1. Η ρύθμιση του τηλεοπτικού τοπίου δεν είναι ένα ζήτημα αγοράς. Είναι ζήτημα δημοκρατίας. Προϋποθέτει δε και συνεπάγεται, πρώτα και πάνω από όλα, τον επικοινωνιακό πλουραλισμό, όχι μόνον διότι τον επιβάλλει το (αναθεωρημένο) άρθρο 15 του Συντάγματος (επιτάσσοντας την τήρηση των αρχών της ισότητας, της αντικειμενικότητας και της ποιότητας) αλλά και διότι αποτελεί το βασικό αξιολογικό κριτήριο για το αν μια τηλεοπτική πραγματικότητα είναι όντως συμβατή με την ανοιχτή και δημοκρατική κοινωνία, όπως αυτή έχει διαπλασθεί στο πλαίσιο του ευρωπαϊκού νομικού και πολιτικού πολιτισμού.
2. Το σημερινό τηλεοπτικό τοπίο, με βαρύτατες ευθύνες της ΝΔ και του ΠαΣοΚ, είναι άκρως προβληματικό, διότι δεν πληροί, ούτε καν στοιχειωδώς, τις ως άνω προϋποθέσεις. Από τη μια το ολιγοπώλιο της ιδιωτικής (κατ’ ευφημισμόν ελεύθερης) τηλεόρασης, το οποίο αρχικά διαμορφώθηκε σε συνθήκες που θύμιζαν τους χρυσοθήρες στο μακρινό Far West και στη συνέχεια κατέληξε σε μια ιδιότυπη και θεσμικά τραυματική «νομιμοποίηση αυθαιρέτων». Από την άλλη, η δημόσια τηλεόραση, η οποία ξεκίνησε από αμιγώς κυβερνητική τηλεόραση για να καταλήξει στη συνέχεια, μετά την κατάργηση του κρατικού μονοπωλίου (και παρά τις κάποιες πρόσκαιρες αντίρροπες προσπάθειες), σε μια απαξιωμένη θεραπαινίδα της εκάστοτε κυβερνητικής εξουσίας.
3. Εν όψει των ανωτέρω, η απόφαση της κυβέρνησης να ρυθμίσει επιτέλους το τηλεοπτικό τοπίο είναι καταρχήν επαινετή. Οι συγκεκριμένες νομοθετικές επιλογές της όμως δεν ανταποκρίνονται στις προσδοκίες που είχαν καλλιεργηθεί. Ο πρόσφατος νόμος 4339/2015 αποτελεί μια άκριτη εν πολλοίς συρραφή ατυχών ρυθμίσεων προηγούμενων νόμων και παραμένει καθηλωμένος στις προσλαμβάνουσες παραστάσεις της αναλογικής τηλεόρασης, αγνοώντας επιδεικτικά τις τεράστιες δυνατότητες που παρέχει η νέα ψηφιακή εποχή –λόγω της υπέρβασης της σπανιότητας των συχνοτήτων –για μια νέα, πολυφωνική και πολλαπλά εγγυημένη ως προς τα δικαιώματα, τηλεοπτική πραγματικότητα.
4. Οι ρυθμίσεις του νέου νόμου, ειδικότερα, θέτουν υπερβολικές και άκαμπτες προδιαγραφές (οικονομικές, τεχνικές και, ιδίως, προσωπικού) για τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών και ως εκ τούτου αποτρέπουν τη συμμετοχή στον διαγωνισμό μικρών και ευέλικτων οργανωτικών μορφών, που θα μπορούσαν να συμβάλουν, αξιοποιώντας ευρηματικά συνεργατικές πρακτικές δημοσιογράφων, πρωτοβουλίες φορέων της κοινωνίας των πολιτών και ραγδαία αναπτυσσόμενες τεχνολογικές δυνατότητες, στην ποικιλία και πολυχρωμία του νέου τηλεοπτικού τοπίου.
5. Παράλληλα, ο νόμος δεν εξειδικεύει κρίσιμες συνταγματικές και ευρωπαϊκές προδιαγραφές ως προς τη λειτουργία των τηλεοπτικών σταθμών, αρκούμενος σε μια γενικόλογη παραπομπή στην (ανεπαρκή) κείμενη νομοθεσία και σε κώδικες δημοσιογραφικής δεοντολογίας. Συγκεκριμένα, δεν αξιοποιεί τα σχετικά συγκριτικά δεδομένα, δεν προβλέπει πρόσφορους επί τούτω ελέγχους και ιδίως δεν προβλέπει, όπως όφειλε, την υποχρέωση των τηλεοπτικών σταθμών να συμμορφώνονται, επί ποινή αποκλεισμού ή αφαίρεσης εκ των υστέρων της άδειας, σε συγκεκριμένους –δρακόντειους –κανόνες, που θα αποτρέπουν τη διαπλοκή και τη χειραγώγηση της κοινής γνώμης, θα διασφαλίζουν τον εσωτερικό και εξωτερικό πλουραλισμό, θα εγγυώνται την ποιοτική στάθμη των εκπομπών και θα υπάγουν τη λειτουργία τους σε ένα καθεστώς πλήρους προστασίας της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και των ατομικών δικαιωμάτων.
6. Το σημαντικότερο πρόβλημα του νέου νόμου είναι ο ρόλος που επιφυλάσσει στον αρμόδιο υπουργό, ως προς τον προσδιορισμό του αριθμού των αδειών (αλλά και ως προς την εξειδίκευση των προϋποθέσεων για τους περιφερειακούς σταθμούς), υποτιμώντας και υποβαθμίζοντας το Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης (ΕΣΡ), δηλαδή την Ανεξάρτητη Αρχή στην «αποκλειστική αρμοδιότητα» της οποίας ανήκει κατά το Σύνταγμα (άρθρο 15) ο προβλεπόμενος «άμεσος έλεγχος του κράτους», που «λαμβάνει και τη μορφή του καθεστώτος της προηγούμενης άδειας». Ως εκ τούτου, οι σχετικές προβλέψεις είναι δικαιολογημένα ανοιχτές στην κριτική για απόπειρα κυβερνητικού ελέγχου της νέας τηλεοπτικής πραγματικότητας.
7. Η λύση στο ανακύψαν πρόβλημα δεν μπορεί παρά να αναζητηθεί στην εγκατάλειψη, από όλες τις πλευρές, των μικροκομματικών σκοπιμοτήτων –που έχουν βραχυκυκλώσει, άλλωστε, τη λειτουργία όλων των Ανεξάρτητων Αρχών –και στην αναζήτηση συναινετικών λύσεων, με επίκεντρο την περισσότερο αναγκαία από ποτέ συγκρότηση του ΕΣΡ (με δεδομένη μάλιστα την εξαιρετική ποιότητα και ακεραιότητα του προταθέντος προέδρου αλλά και την έξωθεν καλή μαρτυρία όλων των άλλων μελών). Συγκεκριμένα, η μεν αντιπολίτευση πρέπει να σταματήσει να αρνείται εκβιαστικά τη σύμπραξή της, που δείχνει έλλειψη σεβασμού στο Σύνταγμα και τραυματίζει τον θεσμό, η δε κυβέρνηση πρέπει να δεσμευθεί ρητά να επανεξετάσει τον νόμο, αντί να απειλεί με κατάφωρα αντισυνταγματική υποκατάσταση του ΕΣΡ από τον υπουργό, που θα οδηγήσει, με μαθηματική ακρίβεια, στην ακύρωση των αδειών από το ΣτΕ.
8. Η επανεξέταση του νόμου πρέπει να εκκινήσει από την αναβάθμιση του ρόλου του νέου ΕΣΡ (το οποίο, αφού υποβάλει τις σχετικές προτάσεις του, πρέπει να αναλάβει κατ’ αποκλειστικότητα –και με σύμφωνη και όχι απλή γνώμη, ως προς τον αριθμό των αδειών –την ευθύνη για την αναμόρφωση της τηλεοπτικής πραγματικότητας). Στη συνέχεια δε πρέπει να επεκταθεί σε επιμέρους τροποποιήσεις, με κύριο γνώμονα την πραγματική καταπολέμηση (και όχι υποκατάσταση…) της διαπλοκής και τη διασφάλιση της πολλαπλότητας των τηλεοπτικών σταθμών. Προς την κατεύθυνση αυτή θα ήταν χρήσιμη η θέσπιση ενός ελαχίστου προδιαγραφών, σε συνδυασμό με την υποχρέωση υποβολής και αξιολόγησης τεχνικοοικονομικής μελέτης κατά το στάδιο της αδειοδοτικής διαδικασίας, για τους νέους σταθμούς, με ενδεχόμενο διαχωρισμό της αδειοδοτικής διαδικασίας ως προς τους παλαιούς, που θα συνεπάγεται πάντως και την αυστηρή αξιολόγηση της ως τώρα λειτουργίας τους, βάσει των ανωτέρω κριτηρίων.
Ο κ. Γιώργος Χ. Σωτηρέλης είναι καθηγητής Συνταγματικού Δικαίου στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.
ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ