανημένη όσο η παρατήρηση σε έναν ζωόφιλο γιατί νοιάζεται περισσότερο για τις γάτες από τους ανθρώπους που υποφέρουν. Σε μια ελεύθερη κοινωνία δεν υπάρχει προκαθορισμένη ιεραρχία στις ανθρώπινες ευαισθησίες. Στην τέχνη διερευνώνται, δυνητικά, όλες οι ανθρώπινες εμπειρίες. Στους πολιτικούς θεσμούς, αντιθέτως, ιεραρχούμε τις εμπειρίες μας: ο αποτροπιασμός που μας προκαλεί η δολοφονία μάς κάνει να θέλουμε να αποδοθεί δικαιοσύνη, θέτοντας σε δεύτερη μοίρα τα βιώματα του δολοφόνου.
Σε μια ελεύθερη κοινωνία γνωρίζουμε ότι, σε τελική ανάλυση, δεν γνωρίζουμε: ξέρουμε ότι πάντα κάτι ίσως μας διαφεύγει και γι’ αυτό θέτουμε το Σωκρατικό ερώτημα: πράττουμε ορθά; Είμαστε αυτό που πρέπει να είμαστε; Πράξαμε ορθά ως κράτος δικαίου στον τρόπο που ανακρίναμε στο νοσοκομείο τον τρομοκράτη-δολοφόνο Ξηρό; Η «Ισορροπία του Nash» έθεσε δραματουργικά το ερώτημα.
Στην ελεύθερη κοινωνία δημιουργούμε θεσμούς (και) για να μας θέτουν ενοχλητικά ερωτήματα. Οι αυθεντικά φιλελεύθεροι είναι πρόθυμοι να χρηματοδοτούν με τους φόρους τους θεσμούς-«αλογόμυγες» ακριβώς γιατί, εμπνεόμενοι από το Σωκρατικό παράδειγμα, δεν εμπιστεύονται πλήρως τον συλλογικό τους εαυτό και θέλουν να τον αποτρέψουν από το να διαπράξει, έστω αθέλητα, κάτι «άδικο και ανόσιο». Ως φιλελεύθεροι πολίτες αμφιβάλλουμε υγιώς για τα αγαθά κίνητρα των κρατικών μας οργάνων, δεν είμαστε βέβαιοι ότι η πολιτεία μας υπηρετεί πάντοτε τη δικαιοσύνη, και γι’ αυτό επιμένουμε να ρωτάμε: «πράττουμε ορθά;». Μόνο μια ελεύθερη κοινωνία μπορεί να συζητήσει αυτό το ερώτημα, μόνο μια φιλελεύθερη δημοκρατία ενδιαφέρεται να εγκύψει στην εμπειρία ενός εγκληματία, μόνο ένας φιλ-ελεύθερος δέχεται να πληρώνει για να τον ενοχλούν.
Ο κ. Χαρίδημος Κ. Τσούκας (www.htsoukas.com) είναι καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κύπρου και Warwick, συγγραφέας του βιβλίου «Η Τραγωδία των Κοινών».
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ